3
Περίληψη προηγουμένων
«Ο Όμηρος δεν είχε σπίτι / κι ο Ντάντε αναγκάστηκε ν’ αφήσει το δικό του. / Ο Λι Πο κι ο Του Φου περιπλανήθηκαν / μες στους εμφύλιους πολέμους / που καταβρόχθισαν τριάντα εκατομμύρια ανθρώπους. / Τον Ευριπίδη απειλούσαν με δίκες, / και του Σέξπιρ, πεθαίνοντας, / του βούλωσαν το στόμα. / Τον Φρανσουά Βιγιόν δεν τον αναζητούσε / μόνο η Μούσα μα και η αστυνομία. / Αυτός, που αποκαλούσανε “αγαπημένο”, / ο Λουκρήτιος, πήγε στην εξορία, / κι ο Χάινε το ίδιο, έτσι κι ο Μπρεχτ / κατέφυγε κάτω από μια δανέζικη / αχυροσκεπή» / ( Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ο ξενιτεμός των ποιητών»[Die Auswanderung der Dichter], μεταφρασμένο από τον Δημήτρη Μυράτ). Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ σύνθεσε το ποίημα με τίτλο Το Παπούτσι του Εμπεδοκλή γύρω στο 1935. Είναι ένα από τα ποιήματα της εξορίας και η εξορία είναι η αποχρώσα συνθήκη του ποιήματος. Μαζί με τη ζωντανή παρουσία της Ιστορίας και τη «συγκεκριμένη αλήθεια», τη «χειροπιαστή αλήθεια» της ζωής και της ποίησης είναι το εξωτερικό και το εσωτερικό ψυχικό περιβάλλον του· ο διδακτισμός και η πεζολογία του είναι η θωράκιση τού πυρηνικού, λυρικού και πολιτικά ιδιόρρυθμου, αναρχισμού του —το περίτεχνα πλουμιστό μηχανικό αηδόνι του Αυτοκράτορα που αντίς κελαηδισμούς συλλαβίζει γνωμικά και κανόνες ζωής από μια οικογενειακή σύνοψη χρηστομάθειας. Έτσι κι αλλιώς ο καιρός είναι άσχημος για λυρισμό: « Γιατί… μιλάω μόνο για τη σαραντάρα χωριάτισσα / που περπατάει διπλωμένη στα δυο /[…]μια ρίμα στους στίχους μου / θα μου φαίνονταν υπεροψία. / Παλεύουν μέσα μου / ο ενθουσιασμός για μια μηλιά ανθισμένη / κ’ η φρίκη για τους λόγους που βγάζει ο Μπογιατζής. / Αλλά μόνο το δεύτερο / με σπρώχνει στο γραφείο /» (Schlechte Zeit für Lyrik). Ο καιρός είναι καιρός για ποιητικές νεκροφιλίες, ή έστω νέκυιες· καιρός για συνομιλίες με ψυχές στον Άδη των πεθαμένων ποιητών που αν υπήρξαν εξόριστοι στη ζωή, τουλάχιστον δεν γνώρισαν την έσχατη, οριστική εξορία της λησμονιάς των έργων τους—αυτήν που τρέμει ο επισκέπτης και τον κάνει να χλομιάζει από το φόβο στην «Επίσκεψη σε εξόριστους ποιητές» (Besuch bei den verbannten Dichtern): τους επισκέπτεται κατ’ όναρ, κατοικούν δίπλα στους εξόριστους δασκάλους, τον υποδέχεται ο πρωτομάστορας της εξορίας Οβίδιος, συναντάει πολλούς, τον ξεναγεί ο Δάντης που τον οδηγεί στη φοβερή γωνιά των λησμονημένων που δεν αφανίστηκαν μόνο τα κορμιά τους μα και τα έργα τους. Κατά τις παραδόσεις που αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος στους «Βίους των φιλοσόφων» η ποιητική γεννήτρια της εξορίας συμπεριλαμβάνει και το θρυλικό προσωπείο του Εμπεδοκλή. Μπορεί και να πέθανε εξόριστος στην Πελοπόννησο. Μα το ποίημα του Μπρεχτ μαγνητίζεται από την υποτιθέμενη αυτοκτονία του κοσμολόγου παντεπιστήμονα ποιητή στην Αίτνα.
Σαν προειδοποίηση της τροπής που μπορεί να πάρει η εκτροπή ενός παπουτσιού
«Όσο για μένα, έχω την παράξενη κι επικίνδυνη μανία να θέλω, για κάθε ζήτημα, ν’ αρχίζω απ’ την αρχή (δηλαδή απ’ τη δική μου ατομική αρχή), που σημαίνει να ξαναρχίζω, να ξανακάνω έναν ολόκληρο δρόμο, σα να μην τον είχαν ήδη χαράξει και διατρέξει τόσοι άλλοι… Αυτός ο δρόμος είναι ο δρόμος που μας προσφέρει ή που μας επιβάλλει η γλώσσα… […] Αλλά κρίνω πως είναι πιο λυσιτελές να αφηγηθεί κανείς ό,τι έχει ο ίδιος αισθανθεί, παρά να προσποιηθεί μια γνώση ανεξάρτητη από πρόσωπα και μια παρατήρηση χωρίς παρατηρητή. Στ’ αλήθεια, δεν υπάρχει θεωρία που να μην είναι προσεχτικά φροντισμένο, απόσπασμα αυτοβιογραφίας.» ΠΟΛ ΒΑΛΕΡΙ, Ποίηση και αφηρημένη σκέψη. Διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, The Zaharoff Lecture for 1939, At the Clarendon Press, Oxford 1939.
3.1 Στράβωνος Γεωγραφικά VI 2.8
Κάποιοι που ανέβηκαν τώρα τελευταία στην Αίτνα, μας διηγήθηκαν πως βρήκαν στην κορφή ένα ίσιωμα με περίμετρο ίσαμε είκοσι στάδια, περίκλειστο με ένα φρύδι τέφρας ψηλό σαν τοίχος κτιρίου, ώστε όσοι θέλουν να προχωρήσουν να είναι αναγκασμένοι να πηδήσουν από ψηλά στο ίσιωμα. Στη μέση είδαν ένα ύψωμα, τεφρό στο χρώμα, όπως και η επιφάνεια του ισιώματος, και πάνω από το ύψωμα ορθώνονταν κατακόρυφα ένα σύννεφο ακίνητο σε ένα ύψος ίσαμε διακόσιους πόδες (είχε άπνοια εκείνη την ώρα)· έμοιαζε με καπνό. Δυο από τους ορειβάτες αποτόλμησαν να προχωρήσουν στο ίσιωμα, μα καθώς η άμμος κάτω απ’ τα πόδια τους γίνονταν όλο και πιο ζεστή και βυθίζονταν όλο και πιο βαθιά σ’ αυτήν, έκαναν στροφή κι επέστρεψαν χωρίς να μπορούν να πουν τίποτα περισσότερο από εκείνους που παρατηρούσαν από μακριά. Πάντως από την εικόνα αυτή, σχημάτισαν τη γνώμη πως πολλοί είναι οι μύθοι που ακούγονται και μάλιστα όσα λέγονται για τον Εμπεδοκλή, ότι πήδησε μέσα στον κρατήρα και άφησε ίχνος του παθήματος το ένα από τα χάλκινα πέδιλα που φορούσε, που βρέθηκε τάχα λίγο πιο πέρα από το χείλος του κρατήρα, σαν να το τίναξε η δύναμη της λάβας· ούτε προσιτό είναι το μέρος ούτε ορατό ούτε και είναι πιθανό να μπορεί κάτι να πεταχτεί εκεί μέσα εξαιτίας του αντίθετου ρεύματος των ατμών που τινάζονται από τα βάθη και εξαιτίας της θερμότητας που είναι εύλογο να προαπαντά κανείς πολύ πριν πλησιάσει στο χείλος του κρατήρα· κι ακόμα κι αν κάτι κατάφερνε να πέσει μέσα, θα καταστρέφονταν προτού ξαναπεταχτεί έξω, όποια μορφή κι αν είχε προτού να πέσει μέσα. Ακόμα κι αν δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε πως η δύναμη των ατμών και της φωτιάς κατά καιρούς μειώνεται καθώς διαλείπει η καύσιμη ύλη, και πάλι αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορέσει άνθρωπος να πλησιάσει τον κρατήρα κόντρα σε τόσο μεγάλη επιβολή αντίθετης δύναμης.
3.2
Στον κυκεώνα του Σουΐδα και των τεκμηρίων, στο Βίο του Διογένη Λαέρτιου, με τα λόγια άλλων ή τα δικά του
Πυθαγορικός και εμψύχων αμπεχόμενος—από τον Ακράγαντα, μαθητής του Πυθαγόρα και δεν έτρωγε τα έμψυχα· όταν νίκησε στους Ολυμπιακούς αγώνες έπλασε ένα ομοίωμα βοδιού από λιβάνι, σμύρνα και πολυτελή αρώματα και το μοίρασε σε όσους απαντούσε στη γιορτή. Καταδίκαζε τις αιματηρές θυσίες. Μοίρασε προίκα στα φτωχά κορίτσια. Δίδαξε στην Αθήνα και σύνθεσε ένα σκωπτικό επίγραμμα για τον Άκρωνα, γιατρό απ’ τον Ακράγαντα: άκρον ιατρόν Άκρων’, Ακραγαντίνον, πατρός άκρου, κρύπτει κρημνός άκρος πατρίδος ακροτάτης· μερικοί λένε πως το έγραψε ο Σιμωνίδης. Φορούσε χρυσό στεφάνι στο κεφάλι και μπρούτζινες αμύκλες στα πόδια και ταινίες Δελφικές στα χέρια κι έτσι περιδιάβαζε στις πόλεις για να τον νομίσουν όλοι θεό. Αυτός που πήδησε νύχτα μέσα στον πύρινο κρατήρα της Αίτνας για να εξαφανιστεί το σώμα του, αλλά ξεβράστηκε το σαντάλι του. Τον έλεγαν Κωλυσανέμα γιατί ήταν αλεξάνεμος και ανεμοστάτης και έδιωξε τους πολλούς ανέμους που χτυπούσαν τον Ακράγαντα περιζώνοντας την πόλη με τομάρια γαϊδουριών. Λένε πως διηγήθηκε στον φίλο του, τον εραστή και μαθητή του, τον Παυσανία για τον Άπνου. Είπε πως ο Άπνους ήταν κάποιος που δεν ανάσαινε κι έμεινε νηστικός τριάντα μέρες. Ήταν και μάγος ο Εμπεδοκλής. Και λέει για τον εαυτό του: Εσύ φίλε που μ’ ακούς θα μάθεις και τα φάρμακα που προστατεύουν απ’ τα κακά κι απ’ τα γεράματα, γιατί μόνο για σένα θα τα πω όλ’ αυτά. Και θα μπορείς να παύεις τη μανία των ακάματων ανέμων που σηκώνονται πάνω στη γη και με την πνοή τους ερημώνουν τους αγρούς· και πάλι αν θέλεις, θα αντιστρέφεις τους ανέμους· και από τη μαύρη νεροποντή να φέρνεις στην ώρα της την ξηρασία, και από την καλοκαιρινή ξηρασία να φέρνεις βροχές από τον ουρανό που θρέφουν τα δέντρα, κι από τον Άδη να φέρνεις τη δύναμη νεκρού ανθρώπου. Ανάστησε άνθρωπο. ‘Ισως και μία νεκρά άνθρωπο να ξεπροβόδισε ζωντανή. Την Άπνου. Λέει ακόμα: σα θεός αθάνατος και όχι σα θνητός ζω ανάμεσά σας· όταν μπαίνω στις θαλερές πολιτείες, στολισμένος με ταινίες και ολάνθιστα στεφάνια, άντρες και γυναίκες με δοξάζουν και μ’ ακολουθούν αμέτρητοι, ρωτώντας με λαχτάρα πού βρίσκεται το μονοπάτι του κέρδους, άλλοι γιατί χρειάζονται χρησμούς κι άλλοι για αρρώστιες κάθε είδους, καθηλωμένοι σε αβάσταχτους πόνους ρωτώντας ν΄ ακούσουν τον λόγο που θεραπεύει την αρρώστια. Τον Εμπεδοκλή, τον Πυθαγόρα και τον Δημόκριτο, μόλο που σχετίστηκαν με μάγους και είπαν λόγια θεϊκά πολλά και θαυμαστά, ποτέ δεν τους κέρδισε η μαγεία. Ήταν σοφοί. Αυτός ο άνθρωπος, ο Αρχύτας, ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος, που έσωσε τον Πλάτωνα απ’ τα φονικά χέρια του τύραννου Διονύσιου, ήταν σίγουρα δάσκαλος του Εμπεδοκλή. Όπως ο Αλέξανδρος και ο Αλκιβιάδης και οι λοιποί, γενναιόδωρος στα συμπόσια ο Εμπεδοκλής. Ίσως είπε «Δις παίδες οι γέροντες» για όσους μοιάζουν να ξεμωραίνονται στα γεράματα. …Εμπεδοκλής Κωλυσανέμας. Ίσως έγραψε αυτός, ή ένας εγγονός του, 24 τραγωδίες. Μπορεί και λιγότερες. Χάθηκαν. Επινόησε τη ρητορική. Έγραψε ποίημα πολύστιχο, 5000 ή 2000 στίχους. Και εξακόσιους. Χάθηκε. Το έκαψε η αδελφή του ή η κόρη του. Ένα μέρος χωρίς να το θέλει. Ένα άλλο μέρος γιατί ήταν μισοτελειωμένο. Αβρουκάλης, στα αραβικά. Ήταν Ομηρικός και δεινότατος στη φράση, στη μεταφορά και σ’ όλα τα ποιητικά μέσα. Μεταφορικότατος.
(Συνεχίζεται)