Λούκα Σινιορέλι, Ο Εμπεδοκλής επισκοπών το Σύμπαν, Καθεδρικός του Ορβιέτο
Για το παπούτσι του Εμπεδοκλή-2
18-04-2019

2

Περίληψη προηγουμένου

Ποιος θα τολμήσει να την ονομάσει ή να τη μεταονομάσει; Αυτή που το γένος της στη γλώσσα που μιλάμε δεν το αμφισβήτησε ποτέ κανείς;  Αυτή που αθόρυβη σαν το πέταγμα της κουκουβάγιας, σαν την κοφτερή λεπίδα του βλέμματός της, σαν την άγνωστη μουσική που κρούει ο νυχτερινός αέρας στις άρπες των αρχαίων ενστίκτων της, γέννημα τού τίποτα αναδύεται απ’ το τίποτα και κάνει το τίποτα να υπάρξει, έρχεται kräftig ή ruhig bewegt, nicht zu schnell, με δύναμη, ήσυχα αλλά με δύναμη και χωρίς βιάση, σαν το Πρώτο Μέρος της Πρώτης Συμφωνίας του Γκούσταβ Μάλερ, ή το Τέταρτο Μέρος  της Τέταρτης Συμφωνίας του Άντον Μπρούκνερ, σαν πλημμύρα ή κατακλυσμός, ή  σαν βαρύς μαύρος πάγκος βροχής στη βάση του ορίζοντα, ή  τη μεγάλη νικηφόρα σαμοθράκη στην κορφή της ουρανόφορης πλατιάς σκάλας, με τα φτερά της ορθάνοιχτα περήφανη και δυνατή σαν χίλιοι μυριόκοσμοι, σαν την πυκνότερη αδιαπέραστη μονοκόμματη ύλη,  να ακουμπήσει τη δύναμή της  σαν μετέωρο κατακρήμνισμα  ξαφνικής ανθοφορίας στα πόδια σου, στα πόδια μου, ή στα δάχτυλά των χεριών  μας,  εκεί όπου πλάθονται οι μορφές των πραγμάτων και κυκλοφορεί το αίμα των σκέψεων, εκεί που το ποίημα του Εμπεδοκλή σαγηνευμένο απ’ τον μυρωμένο καπνό που βύζαινε λαίμαργα με την άκρη των χειλιών του ο Μπέρτολτ Μπρεχτ γύρισε σε περίσκεπτη αποκοτιά ασεβούς ελευθερίας κόντρα στα πρωτοπαθή πανάρχαια δεινά της ποιητικής εξορίας; : «Μου λες να διασκεδάσω τούτες τις πικρές μέρες με το γράψιμο / να σταματήσω το σάπισμα του μυαλού μου απ’ την αεργία. / Δύσκολη συμβουλή, φίλε μου: τα ποιήματα είναι γεννήματα ευτυχίας, θέλουν γαλήνιο πνεύμα /— μα τη δική μου μοίρα  τη συνταράζουν λαίλαπες αντίξοες, τίποτα πιο άθλιο δε βρίσκεται απ’ όσα υπομένω. / Ο Πρίαμος, λες, πρέπει να χαροκοπάει που μόλις έθαψε τους γιούς του, / ή η Νιόβη, η κατακαημένη, να σέρνει με κέφι το χορό. / […] Να θλίβομαι πρέπει ή να συνθέτω ποιήματα; / Μη μου μιλάς για το Σωκράτη / και το μέγα σθένος  του στη δίκη,  / ακόμα και η σοφία συντρίβεται απ’ το βάρος τόσο ολέθριας συμφοράς / και η θεϊκή οργή ξεπερνάει τη δύναμη του ανθρώπου— / στη θέση μου (ακόμα κι αν τον κήρυξε σοφό ο ίδιος ο Απόλλωνας!) / ούτε ένα έργο και μοναδικό δε θα κατάφερνε να γράψει ο γεροντάκος! /» (Οβίδιος, Τα λυπητερά, V 1-15)

 

Με άλλα, με δυο, λόγια, πώς αναπιάνει το προζύμι του ποιήματος στην εξορία,  μέσα στο αβέβαιο δοχείο της αλήθειας,  με το ζυμάρι  της αβέβαιης μαρτυρίας για  μια θρυλική  μορφή θρυμματισμένη σε ύποπτα παραπληρώματα  γριάς γραμματείας εικοσιπέντε αιώνων. Άμεσες  απαντήσεις δεν υπάρχουν. Αναφέρθηκαν στο προηγούμενο μερικά πρώτα πραγματολογικά στοιχεία για τη σύνθεση του ποιήματος του Μπέρτολτ Μπρεχτ με τίτλο «Το παπούτσι του Εμπεδοκλή». Μπορεί να μην είναι αρκετά, μα ποτέ δεν είναι αρκετές οι πληροφορίες για ένα ποίημα. Το ποίημα υπερβαίνει τα τοποχρονικά στοιχεία της γέννησής του, ή τα παρακάμπτει με έμφυτη πονηρία. Συμμαχεί με τις συμπτώσεις σε βαθμό που να καταδέχεται να είναι αποτέλεσμα συμπτώσεων. Διατηρεί το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και, ακόμα και στις πιο αυστηρές μορφές, τη μάταιη πολυτέλεια, τη στοχαστική δεξιοτεχνία, το διακοσμητικό  όργιο, την οργανική ανάγκη , την αντιβάσκανη πρόνοια της περιγελαστικής τερατόμορφης υδρορρόης—τα περισσεύματα της γλωσσικής συνείδησης αποστραγγίζονται με επιδεικτικούς μουσικούς κανόνες προς όφελος των ατόμων και των κοινωνιών. Τα παραθέματα που ακολουθούν, άλλα ατόφια και άλλα σε συμπιλητικό  συμμάζεμα, δεν ξεκινούν από τη συστηματική πρόθεση των «δελτίων για ένα ποίημα» ή του «υλικού για την επεξεργασία ενός ποιήματος» εκείνης της απόμακρης— και προσώρας εκφυλισμένης σε σλόγκαν πάουερ πόιντ—  αλλά τόσο δαιμόνια τελεσφόρας πραγματολογικής πολιορκίας της φυλογένεσης ποιημάτων από τον Ξ.Α. Κοκόλη (αρχικά στα Πρακτικά του σεμιναρίου «Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση», Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη, 1978, στη συνέχεια στα «Σεφερικά 1», Ίκαρος, Αθήνα 1982, και εν τέλει στα «Σεφερικά μιας εικοσαετίας», Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993—με ελάχιστη επιφύλαξη, κανένα από τα τρία βιβλία δεν κυκλοφορεί πια).  Ξεκινούν πάντως από τη δυνατή λαχτάρα της αναγνώρισης της οργανικής ζωής του ποιητικού κειμένου, δηλαδή της ποιητικής συμμόρφωσής  του,  που δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της πρόσληψης διάχυτων θρεπτικών συστατικών και ορισμένης χωροχρονικής  παραμονής σε  κατάλληλες συνθήκες στο περιβάλλον της μνήμης. Το περιβάλλον της μνήμης του «Παπουτσιού του Εμπεδοκλή» είναι καθαρά φιλολογικό. Και από ένα παρόμοιο «χάρτινο» περιβάλλον, έναν κρυφό βιβλιολογικό τόπο σε ράφια βιβλιοθήκης,  μόνο ένας «Αλεξανδρινός», ιστορικοφανής  (για τα καθ’ ημάς καβαφοπρεπής) ηλεκτρικός ποιητικός σπινθήρας θα μπορούσε να ανάψει, να λαμπαδιάσει, να φουντώσει με τους ανέμους της ευαισθησίας και να χειραγωγηθεί με τη νεροποντή της λογικής.   Το υλικό επιβάλλει τη δική του οργανοληπτική διαδικασία αισθητήριας γνώσης, την κιναισθητικά μυστηριώδη συνηχητική ταύτιση που οδήγησε τη γλύπτρια Ναταλία Μελά από τη «χάρτινη» άμορφη, «άσχημη» γνώση της μορφής του Εμπεδοκλή στη στερεομετρική, «ολόγλυφη» (όπως τη χαρακτήριζε η ίδια. Βλ. Ναταλία Μελά, Τα χάρτινα, Πρόλογος του Αλέκου Λεβίδη στην ομώνυμη έκθεση της Γκαλερί Σκουφά 4, το Νοέμβριο 2012), μορφή από κομμένο χαρτί (ύψος 58 εκ. Χ πλάτος 38 Χ μήκος 33), μια εκπληκτική αφαιρετική εστεμμένη εκδοχή μυθικού ρεαλισμού από πορφύρα και  χρυσάφι που αντιλαλεί με μαγική λογιοσύνη στις αισθήσεις του παρατηρητή προτού χρειαστεί το μαξιλάρι της γνώσης. Αν τον προικίσουμε και με  την πρακτική πολιτική πονηρία του Μπέρτολτ Μπρεχτ, έχουμε μπροστά μας τον Εμπεδοκλή του «Παπουτσιού» στο πύρινο τοπίο της Αίτνας.       

Ναταλία Μελά, Εμπεδοκλής. Χάρτινο «ολόγλυφο», υ58Χπ38Χμ33 εκ.

 

 

2.1 

Ο Εμπεδοκλής του Οράτιου                                           (Ποιητική Τέχνη, 453-467)

«Όπως όποιον τον βασανίζει ψώρα κακιά ή  χρυσή, / ή μανίας πλάνη θεόληπτη κι ακράτητος σεληνιασμός της χολωμένης Άρτεμης / έτσι και τον μανικό ποιητή φοβούνται να τον αγγίξουν και τον αποφεύγουν / οι φρόνιμοι· τον προγκίζουν τα παιδιά και τον ακολουθούν οι μωροί. / Ετούτος, σαν κορδωμένος γάλος  περιφέρεται και ρεύεται στίχους. / Αν σαν πουλολόγος που το μυαλό του είναι στα κοτσύφια, πέσει / σε λάκκο ή σε πηγάδι, και ν’ ακουστεί η φωνή του μακριά / «βοήθεια, πατριώτες» να φωνάζει, κανείς δε θα νοιαστεί να τον τραβήξει. / Και να νοιαστεί κάποιος να τον συντρέξει  και να του ρίξει ένα σκοινί, / «πώς ξέρεις αν επίτηδες δεν έπεσε κι αν θέλει να σωθεί;» / θα του ‘λεγα, και το χαμό του Σικελιώτη ποιητή  / θα του αφηγηθώ: καθώς με τους αθάνατους θεούς  / επιθυμούσε ο Εμπεδοκλής να καταλέγεται,  / ψύχραιμα μες στη φωτιά της Αίτνας πήδησε. / Ας έχουν το δικαίωμα όπως τους αρέσει να πεθαίνουν οι ποιητές· / Αν σώζεις κάποιον με το ζόρι, τον σκοτώνεις./

 

2.2

Ο Εμπεδοκλής του Λουκρήτιου (De rerum natura, I 714 κ.έ. μτφρ Κωνσταντίνου Θεοτόκη)

[…] κι’ αυτούς που δέχονται πως δύνονται τα πάντα / Να γένουν από τέσσερα στοιχεία  ανακατωμένα: / Απ’ τον αγέρα, τη φωτιά, το χώμα και τη νότια, / Που πρώτος τους ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος είνε. / Εκείνον μέσα στους γιαλούς της τρίγωνης της γης του / Ένα νησί τον γέννησε, που ολόγυρά του ρέει / Το Ιονικό το πέλαγο στες απλωτές καμπύλες, / Και μ’ άρμη απ’ το γαλάζιο του το κύμα το ραντίζει, / Και τους γιαλούς του απ’ τους γιαλούς της γης της Ιταλίας, / Ορμητική, σ’ ένα  στενό κανάλι, κυματώντας / Τους ξεχωρίζει η θάλασσα, κ’ εκεί είνε η τρισμέγαλη / Χάρυβδη, κ’ εκεί ο πάταγος της Αίτνας φοβερίζει / Πως πάλι οι οργές της φλόγας της θα συναχτούν, πως πάλι / Θένα ξεράσει τες φωτιές, που από τα στόματά τους / Ξεσπάν τεράστιες, ή και πως στον ουρανό θα στείλει / Και πάλι φλόγας αστραψιές. Και τούτος ο μεγάλος / Τόπος αν κ’ είνε θάμασμα στο γένος των ανθρώπων, / Και λέγεται αξιοθώρητος και προικισμένος είνε / Πλούσια με πράματα καλά, κι’ άντρες δυναμωμένοι / Τον διαφεντεύουν, φαίνεται πως τίποτα ποτέ του / Δεν έλαβε πλιο δοξαστό, πλιο θαμαστό, πλιο άγιο, /Πλιο πολυπόθητο από αυτόν τον άντρα στες αγκάλες. / Και βέβαια τα τραγούδια του, που από το θεϊκό του / Το στήθι εβγήκαν, διαλαλούν ολούθε και ξηγάνε / Τα δοξαστά του ηυρέματα, τόσο που αλήθεια μόλις / Μπορούμε να πιστεύουμε που από θνητούς κρατιότουν. /

 

2.3

Ο Εμπεδοκλής σε δυο Επιγράμματα του Διογένη Λαέρτιου (Παλατινή Ανθολογία, Βιβλίο VII, 123 και 124, αλλά και στον Βίο του Εμπεδοκλή από τον Διογένη Λαέρτιο,  στο Όγδοο Βιβλίο των Βίων των φιλοσόφων )

Και συ, Εμπεδοκλή, με τις γρήγορες φλόγες κάποτε εξάγνισες το σώμα σου πίνοντας αθάνατη φωτιά από κρατήρα · δε λέω πως με τη θέλησή σου ρίχτηκες στα κύματα της Αίτνας, παρά, θέλοντας να κρυφτείς, έπεσες χωρίς να θέλεις. ¹

(¹) Μια απ’ τις παραδόσεις για το θάνατο του Εμπεδοκλή (5ος αι. π.Χ.): Θέλοντας να κρύψει το θάνατό του ώστε να περάσει για θεός, γκρεμίστηκε στην Αίτνα. Το ηφαίστειο πέταξε έξω το σαντάλι του και αποκαλύφθηκε η απάτη.

Ναι, λένε πως μια μέρα ο Εμπεδοκλής έπεσε από ένα αμάξι  κι έσπασε το δεξή μηρό. Μα αν ρίχτηκε στον πύρινο κρατήρα και στράγγισε το ποτήρι της ζωής, πώς γίνεται να δείχνουνε τον τάφο του στα Μέγαρα; ²

(²) Διαφορετική παράδοση για το θάνατο του Εμπεδοκλή.

                                                                        (Συνεχίζεται)

Ετικέτες: Μπρεχτποίηση