Ιστορίες φαντασμάτων
«What’s in a name?» SHAKESPEARE, ROMEO AND JULIET, II,ii, 1-2
«Όταν εγώ χρησιμοποιώ μια λέξη», είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι κάπως υπεροπτικά, «σημαίνει ακριβώς ό,τι διαλέγω να σημαίνει—τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο».
«Το ερώτημα είναι», είπε η Αλίκη, «αν μπορείς να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν τόσα διαφορετικά πράγματα.».
«Το ερώτημα είναι», είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι, «ποιος είναι το αφεντικό—τελεία και παύλα.» ΛΙΟΥΙΣ ΚΑΡΟΛ, ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΚΑΙ ΤΙ ΒΡΗΚΕ Η ΑΛΙΚΗ ΕΚΕΙ, ΚΕΦ. VI, Ο ΧΑΜΠΤΙ ΝΤΑΜΠΤΙ
Περίληψη προηγουμένων: Έκπαγλη επιφάνεια της Διημουσθένιις, καταμεσήμερο του Ιουλίου, στον θεσσαλικό κάμπο, εν μέσω απόκοπων απ’ το λίχνισμα καμπίσιων, τέλος της δεκαετίας του 1950. Επιχειρώντας αναγνώριση του ονόματος Διημουσθένιι η ποδηλάτισσα θεάτρια αυτήκοη του συμβάντος ενθυμείται την ιστορικήν ευαισθησία του Στεφάνου Α. Κουμανούδη υπέρ της διατήρησης των τουρκικών και ιταλικών επωνύμων, όπως εκδηλώνεται, στο τέλος του 19ου αι., στη Συναγωγή νέων λέξεων, σε ζωηρή παρέμβαση περί κυρίων οικογενειακών ονομάτων, όπως π.χ. υπέρ του Γκιουμουσγκερδάνης αντί των μπασταρδεμένων με την προσθήκη δήθεν καθαρτικής κατάληξης –ίδης όπως Καρακατσανίδης, αλλά και σαν ποιητικό παράλληλο, που συνειρμικά εκάλεσε η πηγαία εκφορά της «πλούσιας μουσικής των φωνηέντων του ελληνικού ονόματος», την ευτυχώς αποτυχημένη απόπειρα από μαραγκιασμένους αρχαιόπληκτους καθαρολόγους να αντικατασταθεί σαν εθνικός ύμνος η πηγαία ποίηση του Ύμνου εις την Ελευθερίαν του Σολωμού με γλωσσικά και ιδεολογικά απολιθώματα του τύπου «Εις ακτάς κοιλάδας όρη—πνεύμα φέρεται ζωής» κτλ. κτλ. Εντωμεταξύ προς την απορρώγα κορυφή της εθνικιστικής νόσου όπως εκδηλούται με συμπτώματα κρατικής ονοματολογικής παράνοιας αρχαιόπληγου χαρακτήρα παρασύρουν την έμφορτη πάθους ερευνητικού ποδηλάτρια τα δολιχοδρομούντα μέσω τηλεφωνικών καταλόγων και εμβριθών συναγωγών αρχαίων προσωπωνυμίων δημοσθενιανά ευρήματα. Ένα είδος καρναβαλικού παραληρήματος οδηγεί τα βήματα του νέου ελληνικού κράτους και των υπηκόων του σε παλινδρομικά ατελεύτητη διαδικασία σαρωτικών αρχαιοφανών ονοματικών μεταμφιέσεων. Προοικονομούνται τελικώς τα υπερ-πραγματικά μανιφέστα του 1924 με τελωνειακές διατυπώσεις του 1921 όπως «παρακοπαί βαμβακερών υφασμάτων, εις ας δεν περιλαμβάνονται αι των μανδαπολαμίων». Όλα μεταφράζονται σε διαρροή κεφαλαίου και κίνδυνο ολικής προσωποαγνωσίας. Χωρίς να έχει επιλυθεί ακόμη το πρόβλημα Διημουσθένιι.
Στο σημείο αυτό η Περίληψη αυτή (που βλέπεται και δεν πιάνεται, και ας σταματήσει επιτέλους αυτό το «ανά χείρας» επί της οθόνης) θα πρωτοτυπήσει ρίχνοντας τους τίτλους και της σημερινής, τελευταίας συνέχειας—κάπως κατά τα ραμπελεζιανά προηγούμενα:
Αφού απαντηθεί με χουντικά κινηματογραφικά επίκαιρα και νεομακεδονομαχικά μαχαιροβγαλτικά φανερώματα της υπερμάχου στρατηγού στην Πλατεία Συντάγματος του αθηναϊκού Κέντρου, η περιφερόμενη αναδιφίστρια ονομάτων καταλήγει μέσω Λιοπεσιού και Παναγίτσας Αθηνιώτισσας στο αρχιπέλαγος του χριστιανικού Συναξαριστή όπου όλα καθαγιάζονται. Εκεί όλα ευωδιάζουν στον ευεργετικό Ήλιο της σωτηρίας ημών, όπου συντελείται ο έκπαγλης λευκότητας απόλυτος και άμωμος εκχριστιανισμός του πνευματικού κεφαλαίου της αρχαιότητας χάριν μιας πνευματικής ονοματικής συνεχείας που εν τέλει ουδείς δύναται να διεκδικήσει ει μη μόνον τα άγραφα ήτοι οι ισχυρές ακόμα, απόκρυφες, άγραφες παραδόσεις, οι γλωσσικοί νόμοι ήτοι τα γραμματικά γένη, και ίσως και το φάντασμα του Ν.Γ. Πεντζίκη.
Συνέχεια από την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου
Στον παράδεισο των ονομάτων ενεδρεύουν οι οχιές της ιδεολογίας. Θρεμμένες από την ιστορική αμνησία ή χειρότερα από την επιλεκτική ιστορική μνήμη δαγκώνουν προειδοποιητικά αλλά ένας παράξενος μιθριδατισμός, μια αδρανής νάρκη, εκτρέπουν την εγρήγορση. Υπάρχει λοιπόν Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο του οποίου η τύχη αγνοείται. Θεωρητικά, μάλλον, ανήκει πλέον στην ΕΡΤ ΑΕ από τότε που ξαναλειτούργησε. Πάντως, από κάποιο είδος αδράνειας πάλι, εξακολουθεί να υπάρχει διαδικτυακός τόπος http://www.avarchive.gr/portal/. Διαθέτει κυρίως ταινίες κινηματογραφικών Ελληνικών Επικαίρων. (Εκείνα τα οποία ενδυνάμωσαν το ειρωνικό ένστικτο της ποιητικής «γενιάς του ‘70».) Στο:
http://www.avarchive.gr/portal/digitalview.jsp?get_ac_id=2144
βρίσκουμε το Τεκμήριο D2144, που μας δίνει αντιπροσωπευτική ιστορική γεύση του έτους 1973. Η ημερομηνία παραγωγής της ταινίας είναι 7 / 5/ 1973 και περιλαμβάνει ειδήσεις από 23 / 4/ 1973 έως 3 / 5 / 1973. Στα 8:11 λεπτά παρακολουθούμε έκθαμβοι με τη συνοδεία αμυδρά νινοροτικής μουσικής υπόκρουσης, και με την αρωγή υφέρποντος φελινικού κλίματος, την χειροπιαστή έκφραση του ιστορικού και καλλιτεχνικού οράματος της δικτατορίας των συνταγματαρχών (με το οποίο συνέπλεε τουλάχιστον η μισή Ελλάδα) αμφότερα ομολογουμένως ηπιότερα από τις νεομακεδονομαχικές εκφράσεις των απανωτών προσφάτων συλλαλητηρίων της πλατείας Συντάγματος κατά της συμφωνίας των Πρεσπών, με το μεταμοντέρνο ύφος κόμικς των οποίων συντάχτηκε η λεπταίσθητα εύθικτου γούστου ως προς τις γραβάτες τρέχουσα μείζων αντιπολίτευση (κορυφαίο δείγμα η επίνοια ενός πρωτοφανώς εξαμβλωματικού εικονογραφικού τύπου μαχαιροβγάλτριας Θεοτόκου σε κεντρικό λάβαρο της εξέδρας των ομιλητών στο Σύνταγμα) : πρόκειται για τα Δημοσθένεια του δήμου Παιανίας, ο οποίος στην πρόσοψη ενός ανθοφόρου οχήματος—ή προσωρινά μεταμφιεσμένου για τις ανάγκες της περίστασης δούρειου άρματος μάχης, αλλά τι μάχης, μάχης πολιτισμού· βρισκόμαστε λίγους μήνες πριν από το Νοέμβρη του 1973—διαφημίζει τη μακροβιότητά του ήτοι 24 αιώνες ζωής, και στο πλευρό του άρματος συνοπτικό σχεδιαστικό μακαρόν που απεικονίζει μια αφαιρετική εντύπωση με μακρινή αφορμή την κατατομή του ρήτορα Δημοσθένη του Παιανιέως· 4 αιώνες πριν από τον Χριστό και άλλοι 20 ίσον 24. Οπωσδήποτε παρόμοιες εκδηλώσεις ανήκουν σε εποχές όπου οποιοσδήποτε μπορούσε να ισχυριστεί οτιδήποτε και μολονότι αυτό ισχύει εν μέρει ακόμα (το είδαμε αυτό από τους αντιπολιτευόμενους διαφωνούντες με τη «συμφωνία των Πρεσπών», και στις τηλεοπτικές τράπεζες συζητήσεων για το «Μακεδονικό» που καλώς, αν και καθυστερημένα, οργανώθηκαν), σήμερα, ένας στοιχειώδης ψηφιακός γραμματισμός, ένας στοιχειώδης ηλεκτρονικός εξοπλισμός, ελάχιστη κριτική ροπή, κάποια βασική παιδεία και ένα δυο κλικ αποφέρουν τον Αρβανίτη τσιφλικά Yorgi Lopesi, «χωροδεσπότη» (ο Κουμανούδης καταγράφει πρώτο φανέρωμα της λέξης «χωροδεσπότης» το 1836 αναφέροντας ότι πρόκειται για νομοτεχνικό όρο, αλλά η νεοκαθαρεύουσα τάση της Βικιπαίδειας επιμένει να φτιασιδώνει αποφεύγοντας τον όρο «τσιφλικάς»—έχω δει αλλού και το εκτρωματικό «τσιφλικούχος»), απ’ τον οποίο ανεπαισθήτως ονομάστηκε η περιοχή «Λιόπεσι» που στους αρχαίους χρόνους χοντρικά ταυτίζεται με τον αρχαίο δήμο Παιανίας και όπου με την κάθοδο των Αρβανιτών την περίοδο της Λατινοκρατίας ήρθε και εγκαταστάθηκε σαν καλλιεργητής για να ξεχερσώσει κι αυτός, μαζί με τόσους άλλους, τον ερημότοπο. Η έγκριτη ερευνήτρια Ευαγγελία Μπαλτά δημοσίεψε οθωμανικό κατάστιχο του 16 ου αι. όπου μαρτυρείται το όνομα. Ένα ακόμα κλικ στο Λιόπεσι μα και στην Παιανία, στον διαδικτυακό τόπο της Ε.Ε.Τ.Α.Α. Α.Ε., στις Διοικητικές Μεταβολές Οικισμών (ό.π.), καθρεφτίζει το μεγαλείο της απεμπόλησης τουλάχιστον τριών αιώνων ολοζώντανης σύγχρονης ιστορίας του τοπωνύμιου «Λιόπεσι» υπέρ μιας αβέβαιης για τον τόπο, ουτοπικής λοιπόν, και κενής αρχαιότητας—το Λιόπεσι ταξιδεύει από τον ένα στον άλλο επινοημένα αρχαιώνυμο δήμο μέχρι το 1915 να μετονομαστεί με ΦΕΚ σε «Παιανία». Έτσι, με διαδοχικές παραχαράξεις και με τη συνδρομή του στρατοκρατικού εθνικισμού προέκυψαν αυτά τα κωμικοτραγικά «Δημοσθένεια» που όμως, και πάλι, και για να κλείσω αυτήν την τοπωνυμική περιδιάβαση εδώ, είναι «Δημοσθένεια», στον πληθυντικό, και όχι «Δημοσθενία».
«Την Πολιούχον [Αθηνά] απήλασεν εκ του περιδόξου μνημείου [Παρθενώνας] η γλυκοφιλούσα θεομήτωρ Παρθένος [Παναγία η Αθηνιώτισσα], προστάτις των Αθηναίων Χριστιανών» (Δ. Σισιλιάνος, Παλαιαί και Νέαι Αθήναι, Α’, Αθήνα 1953, 43): ο εναγκαλισμός της ειδωλολατρικής αρχαιότητας από τη νέα θρησκεία είναι θανάσιμος. Και όχι χωρίς πονηριά, δηλαδή σαρωτικές αγιοποιήσεις αρχαίων ονομάτων που οι φορείς τους σκεπάζονται από μια αβέβαιη θρυλική αχλύ μένοντας έξω και από αυτήν ακόμα την ακάματη μυθοπλαστική θεοπνευστία του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και του τρίτομου, έγκριτου Συναξαριστή του (τέλος 18ου– αρχές 19ου αι.). Μια σύντομη αναζήτηση στο διαδικτυακό τόπο του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού που έχει αναρτήσει τον Συναξαριστή του Νικοδήμου στην έκδοση της εκδοτικής εταιρείας Δόμος, Αθήνα 2005, στο ψηφίο «Δ», δεν αποφέρει «Δημοσθένη» ή «Δημοσθενία», αλλά μόνον, στις 10 Απριλίου, «Δήμο» νεομάρτυρα που μαρτύρησε στη Σμύρνη το 1363, ενώ για το μαρτύριό του παραπέμπεται ο αναγνώστης, σε υποσημείωση, αλλού. Ψάχνοντας ίχνη χριστιανών Δημοσθένη και Δημοσθενίας, με βάση την ημερομηνία 10 Απριλίου στο διαδικτυακό τόπο της Εκκλησίας της Ελλάδος, που χωρίς καμιά πληροφορία για τον Συναξαριστή που χρησιμοποιεί, δίνει δυνατότητα αναζήτησης στο εορτολόγιο, πέφτω σε δέσμη μαρτύρων και νεομαρτύρων, ανάμεσά τους ανώνυμοι 36 και άλλοι «συν αυτοίς» και ο Δήμος Νεομάρτυς αλιεύς, με χρονολογία μαρτυρίου 1763 και όχι 1363, όπως κατά τον Συναξαριστή Νικοδήμου. Αλλά για την Εκκλησία, όπως και για τον Ν.Γ. Πεντζίκη, ο χρόνος και η ιστορία είναι πράγματα απολύτως δευτερεύοντα και σημασίας σχετικής με αποκαλυπτικές παραμέτρους. Όλα με σπρώχνουν στον αποκρυφισμό: τί πραγματώνει καλύτερα από το αναξιόπιστο Διαδίκτυο την ουτοπία ενός γιγαντιαίου συναξαριστή. Έτσι αδίσταχτα καταφεύγω αλλού όπου με περιμένουν όλοι οι βίοι όλων των δυνατών αγίων και μαρτύρων και του Δημοσθένη. (Αν και χωρίς Δημοσθενία—υπομονή, τελειώνουμε.) Στη μέση μιας από τις πιο γενναιόδωρες αγιοποιήσεις που έχει να προσφέρει ο ατέρμων Συναξαριστής, συντροφιά με τον Άγιο Σωκράτη, τον Άγιο Πολύβιο, τον Άγιο Αναξιμένη, τους Αγίους Όμηρο, Πίνδαρο, Πολύβιο, Σοφοκλή, Ηρακλή, Αριστείδη κ.ο.κ. ησυχάζει και ο Άγιος Δημοσθένης. Στη «Βιογραφία», όπως την ονομάζει η ίδια διαδικτυακή πηγή, είναι ένας από τους τριάντα εννιά Χριστιανούς που επί αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο αιώνα μ.Χ., μαρτύρησαν με τους Άγιους Μάρτυρες Αφρικανό, Τερέντιο, Μάξιμο, Πομπήιο, Θεόδωρο. Η αρίθμηση, όπως και η περιγραφή του μαρτυρίου τους, είναι ένα κωμικοσαδιστικό αλαλούμ αντιγραμμένο φανερά και πρόχειρα από το Συναξαριστή του Νικόδημου. Τριβόλια και πυρωμένα σουβλία και ραβδία ακανθωτά και τραχέα και νεύρα βοών και δαρμός εωσότου φανούν τα εσωτερικά σπλάχνα κ.ο.κ. και τέλος κάποια μυστηριώδη «τρυπήματα στα ισχία», και θηρία και αποκεφαλισμός. Ο
«τόπος των αγίων» καταλήγει με Απολυτίκιον και Έτερον Απολυτίκιον και Κοντάκιον. Η μόνη ιδιότητα του Δημοσθένη και των συμμαρτύρων που αναφέρεται είναι η ιδιότητα του θρησκεύματος—ήταν Χριστιανοί και εθεάτριζαν (γελοιοποιούσαν) τη δύναμη των ειδώλων. Τι να σου κάνουν οι συνθέτες των Απολυτικίων με αυτό το άσαρκο μοναδικό στοιχείο; Πιάνονται από την ιδέα του άθλου του μαρτυρίου και «στρατό θεοσύλλεκτο» και «αθλοφόρους» τους ψάλλουν. Το διδακτικό Κοντάκιο καταλήγει με τις προτροπές θάρρους του ενός προς τον άλλο στο στάδιο των θηρίων, με την υπόσχεση «αδιαδόχου» (αιώνιας) τρυφής (ηδονής και απόλαυσης).
Και η Δημοσθενία; Κατά το Δαβίδ – Δαβιδία, Δημοκράτης – Δημοκρατία κ.ο.κ. δεν είναι παρά μια γραμματικά μοιραία, νεότερη, χριστιανικά αναγκαία και κοινωνικά απαραίτητη θηλυκή κατάληξη. Πώς αλλιώς θα συνέχιζε η «Διημουσθένιι» το όνομα του παππού της;