«Αυτή η σφαίρα είναι παμπάλαιη».
«Η δημοκρατία τελειώνει εκεί που αρχίζουν τα κοίτα που φτάσαμε», γράφει ο Ολντ Μπόι ως κατακλείδα στον αντίλογό του στη δική μου ερμηνεία για το τι θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από το σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου. Με εκπλήσσει ευχάριστα η κατακλείδα αυτή, γιατί για να αληθεύει, θα πρέπει να την κοιτάξουμε και από τις δύο πλευρές. Ποιες πλευρές; «Η ιστορία δεν ξεκίνησε το 1974 με την Μεταπολίτευση. Η Ιστορία δεν εξαντλείται στα 45 χρόνια της Μεταπολίτευσης ώστε να έρθει ο ανατρεπτικός σκιτσογράφος να κάνει την ανατρεπτική σκέψη ότι φτάσαμε πια στο σημείο που ο οπλισμένος ένστολος θα χρειαστεί να προστατεύσει την δημοκρατία από τους εχθρούς της», γράφει ο Ολντ Μπόι. Προσυπογράφω και επαυξάνω.
«Αυτή η σφαίρα είναι παμπάλαιη».
Η ιστορία αυτή ξεκινάει πολύ πιο πίσω. Η ιστορία αυτή ξεκινάει με την ιστορία, γιατί όπως λέει και η εμβληματική φράση του Thelonious Monk: είναι πάντα νύχτα, αλλιώς δεν θα χρειαζόμασταν φως. Η αντιστροφή της πραγματικότητας στην οποία αναφέρθηκα στο κείμενό μου είναι φυσικά υποθετική, εν είδει σκίτσου, γιατί, και πάλι συμφωνώ με τον Ολντ Μπόι, «[…] καμία αντιστροφή της πραγματικότητας λόγω της ανομίας δεν συμβαίνει». Και οι δολοφονίες Κουμή, Κανελλοπούλου, και Καλτεζά, που αναφέρει ο Ολντ Μπόι, πρέπει να συμπληρωθούν με τη δολοφονία του αρχιφύλακα Νίκου Γεωργακόπουλου από τη 17Ν σε αντίποινα για τον Καλτεζά. Και η λίστα, βέβαια, για να ολοκληρωθεί θα πρέπει να συμπληρωθεί και με τις 23 δολοφονίες που σχεδίασε και πραγματοποίησε η 17Ν από το 1975 μέχρι το 2002. Γιατί όλα αυτά, μια που το συζητάμε, είναι εκφάνσεις του «κοίτα που φτάσαμε» που εκστομίζεται, ένθεν κακείθεν, κατά το δοκούν της στιγμής.
«Αυτή η σφαίρα είναι παμπάλαιη».
«Κοίτα που φτάσαμε», είπε και ο Καρκανέας πριν δολοφονήσει τον Γρηγορόπουλο, και, «κοίτα που φτάσαμε», είπε και ο Κουφοντίνας λίγο πριν «αποδώσει δικαιοσύνη» δολοφονώντας τον Θάνο Αξαρλιάν. «Οι αντιδραστικοί πάντα θα χρησιμοποιούν τέτοιου είδους λόγο, πάντα οι επεμβάσεις θα είναι “το αναγκαίο κακό”, πάντα τη δημοκρατία, τη νομιμότητα, την κανονικότητα θα θέλουν να διασφαλίσουν», γράφει ο Ολντ για να υπογραμμίσει το πώς έχουν τα πράγματα λησμονώντας ότι οι αντιδραστικοί, δυστυχώς, δεν περιορίζονται μόνο στον λόγο, αλλά και σε ένοπλες επεμβάσεις, που δεν γίνονται ούτε καν στο όνομα της δημοκρατίας, και της νομιμότητας, και της κανονικότητας. Αλλά, τελικά, δεν έχει σημασία, γιατί όπως και να γίνονται, η αφετηρία τους είναι μία: κάποιοι, κάποια στιγμή, λένε «κοίτα που φτάσαμε».
«Αυτή η σφαίρα είναι παμπάλαιη».
Η απάντησή μου στον Ολντ Μπόι, η αληθινή απάντησή μου, η πιο εκλεπτυσμένη απάντηση που θα μπορούσα να δώσω, θα ήταν μόνο μια παραπομπή στο κείμενο που έγραψα την προηγούμενη εβδομάδα για την ταινία «Παράσιτα». Και αν κάποιος θέλει να καταλάβει πού στέκομαι σε όλο αυτό, ας αφήσει τα δικαστήρια τσέπης και ας διαβάσει εκείνο το κείμενο που τελειώνει έτσι: «Ίσως η άμβλυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στα μέλη του ιδίου είδους, που καλείται να επιβιώσει στο ίδιο περιβάλλον, να προϋποθέτει την παρέμβαση μιας «αόρατης χειρός», όχι Άνταμ Σμιθ-σιανής προέλευσης, πεφωτισμένης ιδιοτέλειας, αλλά γνήσιας συμβιωτικής διαβίωσης που θα πρέπει να ανέχεται, απαραιτήτως, εν είδει εξελικτικής πλαστικότητας, έναν κάποιο βαθμό παρασιτισμού».
Η δημοκρατία τελειώνει λοιπόν, αλλά, παραδόξως, αρχίζει ξανά όσο εξακολουθούν να υπάρχουν αυτά τα «κοίτα που φτάσαμε» που υποδηλώνουν γραμμές που νομοτελειακά τις περνάνε και οι δύο πλευρές. Άλλοτε οι γραμμές έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα και άλλοτε με το φαντασιακό, όπως στο σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου που ξεκίνησε αυτή τη συζήτηση. «Κοίτα που φτάσαμε», λοιπόν. Γιατί, πολύ απλά, το «κοίτα που φτάσαμε» είναι η απόδειξη ότι τα μάτια μας παραμένουν ανοιχτά.
In Memoriam J.F.K.
Αυτή η σφαίρα είναι παμπάλαιη.
Το 1897, βρήκε τον πρόεδρο της Ουρουγουάης, σταλμένη από έναν νεαρό του Μοντεβιδέο, κάποιον Αρρεδόντο, που είχε μείνει πολύ καιρό χωρίς να βλέπει άνθρωπο, για να δείξει ότι δεν είχε συνενόχους. Τριάντα χρόνια πριν, το ίδιο βλήμα είχε σκοτώσει τον Λίνκολν, από το εγκληματικό (ή μαγικό) χέρι ενός ηθοποιού που τα λόγια του Σαίξπηρ τον είχαν αλλάξει σε Μάρκο Βρούτο, δολοφόνο του Καίσαρα. Στα μέσα του 17ου αιώνα, τη χρησιμοποίησε η εκδίκηση για να θανατώσει τον Γουστάβο Αδόλφο της Σουηδίας, στη μέση της δημόσιας εκατόμβης μιας μάχης.
Παλιά, η σφαίρα ήταν και άλλα πράγματα, γιατί η πυθαγόρεια μετουσίωση δεν είναι προνόμιο των ανθρώπων. Ήταν το μεταξένιο κορδονάκι που δέχονται οι βεζίρηδες της Ανατολής, το πυροβολικό και οι ξιφολόγχες που αφάνισαν τους υπερασπιστές του Άλαμο, η τριγωνική λεπίδα που έκοψε το λαιμό μιας βασίλισσας, τα καρφιά που διαπέρασαν τη σάρκα του Λυτρωτή και το ξύλο του Σταυρού, το φαρμάκι που ο ηγέτης των Καρχηδονίων φυλούσε σ’ ένα σιδερένιο δαχτυλίδι, το γαλήνιο κύπελλο που ήπιε ο Σωκράτης κάποιο σούρουπο.
Στις απαρχές του χρόνου, ήταν η πέτρα που έριξε ο Κάιν στον Άβελ, και θα ‘ναι ακόμα πολλά πράγματα που σήμερα δεν μπορούμε ούτε να τα φανταστούμε και που θ’ αποτελειώσουν τους ανθρώπους και την εύθραυστη, θεσπέσια μοίρα τους.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα Τα Πεζά II, μτφρ. Αχ. Κυριακίδης.