Πέθανε σήμερα τα χαράματα, σε ηλικία 77 χρονών, ο Διονύσης Αρβανιτάκης, φούρναρης στην Κω. Δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά, μονάχα να αισθανθεί το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου. Ενός ανθρώπου απλού και ολιγογράμματου, που έκανε την αλληλεγγύη και την καλοσύνη πράξη, μοιράζοντας, κάθε μέρα, ψωμί στους πρόσφυγες που έφταναν στο νησί του, από το 2015. Μετανάστης κι ο ίδιος στην Αυστραλία, όταν πρόκοψε και γύρισε στον τόπο του, δεν ξέχασε τι σημαίνει φτώχεια, κατατρεγμός και προσφυγιά: και το βίωμα αυτό το έκανε πράξη αλληλεγγύης και φροντίδας.
Ας μην το ξεχνάμε: πέρα από τη μαυρίλα, τον φόβο και το μίσος που μας πλακώνουν, υπάρχει και το φως, η ελπίδα, η συμπόνοια. Στην ίδια, τη δική μας κοινωνία, στους ίδιους τόπους, πόλεις και χωριά (καμιά φορά και εντός του ίδιου ανθρώπου) τα συναντάμε όλα τα παραπάνω. Ας το θυμόμαστε: μας δίνει δύναμη και ελπίδα, για να συνεχίζουμε. Αυτοί είναι λοιπόν οι ήρωές μας, άνθρωποι σαν τον Διονύση Αρβανιτάκη, και τους μνημονεύουμε.
Γιατί ο εκλιπών δεν έδινε απλώς τον άρτο τον επιούσιο στους πρόσφυγες· μαζί με τον άρτο, μοίραζε απλόχερα ζωή, ελπίδα και ανθρωπιά και σε πρόσφυγες και σε ντόπιους – και σε όλους μας.
Η φωτογραφία και το κείμενο από το Humans of New York (κι εγώ το είδα από την Katerina Kitidi). Μεταφράζω πρόχειρα αυτά που έλεγε ο Διονύσης Αρβανιτάκης:
«Ο πατέρας μου ήταν αγρότης και ήμασταν οκτώ αδέρφια. Πήγα στην Αυστραλία δεκαπέντε χρονών, επειδή η οικογένειά μου δεν είχε να φάει. Ήμουν σε ένα καράβι για σαράντα μέρες. Όταν έφτασα, δεν μπορούσα να βρω δουλειά, δεν μπορούσα να μιλήσω αγγλικά, κι έτσι κοιμόμουν στο δρόμο. Ξέρω τι σημαίνει αυτό. Έτσι κάθε μέρα πηγαίνω με το φορτηγάκι μου στο λιμάνι και μοιράζω ψωμί στους πρόσφυγες. Είμαστε συνέταιροι με το γιο μου στο φούρνο. Μου λέει: “Μπαμπά, σε παρακαλώ. Είναι καλό να βοηθάμε. Αλλά όχι κάθε μέρα”. Εγώ εξακολουθώ να πηγαίνω κάθε μέρα, γιατί ξέρω πώς είναι να μην μην έχεις τίποτα».