Η συνάντηση
Πριν πολλά χρόνια, όταν με θεωρούσαν πολλοί ξύλο απελέκητο που εντούτοις, καλά δεμένο και προστατευμένο, άξιζε μια επανέκθεση σε τσίρκο, κάποιος συσταζούμενος, μου ανήγγειλε πως κατεβαίνοντας εγώ Αθήνα, στα χρόνια μιας καλωδιωμένης κυβέρνησης, πως με περίμενε μια έκπληξη στο σπίτι του. Όντως είχε κανονίσει να συναντηθούμε με κάποιον ευγενή γέροντα (ήμην τότε τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα) και προφήτευε πως θα ταιριάξουμε.
Ήθεα και εθίματα άλλων εποχών. Με παρόμοια τεχνική γνώρισα συνεργάτες τoυ ΝΕΚ, της ΝΕΠ, αλλά και τον Δημήτρη Χριστοδούλου, τον Γκόρπα και τον Βέλτσο. Κάποιοι «χημικοί Αλή» μας έβαζαν στο χημείο τους και περίμεναν αντιδράσεις. Ώστε να πλακωθούμε και να διασκεδάσουν στο Κολοσσαίον ενός δοκιμαστικού σωλήνα.
Ο κύριος με το ευγενές υπογένειον, διάφανου δέρματος και αβρός, ήταν στο δοκιμαστήριο. Αρχίσαμε έναν διάλογο, για την αρχαία φιλοσοφία, τους μύστες και τα Ελευσίνια και μετά την Δωδωναία φηγό, με μακροβούτια Αλκμάνος και υποφητών, έως τα όρια της συνείδησης ξερωγώ. Για ώρες μιλάμε. Σηκώθηκα να φύγω, είχαμε και δουλειές, οπότε στην εξώπορτα έπεσαν οι αποχαιρετισμοί. Ζήτησε να μείνουμε μόνοι και μου εκμυστηρεύτηκε πως αισθάνθηκε την δέουσα μέθεξη, άρα θα μου έδιδε ένα δώρο. Που ήταν αυτή η διοσημία:
«Αναφερθήκατε στην Ζελιάνα και στην κάθοδο των ρωμαϊκών ελεφάντων με παγοπέδιλα εκ της Ασκουρίδος προς την θάλασσα. Ένοιωσα τον ιερό βόμβο της Αποκάλυψης. Σας γνωστοποιώ, ότι πρέπει να πάτε στην Ακρόπολη, άνωθεν του θεάτρου του Διονύσου και να ακούσετε τα όργανα του μουσικού θιάσου που ακούγονται μόνον από εκλεκτά πνεύματα. Είσθε μύστης και το ένοιωσα. Λοιπόν σας εμπιστεύομαι ότι θα ακούσετε έναν ρόγχο. Είναι» (σκύβει κοντά μου) «ήχος που προέρχεται από το μέγα διαστημόπλοιο που υπνώττει στα σπλάγχνα του Βράχου. Ακούεται ένα βρουμβρουμβρούμ. Από εκεί βγαίνουν μικρού μεγέθους αστροναυτάκια που παράγουν τον Λειδινόν, τον άγνωστον Όμηρον, αλλά και αυτά έσπρωχναν τους ελέφαντες στον λάκκο της Ζελιάνας προς την Θάλασσα»
Τον βεβαίωσα ότι θα υπάγω και δεν τον ξαναείδα πια.
Αθήνησι, Αθήναζε, Ατήνα.
Ας αρχίσουμε από τα προφανή. Δεν υπάρχει Κούφια Γη, η Ακρόπολη δεν εγκυμονεί διαστημόπλοια, τα μυστικά των ορεινών διαδρομών της που κατηφορίζουν ενώ ανηφορίζεις διαλύονται με ένα κλισιόμετρο, και η σπηλιά του Νταβέλη είναι σπηλιά και τέρμα. Ελπίζω οι αναγνώστες μου να συμφωνούν.
Πολύ σωστά, αλλά ανακριβώς, το τεράστιο ασπρειδερό λερό σεντόνι που διδάσκουν οι πανοραμικές φωτογραφίες της πρωτεύουσας είναι προφανώς πόλη, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα έχει όλα στην ζωή του. Εάν η Ακρόπολη είναι ιερή και το άστυ κλεινόν είναι εκφράσεις που γέννησαν τον Εύξεινο Πόντο και την Βασιλεύουσα. Είναι όροι της Ηθικής, κι όχι της πολεοδομίας.
Αν δεν ήταν πρωτεύουσα η Αθήνα θα ήταν εντούτοις ο δημοφιλέστερος αρχαιολογικός τόπος της χώρας, καθώς πηγές και μνημεία παραδόθηκαν στο παρόν με αρχιτεκτονική πληρότητα και βαρειά γνωστική παράδοση, παρά τις ουλές. Οπότε η μοίρα ενός πολιτιστικού ταμπλό βιβάν, θα την έθετε στην πρωτοκαθεδρία των ιστορικών πόλεων, όπου ο επισκέπτης θα είχε μια εποπτεία ενός λαμπρού και τεκμηριωμένου παρελθόντος. Όχι μια Πομπηία, αλλά μια Σιένα επί δέκα και μια Φλωρεντία, ίσως πανεπιστημιούπολη με Ακαδημίες και μουσειακώς, ένας παράδεισος.
Τι άλλαξε και ελαμπρύνθη η μούχλα;
Αλλά η ταύτιση του αξέχαστου χθες με την ιδιορρυθμία του πατέρα του Όθωνα, άλλα απαιτούσε. Η Ελλάς και οι προσχώσεις δύο αιώνων οδήγησαν σε μία εκατόννησο χώρα, ποικιλμένη με έναν διάπυρο, ηφαιστειώδους ιστορίας ορεινόν πολιτισμό, που έμελλε να παραμείνει, πλην Αράχωβας, ένα σχετικώς αδιάγνωστο ανάγλυφο, όπου οι κάμποι και οι ποταμοί, οι λίμνες και οι κοιλάδες ήταν υποτελείς σε αποξηράνσεις, στη ΔΕΗ και στην μάστευση εμπορεύσιμων ορυκτών. Και πάντα έφερναν πονοκέφαλο, ακόμη και στους ποιητές που συζητούσαν την μεταμέλεια μιας «νύχτας στην Ακρόπολη».
Δεν θα αναπτύξω, ως ένας ακόμη ματαιόσπουδος, την ιστορία των Αθηνών – ναι, ώ Αθήναι, Ιάς οπτασία, δεν θα μετατραπώ σε «έναν ακόμα σου» παρότι επιβίωσα στο ένα έβδομο του χώρου σου, στο ένα έβδομο του βίου μου.
Η πόλη υπήρξε λάφυρο των επαλλήλων στρωμάτων, τα λέγουν και layers, κάθε παροδικής ατμόσφαιρας και περιόδου. Πήρε μια μορφή διλοφίας, με μεγάλες κενές απλωσιές, χονδρικώς έως τον Μεγάλο Πόλεμο. Γέμισε κατοικημένα μικροφέουδα και ζευγηλατεία τα οποία εντέλει, μεταπολεμικώς ενώθηκαν μεταξύ τους, πρώτα με δρόμους και έπειτα με αντιπαροχές. Υπενθυμίζω πως η νεοκλασσική της περίοδος δεν βρίσκει πλέον αντιστάσεις, όπως μονιστών σαν τον Περικλή Γιαννόπουλο, που αναγνώριζε στις δομές της «γερμανομπογιά» και «γαλλικόν βλακόπνευμα».
Επί δεκαετίες πολλές, Ελλάδα ήταν μόνον η Αθήνα. Κι όχι αδίκως, διότι οι Έλληνες ψηφοφόροι, μόνον χαζοί δεν ήταν.
Αλλ΄όταν ο δημόσιος χώρος στένεψε και στέναξε, ενώ μοιράζονταν πολυκατοικίες από το Λαχείο Συντακτών και τα «παλιά λεφτά» άρχισαν να λοιδωρούνται, στις γειτονιές γεννήθηκαν παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, υπήρξαν άλση που κανένας δεν μπορούσε να περπατήσει, ενέσεις Ολυμπιάδων ολοκλήρωσαν την τοξίνωση των πολυαρίθμων «υποπόλεων χωρις σύνορα» και το θαλάσσιο μέτωπο, μια κολοσσιαία παρεξήγηση. Επιτέλους, η λυδία λίθος εκρίθη πως θα συνδυάζε την καταγγελία για υπερύψηλα κτίρια στο Ελληνικό, αλλά από το ίδιο δικαστήριο, ήταν δυνατόν να περάσει δεκαόροφο ξενοδοχείο έναντι των ιερών και οσίων μας.
Ένα κοντέινερ για τα μάρμαρα
Οι μεγάλοι αρχιτέκτονες και μηχανικοί, ο Γκρόπιους, ο Τσουμί, ο Πιάνο, ο Καλατράβα, ήταν μέρος της μεγάλης φαντασμάρας, που μελέτησαν μεγάλα έργα, σε μια πρωτεύουσα όπου στον μεταπόλεμο, οι κτίστες είχαν δικαίωμα διακατοχής αρχαιοτήτων, ενώ ο Κωνσταντινίδης και ο Ζενέτος, πόμειναν στην Ιστορία ως αυτοκτόνοι. Σε μία πόλη που νοικιάζονται μεγάλα κτίρια για στέγαση υπηρεσιών και κανένας δεν πατάει, επειδή η ζαχαρένια έχει τις απαιτήσεις της, και η Εθνική Πινακοθήκη διευρύνεται και βαθαίνει έως την κοίτη του Ιλισσού, επειδή «δανείστηκαν» την εδαφοτεχνική μελέτη από γειτονικό όρυγμα, επειδή κτίρια σαν το ΦΙΞ, βιομηχανικά, θεωρείται καλό να γίνουν μουσεία κι όχι πάρκινγκ για τα τουριστικά λεωφορεία που μετατρέπουν την ψύχα του αρχαιολογικού κέντρου σε μονιά λαμέ βολέματος κτελατζήδικης επίνοιας και πάρκα στήνονται εκεί που δεν ξέρουμε πώς να πουλήσουμε φέρμα ως οικολόγοι, κι ας πατάνε τρεις κούκοι κι ένας βήγκαν, δεν παραξενεύομαι πως ένα αναρμόδιο υπουργείο, το Πολιτισμού, φέρεται να διακατέχει έναν σκασμό διατηρητέα μαζί με την ζηλόφθονη εξαδέλφη του, την κοκκώνα Πεχωδού, για να κλαίγουν παρέα που τα αλέθει ο Γιαραμπής. Αλλά το τέως ΦΙΞ προικοδοτηθηκε με έναν καπλαμά ροζαλί-ροζακί-περτικαλί ψευδότοιχου και μάλιστα αδρού αναγλύφου,τρομάρα τους, άνκαι σε είκοσι στρέμματα, ένας χώρος διαλέξεων εκεί μέσα, μοιάζει με λοξοτμητο οφίς παράνομου θεάτρου.
Η ανάπλαση ως παροδική επιληψία
Στον βρωμερόν και ύποπτον μεσαίωνα, που έρριχναν πόρνες σε δεμένα τσιβάλια στον Βόσπορο και ανατομούσαν δημοσίως αντάρτες για να ιδούν τι έχουν μέσα, από το «επαρχικόν» έως τον Αρμενόπουλο, παραθέτουν τους οικοδομικούς κανονισμούς Ιουλιανού του Ασκαλωνίτου, όπου απαγορεύεται η παρεμπόδιση της θέας της θάλασσας, δημοσίου σήματος ή μνημείου. Θυμάμαι, στα πρώτα ταξίδια για δουλειές στην Αθήνα, έμενα σε ένα ξενοδοχείο που μου πρότεινε φίλος, απ΄όπου είχα την ευτυχία, λοξώς και κρεμασμένος στο παραπέτο να βλέπω μια φλίδα της Ακρόπολης και ευφραινόμουνα. Ενώ σε μια γενιά δημιουργών παραχωρήθηκαν σπιτια πέριξ του Βράχου, για να έχουν έμπνευση.
Βέβαια, πολλά δημόσια κτίρια, λούστηκαν δικαίως την προσηγορία της «σόμπας πετρελαίου» ή του προσαραγμένου τάνκερ, αλλά για ένα κοντέινερ δεν ακούστηκε μιλιά, ίσως επειδή φιλοξενεί στις διαστάσεις του Παρθενώνα, ένα ευπρεπές εστιατόριο. Είναι ο πλατυασμός και ο θρίαμβος ενός νεοελληνικού Καρνάκ. Ήτοι ενός θύματος της τρίλιζας «η ιδέα πάνω από την ύλη, η ύλη πάνω από τη λογική, η λογική πάνω από την ιδέα».
Mόνο που το Καρνάκ, έχει τις κολώνες του ογκηρές, σμιχτές, ωσάν πυραύλους. Ενώ ο Μουσείον, είναι ένα καραγιαπί υπό αναστολήν, περιμένοντας τα Ελγίνεια, έως ότου χρειαστεί επειγόντως συντήρηση και τότε, κάποιος παρθενοπίπας (στην Σούδα εξηγείται ως ο τας παρθένους επιτηρών, κι υπάρχουν πολλές κόρες εκει μέσα) θα προτείνει να γίνει το μέγα ερείπιον, πάρκινγκ.
Άντε να μη το γυρίσω στις μπούκες του μετρό, στάση Εξάρχεια, που θα αντιδρούν έως το τέλος της νεότητός των οι ξύπνιοι, δηλαδή έως τα 88, που βρήκαν συζητητές και ψωμώνουνε.
Επιστροφή στο οπτικό καϊμάκι
Ώσπου κατάλαβα, εν εκλάμψει, πού ήκαμε το λάθος ο κύριος με το ευγενές υπογένειον της εισαγωγής μου. Ο βόμβος και η βοή, παράγονται από το έναντι Μουσείον που είναι σύμπτυξις περισσοτέρων κοντέινερ και όχι ενός, που ανακρατούν μια φίνα βάση εκτόξευσης πυραύλων, ένα Κανάβεραλ ορώμενον με bird’s eye view, με σεβασμό στις ρουκέτες που δεν μπήκαν σε σωστή τροχιά και τις βλέπουμε,κατοικημένες ως μοντερνί καραγιαπιά, παντού στο λεκανοπέδιο.
«Εξασφαλίστε την περίμετρο» διδάσκουν στις ταινίες εδώ και χρόνια οι φίλοι σύμμαχοι, πάντοτε ευγενείς, δείχνοντας πώς να αποφεύγουμε το εθνικό μας γλαύκωμα.