Με την γενιά του 1939-1943, έχω σχέση μικρανηψιού. Τους χάζευα, τους παρατηρούσα, ήμουν εν μέρει μιμητής τους, και συχνά συνεργάστηκα μαζί τους, καθώς θεωρούσα συγγενική την προτέρα «γενιά της ήττας» ενώ αναγνώριζα πατρική εξουσία στους γεννηθέντες κατά την διάρκεια της δεύτερης τετραετίας Βενιζέλου.
Γνώριζα εξ απαλών ονύχων τη Θεσσαλονίκη, από γεννήσεως (στο παράρτημα Δαν, του Ρωσικού μαιευτηρίου). Έως το 1965, που μετακομίσαμε οικογενειακώς σε διαμέρισμα με θέα την Ιχθυόσκαλα, οι επισκέψεις μου εκ Γιαννιτσών στην πτωχομάννα, ήταν συχνές, ενίοτε αρμένικες, με θειούς και πολλά εξαδέλφια. Από την «Μακεδονία», τη «Θεσσαλονίκη» και την «Δράση» μάθαινα διάφορα κοινωνικά καθέκαστα.
Το ψωμί ήταν χάσικο, η φέτα πιπεράτη, η μπουγάτσα υπεράνω, τα κορίτσια υπεράνω, το σινεμά ελεύθερο και στον χαλβά αυτόν ξεχώριζε μια «χρυσή νεολαία» που τα στέκια της ήταν ζηλευτά, αλλά όχι για μικρά χαρτζιλίκια.
Ώσπου να καταλάβω την πηγή του έξοχου κρασιού «Κάβα Μπουτάρη» μπορεί να πέρασαν και είκοσι χρόνια. Ώσπου τον γνώρισα, τον Γιάννη, αρχές δεκαετίας του 90,ως ακροατή σε ομιλίες μου στα Πρέσπεια και για την γευσιγνωσία της πόλης ή και το Επταπύργιο-που να θυμάμαι πια.
Η χαρακτηριστικά επίπεδη, μεταλλική φωνή του, σε ένα λιπόσαρκο, σκαμμένο πρόσωπο και οι αδρές κινήσεις του, με ενδιάφεραν. Μιλήσαμε παρέα σε παρουσιάσεις βιβλίων και με ξενάγησε προ Χριστού, στο σπίτι του, στη Νέβεσκα. Οι επιχειρήσεις του τράβηξαν τη μοίρα ενός παγόβουνου που το σκαμπανέβαζε ένα τσουνάμι, αλλά πήγαινα ενίοτε στο κτήμα όπου δεχόταν επισκέπτες και έβγαζα δεκάρικους.
Την σπάνια προσωπική επαφή, αντικαθιστούσε με το παραπάνω η συνεχής παρουσία κοινών φίλων και γνωστών, αν και δεν θυμάμαι τραπέζωμα όπου συνυπήρξαμε. Και τον παρακολουθούσα με σύστημα, όπως αρκετούς κλινικώς αγνώστους μου.
Διαβάζοντας ένα βιογραφικό του, πάντα διαρρέει μια σπορά ατόμου που άλλαζε γνώμες ή βίαζε με αντιμπαγιάτικη ρητορική τις εκφράσεις για τις οποίες έγινε πολυφίλητος ή μισητός. Αλλά αυτά τα άκουγα και τα ακούω βερεσέ.
Διότι ο Γιάννης Μπουτάρης είναι Βλάχος. Με κεφαλαίο.
Στον συμφυρμό του Βλάχου με τον βλάχο, ήτοι τον χοντροκομένο κτηνοτρόφο που φέρεται «χωριάτικα» ή περίεργα για τα άλλα μελέτια, οφείλονται πολλές παρερμηνείες του.
Οι Βλάχοι είναι αστοί, επιχειρηματίες, έμποροι και καταλλάκτες, μαγαζάτορες και μορφωμένοι, κι όταν μπορούν, έχουν μεγάλες βιβλιοθήκες και συχνά αποδημούν. Έχουν χτίσει αριστουργηματικά χωριά και ξέρουν από ξενητειά, ενώ ακόμη και τα αστεία τους είναι χαρακτηριστικά του αδρού τους ήθους. Ξέρουν από λογαριαστική, στα παλιά χρόνια ζάλιζαν τους περιηγητές και τα σόγια τους τα γνωρίζουν άριστα από παράδοση. Κανένας Βλάχος, αν του πω ότι ο μισός κατάγομαι από το Γκόπεσι, βλαχοχώρι έναντι Μοριχόβου, δεν θα με ρωτήσει που στο διάολο είναι αυτό. Και όταν διαβάζω πως κατάγεται από Κρούσοβο, Νέβεσκα και Βοσκοπόλιε, τα γράμματα του αλφαβήτου γίνονται χάρτες, ισοϋψείς, χούγια και ζωές αφανών και βαρώνων, ενώ έχουν την οίηση ενός λαού που έχει επίγνωση του αμαλγάματος που τον διαμόρφωσε και της πατρίδας που έχουν επιλέξει.
Τα κληρονομικά συστήματά τους είναι περιβόητα, το ίδιο και η δυναμική θέση των γυναικών τους. Συχνά, κυβερνούν τον Οίκο, και δεν συχνάζουν σε γυναικωνίτες, πίσω από καφασωτά.
‘Οταν λοιπόν, ο Μπουτάρης είπε αυτό ή «του ξέφυγε και είπε το άλλο» ή συναλλάζει απόψεις ή ομολογεί θαρρετά τις ανημπόριες ή τις μαύρες του μέρες, δεν είναι μήτε Κοπατσιάρης, μήτε Σαρακατσάνος, μήτε πλησιόχωρος που έλκει «εξ Αρβάνων» ούτε καν Ηπειρώτης εκ Θεσπρωτών για να αισθάνεται έξω από το κλουβί του, όποτε ατακτεί. Οι χαρακτήρες αυτών των παλαιών ανθρώπων έχουν αίσθηση αποδημητικών νεφών, γελάνε με άλλα ανέκδοτα, αυτά που επινοούν διαφέρουν από των άλλων πλακατζήδων. Συχνά, περισσότερο οι γυναίκες, εκφράζονται με κοφτά, εύγλωττα επιφωνήματα.
Από τότε που ακούστηκε το «τόρνα φράτωρ» και τα βάσανα της Πέμπτης Λεγεώνας και η προσηγορία «Τσιντσάροι» ή «ο βλάχος πολύς όμιλος»η «οι βλάχοι οδίται», οι λατινόφωνοι των Βαλκανίων επιχώριοι διαλέγουν πατρίδες, ασκούνται στην τέχνη των δικτύων, αιώνες πριν το web, κρατάνε κατάστιχα που σε σαστίζουν, έχουν παραξενιές για τις φυλές των θαλασσινών τριφυλλιών, αλλά και των πεδινών, αμή και αναγνωρίζονται ανάμεσα σε ποικίλους ορεσιβίους. Είτε αναφέρονται στον Πτωχοπρόδρομο, είτε στον Βενιαμίν εκ Τουδέλης, είτε στο Κατακουζηνό, είτε στον Κεκαυμένο, παραμένουν ιδιοτύπως ευεργέτες και κληροδοτούν κατά βούληση τα βάνδα τους.
Ο σπόρος παραμένει πεισματικά όμοιος και πλησίον του πελασγικού τροπαλισμού, αλλά η μαγιά τους αναγνωρίζεται στα ήθη και στα έθιμα όλης της βαλκανικής κοιτίδας, ακόμη κι αν την ξέχασαν. Όπως αρκετοί έχουν εμπεδώσει την ιδιώνυμη (αλλ’ όχι γονιδιακή) ιδιοπροσωπεία των Κρητικών, των Ποντίων, των Καππαδοκών και των λαών του Ιλλυρικού, είναι κρίμα να μπερδεύουν τους βλάχους με τους Βλάχους. Ως γείτονες των Αλβανών και των Βουλγάρων, έχουν κρατήσει διαφορετική σκελετική ύλη.
Να μη σας κουράσω με λίστες από φάρες και ευεργέτες, από πεπαιδευμένους και ταξιδευτές που πρόκοψαν σε μακρινές χώρες και ξένες αγκαλιές.
Η πολιτική και η κοινωνική συμπεριφορά του Μπουτάρη, παρά τα κορακίστικα που σας παραθέτω επίτηδες, δεν είναι λοιπόν αφορμή κι αιτία να τον λένε «τραβέλι» ή να τον στολίζουν με ροκοκό χαρακτηρισμούς. Ναι, ο κυρ Γιάννης σίγουρα είδε δημοσκοπήσεις και ήξερε πως θα χάσει ψηφαλάκια για την συμφωνία των Πρεσπών, τους Εβραίους και τους Τούρκους τουρίστες. Κι αν είπε ένα «χέστηκα», χέστηκα. Δεν άλλαξε, κατ΄αυτόν τον συλλογισμό μου, γνώμη και δεν κατεβαίνει στις εκλογές επειδή βγήκε ένα δυσάρεστο 23% στις μετρήσεις, ή επειδή κουράστηκε, ή συμφώνησε με προσφιλείς του που τονε θέλουνε για δικό τους. Κατά την γνώμη μου, διάβασε, έστω περιληπτικά, τον «Κλεισθένη» αυτό το ψευδολόημα, το κατάλληλο για λαότητες με άλλες κουλτούρες που τα βρίσκουν με τον διάλογο, όπως καληώρα στήθηκε σχετικά πρόσφατα η Ευρώπη που το μόνο που σκέφτηκε ως ενοποιητική ιδέα, ήταν η κοινή μονέδα. Ο «Κλεισθένης» όπως τον διάβασα, ευνοεί τους βογιάρους. Τους ισχυρούς συμβούλους που θα κερδίζουν μάχες στα συμβούλια και στις επιτροπές, μέσα από φρικτά παζάρια. Αισθάνθηκε πως, ακόμη κι αν νικήσει, θα έχει να κάνει με ανθούντα κοτζαμπασισμό, με Επιτρόπους της σκόπιμης αντίρρησης και της προσωπικής φιλαυτίας.
Γι’ αυτό και κλείνοντας, θα τον παρομοιάσω ανενδοίαστα με τον Don Lollό, τον κεχαγιά που υποδύεται ο Τσίτσιο Ινγκράτσια στο σκετσάκι la giara από το Kaos των αδελφών Ταβιάνι. Αυτόντον λιπόσαρκο στεγνωμένο αφέντη, που φέρνει σε Βλάχο άλλου καιρού, που κοιμάται σε μια κρεββατάρα που μπροστά της έχει ένα εγκάρσια τοποθετημένο καναπεδάκι για την κυρά των λογισμών του.
Κι αν θέλετε περισσότερα, δεν αποκλείω η αποχώρησή του να παραμείνει σκέτη δήλωση, και να αποφασίσει διαφορετικά, εάν κρίνει πως τα αυτοδιοικητικά μας συμβάντα, το πλήθος των μουστερήδων και η απειλή της απότομης διακοπής της δικής του πολιτικής, θα του ταράζουν τον ύπνο.