1
«Εις τον άνθρωπον, άμα γεννώμενον, απεδόθησαν ανέκαθεν πλήθος εμφύτων ιδιοτήτων, δι’ ών καθωπλισμένος εισέρχεται εις τον αγώνα του κόσμου. Δι’ αυτών δ’ εξήγουν τα πλείστα της νηπιακής ηλικίας φαινόμενα. Ούτω και αυτός ο πρώτος του αρτιγεννήτου νηπίου κλαυθμηρισμός απεδόθη εις αγανάκτησιν και έκρηξιν θυμού, διότι θέλον δήθεν το βρέφος να κινηθή, αισθάνεται τα δεσμά της αδυναμίας αποκωλύοντα τας κινήσεις των μελών, και επομένως αγανακτεί συναισθανόμενον την πρώτην ταύτην αρπαγήν της ελευθερίας! Δυστυχώς όμως μεταξύ ποιήσεως και εξαγομένων παρατηρήσεων το χάσμα είναι πάμμεγα. Ούτω το πρώτον κνύζημα [=κλάμα] των βρεφών είνε, κατά Kussmaul, αποτέλεσμα της ασυνήθους και πρώτης εντυπώσεως, ήν ο ψυχρός εξωτερικός αήρ ασκεί επί του θερμού εισέτι και τρυφερού σώματος του παιδίου.»
(Καρόλου Δάρβιν, Βιογραφικόν σχεδίασμα μικρού τινος παιδίου [1877], υπό Σπ. Μηλιαράκη, σ. 14, ΜΙΕΤ (Αντί ευχών) 2οο8).
«Μερικοί από τη σχολή του Επικούρου συνηθίζουν να λένε ότι κάθε έμβιο ον από τη φύση του, και χωρίς να έχει διδαχθεί, αποφεύγει τον πόνο και επιδιώκει την ευχαρίστηση· μόλις γεννηθεί π.χ. και ενώ δεν έχει ακόμη υποταχθεί στις προλήψεις, μόλις το χτυπήσει, ασυνήθιστο ψυχρό ρεύμα του αέρα, κλαίει και ξεφωνίζει.
Έκλαψα και θρήνησα σαν αντίκρισα έναν ασυνήθιστο τόπο»
(Σέξτος Εμπειρικός [β’ μισό 2ου–αρχές 3ου αι. μ.Χ.], Προς μαθηματικούς ΧΙ 96, αποδιδόμενος στίχος στον Εμπεδοκλή).
Κάποτε το χάσμα ανάμεσα στην ποίηση και την παρατήρηση, και την επιστήμη που βασίζεται στην παρατήρηση δεν ήταν πάμμεγα. Το υποστηρίζει πειστικά ο Μπέρτολτ Μπρεχτ σε κάποια μικρά άρθρα σκέψεων για την ποιητική τεχνική που τιτλοφορούνται «Από πού έμαθα». Είναι στο υπ’ αριθμόν 7:
«Υπάρχουν δυο αλληλένδετοι λόγοι για τους οποίους αξίζει να μελετήσουμε τα δυο μεγάλα διδακτικά ποιήματα της Λατινικής γλώσσας, τα Γεωργικά του Βιργίλιου και το Περί της φύσεως των πραγμάτων του Λουκρήτιου. Ο ένας είναι πως μας δείχνουν ότι η μεταμόρφωση της φύσης και η αντίληψη του κόσμου μπορούν να εκφραστούν με στίχους· ο άλλος είναι γιατί με τις εξαιρετικές μεταφράσεις των Φος και Κνέμπελ έχουμε έργα που μας προσφέρουν μια θαυμαστή επίγνωση της δικής μας γλώσσας [ΣΕΣ Συμπτωματικά ή όχι, το αυτό ισχύει απολύτως και για τις ελληνικές μεταφράσεις των δυο έργων από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, που τώρα ανεπίτρεπτα απουσιάζουν από την ελληνική βιβλιαγορά—δεν μπορεί να θεωρηθεί παρούσα η κακόζηλη, σχεδόν κακέκτυπη, ανατύπωση των Γεωργικών που κυκλοφορεί ενώ είναι εξαντλημένο το Περί της φύσεως των πραγμάτων. Κυκλοφορούσαν παλιά σε περιποιημένες αλλά ασχολίαστες εκδόσεις από τα «Κείμενα».] […] Μαζί με τον Βιργίλιο, ο μεταφραστής οφείλει να μάθει γεωργία και δομή του στίχου ταυτόχρονα, παράλληλα με την “κόσμια και έντεχνη χρήση της ποιητικής σκευής συνολικά που είναι ικανός να κάνει ο ποιητής”· με δυο λόγια, οι αρχαίοι είχαν σπουδαία αντίληψη της τέχνης και την ασκούσαν σε σπουδαία θέματα».
Το παπούτσι του Εμπεδοκλή γράφτηκε από τον Μπρεχτ περί το 1935 και ανήκει στα ποιήματα των πρώτων χρόνων της φυγής από τη Γερμανία, μετά την πυρπόληση του Ράιχσταγ. Ο Μπρεχτ είναι πάνω και πριν απ’ όλα ποιητής. Στην ποιητική μαγιά για την πλουσιοπάροχη (περίπου 1000 ποιήματα) και κάμποσο παραμερισμένη ποιητική παραγωγή του διασταυρώνονται διαθλάσεις του Βιγιόν, του Γουίτμαν, των επιγραμμάτων της Παλατινής Ανθολογίας, του Ρεμπό, της Βίβλου του Λούθηρου, του Κίπλινγκ, του Οράτιου, του Λουκρήτιου, του μιούζικ χολ, της μπαλάντας του καμπαρέ, της κινέζικης ποιητικής ευαισθησίας και σκέψης όπως μεταφράστηκαν στις ανθολογίες του Άρθουρ Γουέιλι, μα κυριαρχεί μια κοφτερά ιδιόρρυθμη ματιά που επιμένει με δόγμα το «η αλήθεια είναι συγκεκριμένη» να ξεκαθαρίζει και να μεταρρυθμίζει το ποιητικό νόημα και την προοπτική και της παραμικρής λεπτομέρειας στις αρθρώσεις του ποιητικού αλλά και του κοινωνικού και του πολιτικού σώματος . Συχνά καταφεύγει στον πυκνό κόσμο της παραβολής αντλώντας απ’ το ταμείο της κλασικής αρχαιότητας. Ψάχνοντας κανείς βιβλιογραφία ελληνικών μεταφράσεων ποιημάτων του Μπρεχτ διαπιστώνει το απογοητευτικό βιβλιογραφικό κενό που συντηρεί η απουσία σύγχρονης βιβλιογραφίας βιβλιογραφιών αφενός και βιβλιογραφικής ενημέρωσης μετά το Μάιο του 1977 όπου σταματά η Ελληνική Βιβλιογραφία Μπέρτολτ Μπρεχτ του Λάμπρου Μυγδάλη (Εκδόσεις Διαγωνίου αρ. 30, Θεσσαλονίκη 1977) αφετέρου. Ούτε το χωλαίνον Βιβλιονέτ ούτε ασφαλώς η τυφλή σάρωση στο Διαδίκτυο μπορούν να υποκαταστήσουν τα αυτονόητα οφέλη μιας έμπειρης σχολαστικής μα και φωτισμένης βιβλιογράφησης· έρχεται στο νου νοσταλγικά η μια από τις δύο πρώτες ελληνικές βιβλιογραφίες Μπρεχτ, του Νικηφόρου Παπανδρέου στο πολύτιμο βιβλίο του Μπερνάρ Ντορτ, «Ανάγνωση του Μπρεχτ», μεταφρασμένο από την Άννα Φραγκουδάκη, εκδομένο από τον Κέδρο το 1975, εκτός κυκλοφορίας κι αυτό, με τον ευαίσθητο, γόνιμο προβληματισμό του, στο επίμετρο των Σημειώσεων, για την ελληνική απόδοση του βασικού μπρεχτιανού όρου Verfremdung—αποστασιοποίηση (ανώνυμη πατρότητα, από το γαλλικό), αποξένωση (Δ. Μυράτ— ο έλληνας βιογράφος του Μπρεχτ, ο Γιώργος Βελουδής, η Αγγέλα Βερυκοκάκη κ.ά.), ξαναντίκρισμα (ο Τίτος Πατρίκιος στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1961), ανοικείωση (πρόταση με επιφυλάξεις, της μεταφράστριας Α. Φραγκουδάκη), παραξένισμα (ο Πέτρος Μάρκαρης), τέλος, παραξένωση (Γ.Π. Σαββίδης, στο Βήμα, 1973). Παρ’ όλα αυτά, από το 1977 και δώθε προστέθηκαν ο ογκηρός, σχεδόν απειλητικός τόμος των 500 ποιημάτων που μετέφρασε ο Γιώργος Κεντρωτής (και από όπου διέλαθε καταλλήλως το ασύλληπτο και αμετάφραστο μέχρι τότε Το παπούτσι του Εμπεδοκλή), ο ισχνότερος αλλά τα μάλα ερωτικός τόμος μεταφράσεων του Γιώργου Βελουδή (από όπου εξ ορισμού αποκλείεται το ασύλληπτο Παπούτσι), κάποια διάσπαρτα ποιήματα στον περιοδικό τύπο, όπου τέλος, το 2002, το ποίημα εμφανίζεται μεταφρασμένο για πρώτη φορά από την Μαρία Τοπάλη, στο 19ο τεύχος του περιοδικού Ποίηση, μαζί με άλλα οχτώ ποιήματα και ένα επίμετρο με αναφορά στον ποιητικό Μπρεχτ. Θα ακολουθήσει μια ακόμα μετάφραση, αφού προταχθεί μα συμπιληματική φαντασμαγορία που χωρίς να είναι απαραίτητη, ελπίζεται πως εισφέρει αν όχι στη γνώση τουλάχιστον στην ποιητική επίγνωση ενός ακόμη έκκεντρου φευγαλέου τύπου φιλοσοφικής, κοινωνικής, πολιτικής αλληγορίας ανάμεσα σ’ αυτές που τόσο γοήτευαν τον Μπρεχτ.
Το σκοτάδι της σύνθεσης είναι σαν το σκοτάδι της νύχτας—βλέπουμε μόνο ό,τι φωτίζουμε
ΕΛΣ, Γραμμένες ώρες
Θέλει σωματική συμμετρία η ευλογημένη στιγμή όπου όλα γίνονται ανοιχτός συνειρμός και η κάθε λέξη είναι ένα πανόραμα πολιτείας με προοπτική καβαλιέ, σαν τις πολιτείες με τραπουλόχαρτα κτισμένες τα ατελείωτα παλιά απογεύματα στην επιφάνεια του τραπεζιού που τις κοιτά παιδί χαμένο στο χρόνο της ονειροπόλησης με το σαγόνι ακουμπισμένο στο τραπέζι, μυστηριώδεις τέλειες γεωμετρημένες πραγματικές προσόψεις-πετάσματα ή μικροσκοπικά προστατευτικά τέμπλα μιας θέσμιας κοινωνικής ιερουργίας σαν τον παρισινό χάρτη Τιργκό του 18ου αιώνα όπου το κάθε κτίσμα φέρει ακέραιη την περηφάνεια της πρόσοψης ενώ υπαινίσσεται τον ψυχισμό του βάθους του. Είναι λοιπόν στιγμή η στιγμή που σε επισκέπτεται, συμβαίνει μέσα στο χρόνο και έχει διάρκεια ίσαμε τον αριθμό μηδέν. Ίσως λοιπόν έρχεται στην ανακαίνιση που φέρνει η κάθε καινούργια μέρα ίσως πάλι στο χώνεμα της κόπωσης στο σούρουπο όταν το φως σιγολάμπει στην αργή χόβολη της νύχτας που πλησιάζει, ίσως στο μεσημέρι όταν ο χρόνος σε ένα είδος διχόγνωμου παραληρήματος σπάζει στα δυο σαν καθαρό κρύσταλλο ή σαν αχρηστευμένη ιδέα. Δεν υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες γιατί η ιστορία κοιμάται τον αμέριμνο ύπνο του νικητή και οι παρόντες είναι αίμα, σκέψεις—το αίμα γύρω απ’ την καρδιά είναι η σκέψη των ανθρώπων—μέρη, και συντελεστές του συμβάντος. Το παπούτσι του Εμπεδοκλή γεννήθηκε στη σκοτεινή συμμετρία της ώρας και του σώματος στο αβέβαιο περιθώριο μιας αδιάλειπτης θεατρικής κοινωνικής στράτευσης όταν το παιδί κράτησε στα χέρια του στιγμιαία σαν μεγάλος μάγος Πρόσπερος τη μαγική σκοτεινή σφαίρα της εμπειρίας έξαφνα διάφωτη από την αστραπή μιας «σκέψης που περίμενε καιρό να την ξυπνήσει κάποια μέρα η ανάμνηση αυτού που έχει χαθεί και να την μετατρέψει σε αίσθημα». Όπως όλα τα αφηγηματικά ποιήματα ανήκει στον οίστρο της λογικής ή τις ρανίδες συνειδητής ζωής που υπονομεύουν κάποτε και κάνουν να παραπατούν τα όνειρα. Τα σπαράγματα του Θάνατου του Εμπεδοκλή του Χέλντερλιν ή Ο Εμπεδοκλής στην Αίτνα του Μάθιου Άρνολντ είναι εκεί σαν νεκρή σκηνογραφία, σαν παραστάδες τυφλής θύρας μνημειακής εισόδου. Στη σκηνή βρίσκεται η Ποιητική Τέχνη του Οράτιου, ο Βίος και τα επιγράμματα του Διογένη Λαέρτιου, η βρυχώμενη Αίτνα στο απόσπασμα του Λουκρήτιου, τα σπαράγματα των Λόγων του Εμπεδοκλή— κομμάτια ενός σπασμένου καθρέφτη που διασχίζουν σαν αστραπές την αρχαία κλασική γραμματεία—, αόρατο είναι το παρασκήνιο του πλατωνικού και νιτσεϊκού αντίλαλου και των αποτυπώσεων της φυσιογνωμίας του Εμπεδοκλή στον κυκεώνα του Λεξικού του Σουΐδα.
(Συνεχίζεται)