[…] γιατί γνωρίζουμε βέβαια ότι τα κτήρια τεραστίων διαστάσεων στέκουν εκ των προτέρων στη σκιά της καταστροφής τους και η σύλληψή τους εμπεριέχει εξαρχής τη βεβαιότητα ότι κάποτε θα μετατραπούν σε ερείπια.
– W. G. Sebald, Άουστερλιτς, μτφρ. Ι. Μεϊτάνη.
Διάβασα αυτές τις μέρες πολλά από αυτά τα κείμενα σχετικά με την πυρκαγιά στην Παναγία των Παρισίων. Είδα όλες αυτές τις φωτογραφίες με τις αναμνήσεις τόσων και τόσων που κάποτε την επισκέφτηκαν. Η συγκίνηση του κόσμου με εντυπωσίασε γιατί εγώ δεν είχα παρόμοιες αναμνήσεις και δεν βίωσα με αυτό τον τρόπο την καταστροφή. Θα έπρεπε να έχει κάποιος επισκεφτεί τη Νοτρ Νταμ για να συγκινηθεί; Τείνω να πιστεύω πως ναι. Αν εξαιρέσουμε τους μόνιμους ή περιστασιακούς κατοίκους του Παρισιού, θεωρώ ότι οι υπόλοιποι βίωσαν το σκηνικό πιο ψύχραιμα και αποστασιωποιημένα χωρίς αυτό φυσικά να συνιστά μομφή προς την ενσυναίσθηση και την ευαισθησία τους. Πάντως δεν είχα βιώσει ξανά την πηγαία αντίδραση τόσων ανθρώπων απέναντι σε μια τέτοια καταστροφή και αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Οι καταστροφές στην Παλμύρα από το ισλαμικό κράτος, για παράδειγμα, δεν έτυχαν παρόμοιας αντιμετώπισης. Αλλά αυτή θα μου πείτε ήταν διαφορετική περίπτωση καθότι συνιστούσε χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου σε γεωγραφική τοποθεσία της ανατολής. Αλλιώς πενθεί κάποιος για τον ξαφνικό θάνατο συγγενή πρώτου βαθμού και αλλιώς για έναν χρόνια νοσούντα μακρινό θείο κάπου στα ξένα.
Θα σταθώ για λίγο στο κείμενο του Παναγή Παναγιωτόπουλου, «Γιατί κλαίει ο κόσμος για τη Notre-Dame» ( λινκ εδώ) γιατί μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Εκτός από κάποιες επιφανειακές ή και συγκυριακές ιδιότητες του χώρου που προκάλεσαν τη συγκίνηση, ο Παναγιωτόπουλος, επικεντρώνεται σε δύο λόγους ουσίας:
1) Η Παναγία των Παρισίων είναι ένας χώρος που χαρακτηρίζεται από μια αμφίδρομη και ενάρετη σύζευξη του υπερβατολογικού με το κοσμικό. Η Νοτρ Νταμ είναι χώρος λατρείας αλλά και χώρος μουσειακός, τουριστικός. Είναι ο χώρος που «[…] ο αποϊεροποιημένος κοινωνικός κόσμος μπορεί να επικοινωνήσει με τον παλιό αντίπαλό του, με το σύμπαν της οργανωμένης υπερβατολογίας. Και, αντίστροφα, είναι δείγμα της χριστιανής διάχυσης —που είναι και ένας χημικού τύπου απεμπλουτισμός— μέσα στο σώμα του μοντέρνου κόσμου».
2) Η Παναγία των Παρισίων είναι ένα «μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς» που λειτουργεί ως ένα ιδιότυπο memento mori – ως μια ενθύμηση θανάτου – που όμως πέρα από την αγχώδη και μηδενιστική χροιά του, επιτελεί, όπως κάθε αληθινό memento mori, και τη λειτουργία περιστολής του εγώ. Η αντοχή του μνημείου στον χρόνο είναι αυτή που μας επιτρέπει να κοιτάξουμε πέρα από τον εαυτό μας προς τον άλλο. «Το μνημείο, στη Δύση και δη σε αυτήν την εκκοσμικευμένη χριστιανοσύνη, στερεί τη βία και ρυθμίζει την επιθυμία· κυρίως, όμως, μας επιτρέπει να πεθάνουμε».
Συνιστώ να διαβάσετε το κείμενο και να μην αφήσετε τις όποιες διαφορές σας με τις πολιτικές θέσεις του κ. Παναγιωτόπουλου να σας στερήσουν τη ματιά του στο συγκεκριμένο θέμα. Και τα δύο σημεία του αποτελούν υποδείγματα αναλυτικότητας, τόσο επεξηγηματικής όσο και θεωρητικής.
Αλλά η απορία μου είναι η εξής: αυτά έκαναν τον κόσμο να κλαίει ή, τουλάχιστον, να βιώνει αυτή τη βαθιά θλίψη που επέδειξαν τόσοι και τόσοι μέσω των αναρτήσεων τους στην κοινωνική δικτύωση; Τώρα εδώ κάτι δεν πάει καλά. Εγώ δέχομαι όλα όσα λέει ο κ. Παναγιωτόπουλος στο συγκεκριμένο άρθρο. Και τα δέχομαι γιατί μπορώ να ακολουθήσω τον συλλογισμό του και να δω στα περισσότερα σημεία τη λογική αλληλουχία της σκέψης του. Και λέω στα περισσότερα γιατί το κείμενο, αναγκαστικά, λόγω της συντομίας του, είναι πυκνό και κάποια περάσματα για κάποιον που δεν διαθέτει τη συγκεκριμένη θεωρητική σκευή φαντάζουν δύσβατα. Δεν λέω πως είναι δύσβατα. Λέω ότι έτσι δείχνουν στα δικά μου απαίδευτα μάτια. Αλλά ίσως ένα ραδιούργος δαίμονας, ίσως μάλιστα ένας από αυτούς που στέκονται αινιγματικά πάνω στην ίδια τη Νοτρ Νταμ, να υποστηρίξει ότι αυτή η γραμμή σκέψης (του Παναγιωτόπουλου) άπαξ και δεχτείς την αφετηρία της, άπαξ δηλαδή και επιβιβαστείς στο τρενάκι της, τότε, αυτομάτως, σε οδηγεί στο συμπέρασμα (όχι φυσικά παραγωγικά (deductively), αλλά με αριστοτεχνική πειθώ). Άρα, θα μπορούσε ο συγκεκριμένος δαίμονας να αρνηθεί να πάρει αυτό τον τρένο και να υποστηρίξει ότι δεν είναι δυνατόν άνθρωποι που δεν γνώριζαν καλά καλά τι είναι η Παναγία των Παρισίων να έκλαψαν για τους λόγους που αναφέρει ο Παναγιωτόπουλος. Για να μην παρεξηγηθώ ας επαναλάβω ότι οι δύο αυτοί λόγοι συνιστούν ένα ιδιαιτέρως κομψό θεωρητικό κατασκεύασμα, και, αν κρίνει κανείς από την αντίδραση των ανθρώπων που διάβασαν το κείμενο, μάλλον και σχετικά αληθές ή, τουλάχιστον, πετυχημένο.
Η δική μου θέση είναι εντελώς πεζή. Ο κόσμος συγκινήθηκε και έκλαψε για ιδιαιτέρως προσωπικούς λόγους. Για λόγους που άπτονται της δικής του, βιωματικής, εμπειρίας με το συγκεκριμένο οικοδόμημα. Η ανάρτηση φωτογραφιών με επισκέψεις τόσων και τόσων στο γεωγραφικό σημείο του καθεδρικού ναού που είδαμε αυτές τις μέρες κρύβουν από πίσω τους τη γενεσιουργό αιτία των δακρύων και της θλίψης. Ο κόσμος έκλαψε για την απώλεια της δυνατότητάς του να επισκεφτεί ξανά το συγκεκριμένο σημείο. Γιατί ακόμη κι αν αντιτάξει κάποιος την επικείμενη ανακατασκευή του ναού και πει ότι ο κόσμος θα ξαναμπεί στον ίδιο ναό, θα προβάλλω μια ηρακλείτεια λογική που θα αποκλείσει τη δυνατότητα να επισκεφτούν ξανά οι ταξιδιώτες ή οι κάτοικοι του Παρισιού τον ίδιο ναό. Αυτός ο ναός πάει. Ένας νέος θα στέκεται στη θέση του μετά την επισκευή – ανακατασκευή του. Αλλά, και αυτό είναι ένα σημαντικό «αλλά», ο ναός μπορεί να είχε αλλάξει άρδην και να είχε μετασχηματιστεί μέσα στα 850 χρόνια ύπαρξής του αλλά οι μεταβολές του δεν είχαν, ευτυχώς, το ιξώδες του ηρακλείτειου νερού. Η Νοτρ Νταμ έχει πολύ υψηλό ιξώδες και άρα πολύ χαμηλή ρευστότητα. Αυτό που κάνει τα μνημεία αυτά ξεχωριστά είναι ότι μπορείς τελικά να μπεις αρκετές φορές στο ίδιο ποτάμι πριν συντελεστεί η αναπόφευκτη ανανέωση των υδάτων που θα το καταστήσει αδύνατο. Η θλίψη και τα δάκρυα απέναντι στον φλεγόμενο καθεδρικό αποκρυσταλλώνουν αυτή την αδυνατότητα. Και αν έχει ένα ειδικό βάρος το μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς αυτό έχει να κάνει και με αυτή τη σταθερότητά του στην ηρακλείτεια λογική που μόλις ανέφερα. Για τις δικές μας ζωές που η διάρκειά τους μοιάζει με πετάρισμα των βλεφάρων, η ύπαρξη τέτοιων οάσεων σταθερότητας συνιστά ύψιστο αποκούμπι.
Η σκέψη αυτή ομοιάζει με τον δεύτερο λόγο που έδωσε ο Παναγιωτόπουλος στο κείμενό του αλλά τελικά διαφέρει. Μπορεί το μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς να περιστέλλει την παντοδυναμία του εαυτού και να μας επιτρέπει να πεθαίνουμε, αλλά, παράλληλα, το μνημείο συνιστά και την πηγή μιας υπέρμετρης αλαζονείας που ενέχει και κάτι πολύ ανθρώπινο και εγωιστικό: η σύλληψη και δημιουργία του ναού, και του θεϊκού που μεταφυσικά κατοικοεδρεύει στις γεωγραφικές συντεταγμένες του, συνιστά τον απόλυτο θρίαμβο της θνητότητάς μας. Τα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς συνιστούν αχρονικές μοναδικότητες για την συγγενή πάθηση της θνητότητάς μας. «Μπορώ να συνεχίσω να πηγαίνω εκεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου», λέμε υποσυνείδητα. Και μπορώ όχι μόνο εγώ αλλά και τα παιδιά μου, και τα παιδιά των παιδιών μου. Δεν έχει σημασία αν θα το κάνουμε ποτέ. Σημασία έχει ότι η λογική πύλη της δυνατότητας παραμένει ανοιχτή. (Η άνοδος στον βράχο της Ακρόπολης δεν έχει καμία σημασία για τη συναισθηματική και νοητική σκευή του Αθηναίου που διάγει όλη του τη ζωή χωρίς να έχει ανέβει πάνω απο μια φορά στον ιερό βράχο.) Αυτή λοιπόν η συνέχεια διερράγει προχθές στη Νοτρ Νταμ με τον πιο βίαιο τρόπο. Η αχρονική όαση, αυτό το άβατο του χρόνου, κατεδαφίστηκε. Αυτό που θα συνέβαινε στο πέρασμα αιώνων, έγινε σε μια στιγμή, και η επιτάχυνση αυτή ήταν δυσβάστακτη για όλους αυτούς που είχαν εναποθέσει εκεί, στη βραδύτητα, κάποιες ελπίδες αθανασίας. Ο μόνος φόβος είναι ο φόβος τού θανάτου.