Ζήτω εμείς και κάτω οι άλλοι. Κι αν για το ζήτω σε εμάς υπάρχουν ένα κάρο αστερίσκοι, δεύτερες σκέψεις και αμφιθυμίες, το κάτω οι άλλοι είναι τόσο υπέροχα κρυστάλλινο. Κάτω οι άλλοι. Οι άλλοι που έρχονται πάνω. Σε τέσσερις μέρες. Ευτυχώς τελειώνει. Πέρασε το μεσοοδιάστημα. Από βράδυ Κυριακής στανιάρουμε ξανά. Θα έχουμε να λέμε ξανά. Θα έχουμε να οργιζόμαστε ξανά. Οργιζόμασταν και 4 1/2 χρόνια που δεν ήταν πάνω, τώρα με το νέο υλικό που θα μας εφοδιάζουν ποιος μας πιάνει.
Οι χειρότερες προβλέψεις μας θα διαψευστούν. Στη θέση τους θα συμβούν άλλες κυβερνητικές καταστροφές που δεν μπορέσαμε να τις δούμε τόσο ξεκάθαρα τώρα. Για εμάς ακόμη κι αυτό θα είναι μια κάποια δικαίωση, ένα κάποιο μαλάκες να πεις ότι δεν σας προειδοποιήσαμε επαρκώς; Όχι εντάξει, προειδοποιήθηκε ο μαλάκας ο λαός. Προειδοποιήθηκε. Δεν άλλαξε κάτι. Από ένα σημείο και ύστερα ό,τι και να λες δεν αλλάζει κάτι. Φέαρ ινάφ. Ρουλζ οφ δε γκέιμ.
Κι ίσως η καρδιά του παιχνιδιού να μην αλλάζει, αν το παιχνίδι είναι η εκατέρωθεν οργή. Την δεκαετία του δέκα αρχίζαμε να το παίζουμε. Κρίση συν σόσιαλ μίντια, ένα κι ένα κάνουν δυο στρατόπεδα. Είχαν προηγηθεί τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια με την οργή φευγάτη, τα στρατόπεδα διασκορπισμένα, τον χυλό να ευημερεί. Η ίδια μεσαία τάξη που επί ΣΥΡΙΖΑ στραγγίστηκε, ισοπεδώθηκε, εξοντώθηκε φορολογικά είναι το μεγάλο σώμα όσων τα πρώτα χρόνια των μνημονίων είπαν γιατί τόση οργή ρε παιδιά; Γιατί να μην δούμε πρώτα απ’ όλα τα λάθη μας, γιατί να μην δούμε την κρίση σαν ευκαιρία, γιατί να μην μεταρρυθμιστούμε επιτέλους να πάμε μπροστά; Η ίδια μεσαία τάξη που την έπαιρνε να μην οργίζεται τότε. Η ίδια μεσαία τάξη που όσο κι αν στραγγίστηκε, ισοπεδώθηκε, εξοντώθηκε φορολογικά επί ΣΥΡΙΖΑ, πάντως εδώ είναι ακόμα ως μεσαία κι όχι έχοντας εκπέσει του στάτους της. Εδώ και διεκδικεί το δικαίωμά της να απολαμβάνει ένα επίπεδο ζωής διαφορετικό της κάτω από αυτήν. Εδώ και διεκδικεί το δικαίωμά της να απολαμβάνει ένα επίπεδο ζωής που θα την απαλλάξει από την πολιτική οργή, ένα επίπεδο ζωής που θα επαναφέρει την ίδια στο προ κρίσης οικονομικό καθεστώς, ένα επίπεδο ζωής που θα την επαναφέρει σε πιο απολιτίκ μονοπάτια, μακριά από ιδεολογικές σαχλαμάρες και τελειωμένες ιστορικά έριδες.
Θυμώνει πάντα πολύ πιο εύκολα εκείνος που δεν έχει να ζήσει. Θυμώνει πάντα πολύ πιο δύσκολα εκείνος που έχει να ζήσει και ακούει αναλύσεις για τους γενικούς δείκτες της οικονομίας και τα μέτρα που αυτοί συνεπάγονται. Βιώνει έναν ενδιάμεσο θυμό εκείνος που εξακολουθεί να έχει να ζήσει, αλλά ζορίζεται πια. Απελευθερώνει έναν θυμό εκείνος που ζορίζεται πια, χωρίς τον μπαμπούλα της χρεοκοπίας και των δανειστών στο κεφάλι του. Απελευθερώνει έναν θυμό εκείνος που αν είναι να ζοριστεί, θα ζοριστεί γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αφού αυτά τα μέτρα επιβάλλονται από έξω. Αν τα μέτρα είναι σε ένα βαθμό κυβερνητική επιλογή και κυρίως αν τα λεφτά από την τσέπη του δεν σώζουν την χώρα (ως εξυπηρέτηση χρέους, αποπληρωμή δανείων, ανακεφαλαιώσεις τραπεζών) αλλά την κοινωνία (επιδόματα και άλλα τέτοια επάρατα μέτρα στήριξης), τότε η μεσαία τάξη και πολύ θα θυμώσει και επιτέλους θα θυμώσει και ταξικά: δεν θα φτωχοποιηθεί και η ίδια, δεν θα γίνει η ίδια το όργανο σωτηρίας της από κάτω τάξης, δεν είμαστε όλοι ίσα και όμοια, οι φτωχοί με τους φτωχούς, οι πλούσιοι με τους πλούσιους και οι μεσαίοι με τους μεσαίους. Και όλοι μαζί με τη Νέα Δημοκρατία.
Τη Νέα Δημοκρατία που αν μη τι άλλο ξεκινάει από μια πολύ βολική για την ίδια αφετηρία. Έχει να διαδεχθεί την μακράν χειρότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης. Ποιος πρωτοείπε αυτή την ατάκα; Που την στήριξε; Τι σημασία έχει; Δεν χρειάζεται πια να στηρίζεις αυτό που λες. Όσο περισσότερο μπαίνεις στη διαδικασία να το στηρίξεις, τόσο περισσότερο αποδυναμώνεις αυτό που λες. Δεν χρειάζεται να στηρίζεις. Αρκεί να λες. Και να ξαναλές. Και να ξαναλές. Μέχρι να εμπεδώνεται ως κοινά παραδεδεγμένη αλήθεια.