ΠΩΣ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ
Περίληψη προηγουμένων και προειδοποίηση
Θάνατος και αποθέωση του Εμπεδοκλή. Να τελειώνουμε με Το Παπούτσι. Κάτι να προσθέσουμε όμως: Ακόμα και το άσυλο του Θανάτου να μην το σέβεται η ιερόσυλη Αμφιβολία. Η Αλήθεια, αν δεν είναι μια δυσβάστακτη Πανούκλα, είναι ένα πούπουλο στη ράχη του Ανέμου. Κάποτε τη συναντά ένα Πουλί που ψάχνει χνούδια και πούπουλα, μικρά φτερά, ξυλάκια, φύλλα να χτίσει τη Φωλιά του. Με το μικρό του ράμφος την πιάνει απαλά, και αν τα ρεύματα δεν είναι δυνατά, στο μικρό αρχινισμένο κιόλας σπίτι του τη φέρνει. Εκεί την ακουμπά και αυτή χάνεται μέσα στην αξεδιάλυτη σοφία και δύναμη των υλικών που χτίζουνε ένα σπίτι με μία μονοκοντυλιά.
Για το θάνατό του υπάρχουν πολλές εκδοχές –διάφορος λόγος. Ο Ηρακλείδης αφηγείται την ιστορία της άπνου και πώς έγινε διάσημος ο Εμπεδοκλής επειδή ξεπροβόδισε την νεκράν άνθρωπον ζώσαν. Μετά πρόσφερε θυσία στο χωράφι του Πεισιάνακτα εκεί κοντά. Μερικοί φίλοι είχαν προσκληθεί στη θυσία. Ανάμεσά τους και ο Παυσανίας. Μετά την ευωχία η συντροφιά σκόρπισε ν΄ αναπαυτεί, άλλοι κάτω απ’ τα δέντρα, στο διπλανό αγρό, άλλοι όπου να’ ναι. Ο Εμπεδοκλής έμεινε εκεί που ήταν, μισοξαπλωμένος δίπλα στο τραπέζι. Με το ξημέρωμα ξύπνησαν όλοι μα ο Εμπεδοκλής έλειπε. Έψαξαν και ρώτησαν τους υπηρέτες που είπαν πως δεν ήξεραν πού είναι. Τότε κάποιος είπε πως τα μεσάνυχτα είχε ακούσει μια πολύ δυνατή φωνή να καλεί τον Εμπεδοκλή. Όταν σηκώθηκε, είδε ένα φως στον ουρανό και λάμψεις σαν αστραπή. Τίποτα άλλο. Όλοι οι παριστάμενοι έμειναν έκπληκτοι κι ο Παυσανίας έστειλε ανθρώπους να ψάξουν για τον Εμπεδοκλή. Αργότερα ζήτησε να σταματήσουν να ψάχνουν γιατί είχαν συμβεί πράγματα άξια προσευχής και πως έπρεπε να προσφέρουν θυσία στον Εμπεδοκλή σαν να είχε γίνει θεός. Ο Έρμιππος λέει πως ο Εμπεδοκλής θεράπευσε την Πάνθεια που οι γιατροί την είχαν ξεγράψει και γι’ αυτό πρόσφερε θυσία στους θεούς, και οι καλεσμένοι ήταν ογδόντα. Ο Ιππόβοτος λέει πως σηκώθηκε και πορεύτηκε προς την Αίτνα. Φτάνοντας στους κρατήρες της φωτιάς πήδησε μέσα και χάθηκε, επειδή ήθελε να επιβεβαιώσει τη φήμη πως είχε γίνει θεός. Ύστερα όμως μαθεύτηκε τι συνέβη καθώς ένα από τα πέδιλά του, που τα φορούσε μπρούντζινα, πετάχτηκε έξω από το ηφαίστειο. Ο Παυσανίας με όλα τούτα διαφωνεί. Και αναφέρει πως κάποτε έπεσε επιδημία στη Σελινούντα από τη βρώμα του ποταμού και ο Εμπεδοκλής έσωσε τους Σελινούντιους ενώνοντας με δικά του έξοδα δυο ποτάμια. Εκεί δίπλα στο ποτάμι, μέσα στο πανηγύρι παρουσιάστηκε έξαφνα ο Εμπεδοκλής και οι Σελινούντιοι άρχισαν να τον προσκυνούν και να προσεύχονται σα να ήταν θεός. Επειδή λοιπόν ήθελε να επαληθεύσει την εντύπωση αυτή, γι’ αυτό πήδησε μέσα στο ηφαίστειο. Ο Τίμαιος όμως λέει πως έφυγε για την Πελοπόννησο απ’ όπου δεν ξαναγύρισε, γι’ αυτό και κανείς δεν ξέρει πότε πέθανε. Επιπλέον ο Πεισιάναξ ήταν Συρακούσιος και ούτε χωράφι είχε στον Ακράγαντα, και πώς δεν έστησε κανένα μνημείο ή ναΐσκο ο Παυσανίας στο θεό Εμπεδοκλή, -άρα πέθανε στην Πελοπόννησο. Ο Ιππόβοτος όμως λέει πως υπήρχε παλιά ανδριάντας του στον Ακράγαντα και ακόμα και στα χρόνια του Διογένη Λαέρτιου υπήρχαν προσωπογραφίες του Εμπεδοκλή παντού. Ο Φαβωρίνος αναφέρει πως ο Εμπεδοκλής έπεσε από μια άμαξα πηγαίνοντας σε γιορτή στη Μεσσήνη, κι έσπασε το μηρό του. Μετά απ’ αυτό αρρώστησε και πέθανε 77 χρονών. Ο τάφος του βρίσκεται στα Μέγαρα. Ο Αριστοτέλης όμως λέει πως πέθανε στα εξήντα. Άλλοι, στα εκατόν εννιά. Άκμασε στην εκατοστή ένατη Ολυμπιάδα (444/1 π.Χ.). Ο Δημήτριος ο Τροιζήνιος λέει πως κρεμάστηκε παραφράζοντας την αυτοκτονία της Επικάστης, της μάνας του Οιδίποδα στο λ 278 της Οδύσσειας: αφού έδεσε τέλεια θηλειά στην ψηλή κρανιά, / κρεμάστηκε απ’ το λαιμό, κι έτσι η ψυχή του κατέβηκε στον Άδη. Εκείνος ο Τηλαύγης πάλι λέει πως γλίστρησε απ’ τα γεράματα στη θάλασσα και πέθανε. Και ταύτα μεν περί του θανάτου και τοσαύτα.
Το παπούτσι του Εμπεδοκλή
Μπέρτολτ Μπρεχτ (1935)
1.
Όταν ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος
Κάποτε κέρδισε το σέβας των συμπολιτών του και μαζί
Τα βάσανα των γερατειών
Αποφάσισε να πεθάνει. Μα καθώς αγαπούσε
Έναν δυο ανθρώπους, που με τη σειρά τους τον αγαπούσαν,
Δε θέλησε μπροστά τους να αφανιστεί, αλλά μάλλον
Άφαντος να γίνει.
Τους κάλεσε σε μια εκδρομή, όχι όλους,
Άφησε απ’ έξω έναν δυο, έτσι που στην επιλογή
Και στο όλο εγχείρημα
Να παίξει κάποιο ρόλο και η τύχη.
Ανέβηκαν στην Αίτνα.
Η δυσκολία της ανάβασης
Επέβαλε σιωπή. Κανένας τους
Δεν αποζήτησε σοφές κουβέντες. Στην κορφή
Στάθηκαν να ξελαχανιάσουν, ν’ ασχοληθούν
Με τη θέα, χαρούμενοι που έφτασαν στο σκοπό.
Απαρατήρητος ο δάσκαλος τους άφησε.
Σαν ξανάρχισαν να κουβεντιάζουν, στην αρχή
Δεν παρατήρησαν τίποτα, μόνο αργότερα
Εδώ κι εκεί τους έλειπε καμιά λέξη και άρχισαν να τον ψάχνουν.
Μα ετούτος είχε κιόλας από πολλή ώρα φτάσει στον κρατήρα,
Χωρίς να πολυβιάζεται. Στάθηκε μια φορά και άκουσε
Πόσο απόμακρα πέρα απ’ τον κρατήρα
Αντηχούσαν ξανά οι ομιλίες. Οι λέξεις
Δεν ξεχώριζαν: ο θάνατος είχε αρχίσει.
Καθώς στεκόταν στον κρατήρα,
Με το πρόσωπο αποστραμμένο, μη θέλοντας πια να μάθει κι άλλα
Απ’ όσα δεν τον ένοιαζαν, έσκυψε αργά ο γέροντας,
Προσεχτικά έβγαλε το ένα του παπούτσι, και χαμογελώντας
Το ’σπρωξε παράμερα, ώστε να μη βρεθεί πολύ γρήγορα,
Αλλά ωστόσο στην ώρα του, με άλλους λόγους,
Προτού σαπίσει. Και μόνο τότε κατευθύνθηκε
Προς τον κρατήρα. Όταν οι φίλοι του
Επέστρεψαν χωρίς αυτόν, αφού τον έψαξαν
Και τον ξαναέψαξαν,
Σιγά σιγά μέσα στις επόμενες βδομάδες και τους μήνες
Άρχισε ο θάνατός του, όπως το είχε επιθυμήσει. Κάποιοι
Ακόμα τον περίμεναν, άλλοι
Τον είχαν πια για πεθαμένο. Κάποιοι φύλαγαν τις ερωτήσεις τους,
Περιμένοντάς τον να επιστρέψει, άλλοι έψαχναν κιόλας
Απαντήσεις μοναχοί τους. Σιγά σιγά όπως τα σύννεφα
Που φεύγουν απ’ τον ουρανό, απαράλλαχτα, μοναχά μικραίνοντας,
Όλο και πιο ανάλαφρα, όσο δεν τα ξανακοιτάς, πιο μακρινά,
Σαν τα ξαναζητάς, χαμένα ίσως κιόλας μέσα σε άλλα,
Έτσι ξεμάκρυνε απ’ τις συνήθειές τους,
Συνηθισμένα.
Τότε φούντωσε μια φήμη.
Αδύνατο να πέθανε, καθότι ήταν αθάνατος, έλεγαν.
Μυστήριο τον τύλιξε. Εθεωρήθη δυνατό
Πως κατιτί υπερφυσικό την πορεία εξέτρεψε των ανθρωπίνων
Δια το άτομόν του, παρόμοια ακούστηκαν μπλαμπλά.
Μα να που με τα πολλά βρέθηκε το παπούτσι του, δερμάτινο,
Χειροπιαστό, από το φόρεμα φθαρμένο, γήινο! Για εκείνους αφημένο που,
Σα δε βλέπουν, αμέσως αρχίζουν να πιστεύουν.
Οι στερνές οι μέρες του
Ανθρώπινες ξαναγινήκαν. Πέθανε όπως και οι άλλοι πεθαμένοι.
2.
Κάποιοι μπορεί να περιγράφουνε τα γεγονότα
Αλλιώς: τούτος ο Εμπεδοκλής
Στ΄ αλήθεια θέλησε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του λατρεία θεϊκή,
Και με μια εξαφάνιση κρυφή, ένα πανούργο αμάρτυρο
Πήδημα μέσα στην Αίτνα, να θεμελιώσει ένα θρύλο
Πως τάχα δεν ήταν από ανθρώπινη μαγιά, ούτε υπάκουε
Στης αποσύνθεσης τους νόμους. Και πάνω εκεί
Το παπούτσι του τον πρόδωσε πέφτοντας στα χέρια των ανθρώπων.
(Στ’ αλήθεια, υποστηρίζουν μερικοί, ο ίδιος ο κρατήρας
Οργισμένος με την τέτοια υπόθεση, στα ίσα ξέρασε
Το παπούτσι του διεφθαρμένου.) Όμως εμείς μάλλον ας πιστέψουμε πως
Αν πράγματι δεν έβγαλε το παπούτσι του, θα είχε το πιθανότερο
Απλώς την ανοησία μας λησμονήσει, και δεν θ’ αναλογίστηκε πόσο προτρέχουμε να κάνουμε
Σκοτεινότερα τα σκοτεινά και τον παραλογισμό να προτιμούμε
Να πιστεύουμε παρά να αναζητούμε μια στέρεη αιτία. Και τελοσπάντων
Το βουνό στα σίγουρα δεν εξοργίστηκε με τέτοια απροσεξία ή επειδή
Πίστεψε πως ο άνθρωπος πήγε να μας εξαπατήσει και
Σα θεό να τον λατρέψουμε
–Καθότι το βουνό δεν πιστεύει τίποτα και ούτε νοιάζεται για μας-
Παρά μονάχα φτύνοντας φωτιά όπως πάντοτε έκανε, μας ξέρασε το
Παπούτσι, κι έτσι, εκεί που οι μαθητές παιδεύονταν να οσφραίνονται
Μυστήρια, και να εμβαθύνουν μεταφυσικά, πράγματι εξαιρετικά
Απασχολημένοι,
Άξαφνα περιέπεσαν σε πλήρη σύγχυση στα χέρια τους κρατώντας το
Παπούτσι του Δασκάλου, το χειροπιαστό παπούτσι,
Το φορεμένο, το δερμάτινο, το γήινο.