Στέλλα Καβαλλιεράτου, Λεπτομέρεια από καπέλο. Αλουμίνιο. 2006
Αρχαϊκό περιθώριο των ονομάτων – 2
31-01-2019

“… αλλά ο πιο ωραίος κόσμος γίνεται από σκουπίδια πεταμένα στην τύχη, όπως λέει ο Ηράκλειτος” ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ 124 (ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ,  ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ 15)

«What’s in a name?» SHAKESPEARE, ROMEO AND JULIET, II,ii, 1-2

«Όταν εγώ χρησιμοποιώ μια λέξη», είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι κάπως υπεροπτικά, «σημαίνει ακριβώς ό,τι διαλέγω να σημαίνει—τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο».

«Το ερώτημα είναι», είπε η Αλίκη, «αν μπορείς να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν τόσα διαφορετικά πράγματα.».

«Το ερώτημα είναι», είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι, «ποιος είναι το αφεντικό—τελεία και παύλα.» ΛΙΟΥΙΣ ΚΑΡΟΛ, ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΚΑΙ ΤΙ ΒΡΗΚΕ Η ΑΛΙΚΗ ΕΚΕΙ, ΚΕΦ. VI, Ο ΧΑΜΠΤΙ  ΝΤΑΜΠΤΙ

Περίληψη προηγουμένου: Έκπαγλη επιφάνεια της Διημουσθένιις, καταμεσήμερο του Ιουλίου, στον θεσσαλικό κάμπο, εν μέσω απόκοπων απ’ το λίχνισμα καμπίσιων, τέλος της δεκαετίας του 1950. Επιχειρώντας αναγνώριση του ονόματος Διημουσθένιι η ποδηλάτισσα θεάτρια αυτήκοη του συμβάντος ενθυμείται την ιστορικήν ευαισθησία του Στεφάνου Α. Κουμανούδη υπέρ της διατήρησης των τουρκικών και ιταλικών επωνύμων, όπως εκδηλώνεται, στο τέλος του 19ου αι., στη  Συναγωγή νέων λέξεων, σε ζωηρή παρέμβαση  περί κυρίων οικογενειακών ονομάτων, όπως π.χ. υπέρ του Γκιουμουσγκερδάνης αντί των μπασταρδεμένων με την προσθήκη  δήθεν καθαρτικής  κατάληξης –ίδης  όπως Καρακατσανίδης, αλλά και σαν ποιητικό παράλληλο, που συνειρμικά εκάλεσε η πηγαία εκφορά της «πλούσιας μουσικής των φωνηέντων του ελληνικού ονόματος», την ευτυχώς αποτυχημένη απόπειρα από μαραγκιασμένους αρχαιόπληκτους καθαρολόγους να αντικατασταθεί σαν εθνικός ύμνος  η πηγαία ποίηση του Ύμνου εις την Ελευθερίαν του Σολωμού με γλωσσικά και ιδεολογικά απολιθώματα του τύπου «Εις ακτάς κοιλάδας όρη—πνεύμα φέρεται ζωής» κτλ. κτλ.

Συνέχεια από την Πέμπτη 24 Ιανουαρίου

Να πάμε πρώτα πολύ πίσω, στην αβέβαιη ως προς την ανά πάσα στιγμή ανατροπή των στοιχείων από το τυχαίο επιγραφικό εύρημα της σκαπάνης του τυχερού αρχαιολόγου, ή την βαθιά αρχαιοδιφία του αρχαιομύστη που επιμένει  να αναγνωρίζει όλο και πιο ελλειπτικούς στίχους της Σαπφώς στα παραγεμίσματα της κάθε φαγιουμομούμιας, αρχαιότητα, ή στα πιο βεβαιωμένα, παραπλανητικά, χριστιανικά χρόνια; Πολύ πίσω, η θαυμαστή,—έργο γιγάντιο και ανεξάντλητης  χρησιμότητας— και ελπίζεται ακμαία και προοδεύουσα— βάση δεδομένων LGPN (Lexicon of Greek Personal Names), ατελής διαδικτυακά, αλλά ήδη στον όγδοο τόμο, (μόλις κυκλοφόρησε τον Μάρτη του 2018 με την προσωπογραφία της πολυστρωματικής  φυλετικά, πολιτισμικά και γλωσσικά ενδοχώρας της Μικράς Ασίας, με 42.500 άτομα με πάνω από 7.300 διαφορετικά ονόματα αντλημένα από κάθε δυνατή λογοτεχνική πηγή ή επιγραφικό τεκμήριο) προσφέρει την αρχαιολογία του ονόματος «Δημοσθένης» και του θηλυκού τύπου «Δημοσθένεια», προπαροξύτονο, με ει, όπως είναι ο κανονικός της αρχαίας γλώσσας σχηματισμός. Έχοντας διεξέλθει με διαστροφική ηδονή τους πρώτους εφτά τόμους (και δεν αναμένονται εκπλήξεις από τον όγδοο—και εν πάση περιπτώσει δανείστε μου χρόνο ή χρήμα για να τον ελέγξω επακριβώς), μπορώ να βεβαιώσω πως υπάρχει μόνο 1 (μία, άπαξ) μαρτυρία επιγραφική του ονόματος «Δημοσθένεια» (αν για να πιστέψεις άτυχε αναγνώστη του κειμένου  τούτου επιθυμείς να βάλεις το ποντίκι σου εις τον τύπον των ήλων (= βλ. στον υπερσύνδεσμο), όταν ανοίξει, κλίκαρε το + για μεγέθυνση, στο κάτω δεξιά περιθώριο διαχείρισης της εικόνας), στον τόμο ΙΙ «Αττική» (Osborne και Byrne), η οποία μαρτυρία παραμένει αναλλοίωτη από μεταγενέστερα ευρήματα, ακριβώς όπως την κατέγραψε από το τέλος του 19ου αιώνα, στην περίφημη Αττική Προσωπογραφία (2 τόμοι, 1903) ο χαλκέντερος Γερμανός (φιλόλογος, επιγραφιστής) Γιοχάνες Ερνστ Κίρχνερ (1859-1940). Από τα απώτατα χρονικά βάθη (περ. 700 π.Χ. μέχρι και το 600 μ.Χ.), μία και μόνο μία Δημοσθένεια φαίνεται πως υπήρξε κάτοικος Αττικής, τον 4ο αι. π.Χ., κόρη του Σωφίλου, από τον δήμο Λευκονοίου. Στους υπόλοιπους τόμους, βρίσκω άλλη μία στον 1ο τόμο του LGPN , που είναι αφιερωμένος στα νησιά του Αιγαίου, την Κύπρο και την Κυρηναϊκή. Επειδή  τον προσέγγισα ψηφιακά, δεν μπορώ να παραθέσω πρόσθετα στοιχεία για την δεύτερη αυτή Δημοσθένεια. Αξιοσημείωτη είναι στον 6ο τόμο (Μικρασιατική Ακτή από τον Πόντο ως την Ιωνία) το κομψό φανέρωμα (κανονική apparition) μιας μελωδικής παραλλαγής «Δημοσθενίς». Κατά τα άλλα, τέρμα με τα θηλυκά—δεκάδες Δημοσθένηδες πλημμυρίζουν την Αττική κυρίως, αρκετοί στις υπόλοιπες περιοχές, και κάπου πάλι στις Μικρασιατικές ακτές ένας ενδιαφέρων «Δημοσθενιανός». Ούτε η κα Δημοσθενία της Θεσσαλονίκης ούτε η Θεσσαλή μου «Διημουσθένιι» έχουν το παραμικρό αρχαιοελληνορωμαϊκό  πεντιγκρί.

Για το γνήσιο, με κάπως μπόσικα χρονικά όρια, αρχαιοελληνικό τους πεντιγκρί είναι πάντως βέβαιες οι ας τις πούμε «ελίτ» (οι εσχάτως εκφυλισμένες σε τύπους Άδωνι Γεωργιάδη) κάθε είδους, με λίγες τις εξαιρέσεις, προτού ακόμα ιδρυθεί το ελληνικό κράτος, και, αντάμα με τους θεσμούς,—διοίκηση, δικαιοσύνη, στρατό, ναυτικό, εκπαίδευση, τελωνεία κτλ.—, αμέσως μετά. Η σύντονη καθαρτική εκστρατεία με εξαρχαϊσμό παράγει τερατογενέσεις λεξιλογικές, σαν σουρεαλιστικό ποιητικό ανεμογκάστρι, του τύπου «παρακοπαί βαμβακερών υφασμάτων, εις άς δεν περιλαμβάνονται αι των μανδαπολαμίων» (από το «Τελωνειακόν δασμολόγιον εισαγωγών» του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, 1921. Παρατίθεται από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη στην Νεοελληνική Γραμματική, Πρώτος Τόμος, Ιστορική Εισαγωγή, Αθήνα 1938, Ο εξελληνισμός  του λεξιλογίου, σ. 565). Απέχουμε δυο βήματα από την εμπειρίκεια  γλωσσολαλία, τρία από την εφεύρεση του σουρεαλισμού, ένα από τον Μποστ και πέντε από την μεταφυσική ασυνεννοησία διοίκησης, ακαδημαϊκού σώματος και πολιτών. Καταμεσής τώρα στη χώρα όπου βασιλεύουν οι ενάμισι μέτρο λέξεις και οι αρχαιόμορφοι μακαρονισμοί σαρώνουν οι μετονομασίες των τοπωνυμίων. Ένας μπρανκαλεονικός στρατός από τμηματάρχες υπουργείων, ιππότες  μιας ελεεινής μορφής με την πένα αντί για κοντάρι στο χέρι, αρχίζουν ύστερα από την απελευθέρωση τη γκιόστρα των ονομάτων, συστήνοντας επιτροπές μετονομασίας, επιτροπείες τοπωνυμιών  σπαταλώντας άπειρες ώρες διοικητικού μαρασμού «επί σκοπώι οβελισμού των βαρβάρων ονομάτων… προς απαλλαγήν από της ασχημίας ταύτης» (1909. Τριανταφυλλίδης, ό.π.). Επικρατεί γενικό χάος: αναδύονται πολυώνυμα χωριά με τερατώδη ποικιλωνυμία: π.χ. «Γυμνάσιον Κρεσταίνων», «Γραφεία κοινότητος Σελινούντος», «Τμήμα χωροφυλακής Σκιλλούντος», «Ένωσις συνεταιρισμού Ολυμπίας», όπου Κρέσταινα, Σελινούς, Σκιλλούς και Ολυμπία, πρόκειται για τα αυτά Κρέσταινα – κάπως διευρυμένα, για περισσότερη σύγχυση, στην περίπτωση του «Ολυμπία».  Το παράδειγμα είναι και πάλι από τον Τριανταφυλλίδη ό.π. Ας δούμε όμως τα παθήματα των Κρεσταί(έ)νων σήμερα, όπως με ένα κλικ μάς τα ιστορεί ο από μηχανής ψηφιακός θεός, στο σάιτ της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης Α.Ε. (Ε.Ε.Τ.Α.Α.  Α.Ε., https://www.eetaa.gr). Από το 1835 ένας ακήρυκτος πόλεμος συνεχίζεται με τελευταία φάση το ΦΕΚ 87Α – 07 / 06 / 2010 όπου τα διεκδικούμενα από όλους Κρέσταινα (όπου όμως στο ευρετήριο της Ε.Ε.Τ.Α.Α αναφέρονται σαν Κρέστενα καθώς με ολόκληρη διοικητική απόφαση στις 16 / 10 / 1940 διορθώθηκαν από Κρέσταινα σε Κρέστενα) μετακινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα από τη Μεσσηνία, στην Τριφυλία, και πίσω στη Μεσσηνία, σταθμεύουν προσωρινά—αλίμονο—στη Μεσσηνία, για να εισβάλουν έξαφνα σαν Κρέσταινα στην Ηλεία, να γνωρίσουν εκεί μια μετάπτωση σε Κρέστενα, και να επανέλθουν πραξικοπηματικά σε Κρέσταινα Ηλείας το 2010, αλλά αποκληρωμένα οριστικά από τον δήμο Σκιλλούντος, να οριστούν εκεί σαν έδρα ενός νέου παίκτη—του δήμου Ανδρίτσαινας-Κρεστένων. Χρειάστηκαν 8 (οχτώ) διαφορετικά ΦΕΚ και ενδιάμεσες τροποποιήσεις με διοικητικές αποφάσεις.  Ο Γκ. Κ. Τσέστερτον συνιστούσε να μην παίρνουμε την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» στα σοβαρά. Έχω εντελώς αντίθετη άποψη· να την παίρνουμε πάρα πολύ σοβαρά, να βαφτίσουμε τα Κρέσται(ε)να «Αλλαξοκερασιά» και να τελειώνουμε. Στον πόλεμο της μετονομασίας που συνεχίζεται με την ίδια ένταση και τα ίδια συμπτώματα—κάποτε και με απροσδόκητα ευφάνταστες δακρυγόνες παραλλαγές, όπως αυτή της Μακεδονίας, Βόρειας Μακεδονίας, Σκόπια, ΠΓΔΜ κ.ο.κ., όπου ούτε λίγο ούτε πολύ επιμένουμε, από κεκτημένη ταχύτητα,  στη μετονομασία ενός ξένου κράτους κατά τα γούστα μας και το πεντιγκρί μας—ο θαυμαστός Τριανταφυλλίδης καταγράφει όλες τις απερίγραπτα κωμικές επιπλοκές που προκαλεί: κώμες, δήμοι, οικισμοί, πόλεις επιμένουν να πάρουν πίσω την παλιά ονομασία τους, άλλοι αντιπροτείνουν όποια αλλόκοτη ονομασία τους αρέσει γιατί κατά τη γνώμη τους «είναι ιστορικότερη» (από Αλεποχώρι σε Λακεδαίμων ή Ραμνούς. Τριαντ. ό.π.), υπάρχουν κάτοικοι που μένουν αβάφτιστοι γιατί είναι ανεφάρμοστος ο σχηματισμός πατριδωνυμικού με τα νέα δεδομένα, άλλοι αρμόδιοι προτείνουν εξαφανισμό «μόνο των τουρκικών ονομάτων ανενδοιάστως, διότι δεν καταστρέφει ιστορικά ίχνη» (Ν.Πολίτης !), άλλοι θερμόαιμοι  απειλούν να πάρουν τ’ άρματα αν το υπουργείο επιμείνει στην αλλαγή ονόματος,  άλλοι πως με την αλλαγή χάνουν την ιστορία τους, οι λόγιοι θέλουν τα Τρίκαλα να γίνουν Τρίκκαλα ή και Τρίκκη, προκύπτουν διελκυστίνδες ονομάτων όπου δυο χωριά τραβολογούν το ίδιο όνομα· εντωμεταξύ η Γαλάτιστα που είχε γίνει με ΦΕΚ του 1928 Ανθεμούς επανέρχεται με ΦΕΚ το 1936 σε Γαλάτιστα γιατί «η επιτροπή βρήκε τώρα πως η ρίζα της είναι ελληνική και η κατάληξή της , «ιστορική», σ’ ελληνικές και σλαβικές λέξεις, υπάρχει και σε ξένες τοπωνυμίες, διατηρημένες και αυτές, καθώς στη Σιάτιστα» (Τριαντ. ό.π.). Υπάρχουν λίγες φωνές που νηφάλια συνιστούν μετριοπάθεια γιατί, για παράδειγμα, «από τα δεκαπέντε χωριά ενός δήμου της Ευρυτανίας, τα “δεκατρία φαίνονται έχοντα ξενικά ονόματα”» και δεν γίνεται να τα αλλάξουμε όλα (Τριαν. ό.π.). Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δηλώνει αδυναμία να βοηθήσει την Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού να «μετονομασθούν επί τη βάσει ιστορικών στοιχείων» τα άπειρα τοπωνύμια για βουνοκορφές, διάσελα, λάκκες, ισιώματα, χαράδρες, ρεματιές, λαγκαδιές, λιβάδια, πηγές, βρύσες, ποταμάκια κ.ο.κ. της Πάρνηθας, για παράδειγμα (Τριαντ. ό.π.). Οι ιστορικοί βεβαίως αντιδρούν κατά κανόνα έντονα στη μετονομασία. Ο Τριανταφυλλίδης παραθέτει τον Α. Μηλιαράκη: «Μήπως τουλάχιστον εν τη μεταλλαγή επεκράτησε σπουδαίος τις λόγος ιστορικός ή άλλος τις; Παντάπασιν· ο μόνος λόγος ήτο η επίδειξις αρχαίας λέξεως και εν γένει αρχαιομαθείας. Η ιστορική Βοστίτσα επί παραδείγματι εγένετο Αίγιον. Εν τούτοις εάν μελετήσει τις την ιστορίαν της πόλεως υπό τα δύο ταύτα ονόματα θέλει παρατηρήσει ότι η πραγματική αρχαία ιστορία του Αιγίου συνδέεται μετά της παρακμής της Ελλάδος και της απωλείας της πολιτικής της αυτονομίας, η δε της Βοστίτσης προς την ανάστασιν αυτής και την πολιτικήν αναγέννησιν […] Δόξα απωλεσθείσα δεν επανέρχεται δι’ αλλαγής λέξεων και φράσεων, ουδέ αναιρούνται δια τοιούτων φιλολογικών παιγνίων ιστορικαί, γλωσσολογικαί και εθνολογικαί αλήθειαι. […]Αν τα ονόματα ταύτα είναι ίχνη της διαβάσεως ξένων φυλών τις έχει το δικαίωμα να διαγράφη τα ίχνη ταύτα εκ της ιστορίας; Αν θεωρή τα ίχνη ταύτα βάρβαρα, ας υψώση αυτός παρ’ αυτά τα ένδοξα μνημεία του νεωτέρου πολιτισμού του [Άστυ, 6-7, 7-8, Ιαν. 1892 και αλλού].» Κλείνοντας με πολύτιμη βιβλιογραφία το κεφάλαιο της μετονομασίας, ο Τριανταφυλλίδης παρατηρεί: «Σε άλλες χώρες δεν επιχειρήθηκε ο εξαρχαϊσμός των τοπωνυμίων καθώς στην Ελλάδα, ούτε συνήθως η αντικατάσταση έστω και των ξένων μόνο. Οι Γερμανοί δεν αντικατάστησαν καμιά από τις τόσο άφθονες σλαβικές τοπωνυμίες, ούτε καν τ’ όνομα του Βερολίνου, της Λιψίας, της Δρέσδης και πλήθος άλλα σλαβικά […]».

 

(Συνεχίζεται)

Ετικέτες: γλώσσαονόματα