Όλοι όσοι ζήσαμε στην Αθήνα έχουμε αναμνήσεις από το Αττικόν.
Κοιτάζω αυτή τη φωτογραφία. Το κτίριο του Τσίλερ που στεγάζει τους κινηματογράφους Αττικόν και Απόλλων να φλέγεται. Εκείνη τη βραδιά της 10ης Φεβρουαρίου 2012, όταν στη Βουλή ψηφιζόταν το δεύτερο μνημόνιο. Από την επόμενη μέρα αυτής της πυρκαγιάς αρχίζει ήδη να αχνοφαίνεται μια ενδιαφέρουσα αναλογία ανάμεσα στις ζωές μας και το οικοδόμημα αυτό, που κάηκε εξωτερικά αλλά από μέσα παρέμεινε σχεδόν άθικτο χάρη στις φιλότιμες και συντονισμένες προσπάθειες τόσο των εργαζομένων στους κινηματογράφους όσο και των πυροσβεστών. Η αναλογία αυτή έχει να κάνει με αυτή την ιδιοσυγκρασιακή επιβίωση, τη διττή υπόσταση, του κτιρίου που καθρεφτίστηκε τότε και συνεχίζει να καθρεφτίζεται στις ζωές μας όλα αυτά τα χρόνια. Ακούσαμε και διαβάσαμε ουκ ολίγες φορές στο διάστημα των σχεδόν οκτώ ετών που μεσολάβησαν από τότε ότι η πρόσοψη και η στέγη του κτιρίου θα αναστηλωθούν. Τελικά, αυτό, δεν κατέστη εφικτό. Πληθώρα λόγων συνέτεινε στο να παραμείνει το κτίριο ένα ιδιότυπο, νεκροζώντανο κουφάρι. «Από μέσα πεθαμένοι και απέξω ζωντανοί», λέει το γνωστό άσμα του Αττίκ που είχε γνωρίσει και πρόσφατη επιτυχία μετά τον «Αστακό» του Γιώργου Λάνθιμου. Σε μια εντυπωσιακή αντιστροφή αυτού του στίχου, εικάζω, συνοψίζεται ο τρόπος με τον οποίο διαβιοί το κτίριο της Σταδίου και Χρήστου Λαδά. Αλλά η αναλογία αυτή, όπως θα ήθελα να υποστηρίξω, έχει γερά πόδια. Γιατί κάπως έτσι συνεχίστηκε και η ζωή όλα αυτά τα χρόνια μετά από εκείνη την πυρκαγιά που όχι μόνο δεν απέτρεψε την ψήφιση του δεύτερου μνημονίου αλλά, τον Αύγουστο του ‘15, έφερε το τρίτο μνημόνιο, που ακολουθήθηκε, τον Μάιο του ‘17, από το πολυνομοσχέδιο, γνωστό και ως τέταρτο μνημόνιο.
Περπατώντας το πεζοδρόμιο μπροστά από το Αττικόν, αυτή τη στενή λωρίδα πεζοδρομίου που αναγκαστικά παραμένει έτσι όλα αυτά τα χρόνια λόγω των υποστυλωτικών σκαλωσιών με τα κιγκλιδώματα που περιβάλλουν το κτίριο, αναγκάζεται ο περαστικός όχι μόνο να έρχεται σχεδόν σε επαφή με την περίμετρο του κτιρίου, αλλά να επιδίδεται και σε αυτοσχέδιες χορογραφίες που ως στόχο έχουν να αποφασίσουν, στο φτερό, τις προτεραιότητες για τη διάβαση αυτής της στενής λωρίδας πεζοδρομίου. Έτσι, άλλοτε θα συγκρουστεί με κάποιον άλλο, άλλες φορές θα αναγκαστεί να σταματήσει το βάδισμά του και να σταθεί στην άκρη, και άλλες φορές θα πρέπει να κατέβει στο οδόστρωμα υπό τον διαρκή φόβο ότι κάποιο δίτροχο ή τετράτροχο θα αποπειραθεί να τον θωπεύσει. Η τριβή αυτή συνιστά επιπλέον κεφαλικό φόρο στην απώλεια των κινηματογράφων, αλλά και ιδιότυπη παντομίμα – αντανάκλαση του πώς μάθαμε να ζούμε όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί και στενή λωρίδα περιδιαβαίνουμε, και σε χορογραφίες επιδιδόμεθα για να τη διασχίσουμε. Πολλοί επέστρεψαν σε πατρικά σπίτια, σε επαρχιακές πόλεις, σε παιδικά δωμάτια που νόμιζαν ότι είχαν αφήσει πίσω ανεπιστρεπτί. Πολλοί ανέβαλαν (και ανέβαλλαν) χωρισμούς και διαζύγια, και έτσι, πολλοί έμαθαν να ζουν με υποστυλώσεις, υποστηρίξεις, και προστατευτικά κιγκλιδώματα που όχι μόνο αναδείχθηκαν μονιμότερα του προσωρινού, αλλά περιόρισαν και τον ζωτικό χώρο και έσπρωξαν τις ζωές στα ενδότερα: από έξω πεθαμένοι και από μέσα ζωντανοί.
Όταν λοιπόν θα αναστηλωθεί – επισκευαστεί ξανά αυτό το κτίριο, θα μπορούσαν οι αρμόδιοι να στοχαστούν στην πιθανότητα, αντί να επιστρέψει στην παλιά του λάμψη, με χρυσοποίκιλτες γύψινες διακοσμήσεις και λαμπερά χρώματα που θα μυρίζουν ανακαίνιση, που θα ανυπομονούν να βάλουν πίσω τους αυτά τα χρόνια της σιωπής και ερήμωσης, ας εξετάσουν οι υπεύθυνοι την περίπτωση να παραμείνει το κτίριο ως έχει: με αυτή την ιδιότυπη πατίνα άθικτη, αφού φυσικά διασφαλιστεί η στεγανότητα και στατικότητα της όποιας πρόσοψης και οροφής παραμένει. Ας δοθεί στο κτίριο η δυνατότητα να μετουσιώσει, ηθελημένα πια, τον ρόλο που έτυχε να αναλάβει άθελά του ως μνημείο, υπόμνηση, εικαστική παρέμβαση, για τα χρόνια της κρίσης (και κάθε μελλοντικής κρίσης), αλλά και ως προσπάθεια αποτύπωσης του πολύ απλού που συμπυκνώνει φορμαλιστικά, πάντοτε, ένας κινηματογράφος, ακόμη και ένας κινηματογράφος τόσο εντυπωσιακός όσο το Αττικόν: ότι η ζωή μπορεί να συνεχίζεται και χωρίς ψιμύθια, στα ενδότερα, εξίσου, αν όχι περισσότερο, φανταχτερά και μεγαλεπήβολα.