«What’s in a name?» SHAKESPEARE, ROMEO AND JULIET, II,ii, 1-2
«Όταν εγώ χρησιμοποιώ μια λέξη», είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι κάπως υπεροπτικά, «σημαίνει ακριβώς ό,τι διαλέγω να σημαίνει—τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο».
«Το ερώτημα είναι», είπε η Αλίκη, «αν μπορείς να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν τόσα διαφορετικά πράγματα.».
«Το ερώτημα είναι», είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι, «ποιος είναι το αφεντικό—τελεία και παύλα.» ΛΙΟΥΙΣ ΚΑΡΟΛ, ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΚΑΙ ΤΙ ΒΡΗΚΕ Η ΑΛΙΚΗ ΕΚΕΙ, ΚΕΦ. VI, Ο ΧΑΜΠΤΙ ΝΤΑΜΠΤΙ
1
Ιούλιος. Κυνικά καύματα. Σκυλίσια ποδηλατοδρομία στη μέση του δυτικοθεσσαλικού κάμπου. Τέλη της δεκαετίας του 1950. Ατμόσφαιρα μηδενικών μηχανικών ντεσιμπέλ. Πολυδύναμων μουσικών ντεσιμπέλ. Ένα απέραντο πολύπτυχο πέπλο εκατομμύριων τζιτζικιών, εκατομμύριων ακρίδων, ηλεκτρίζει τα απανωτά κυκλικά αλώνια περασμένα στον ίδιο μπρουντζόχρυσο πόλο του ήλιου. Δεκάδες πασακάλιες κοσκινίζουν τον καυτόν αέρα ξεδιαλέγοντας απόμακρα σκούρα στίγματα ανθρώπινων φωνών. Οι φωνές θολώνουν σε πανύψηλους ακουστικούς θόλους τον κατάχρυσο από το λίχνισμα ουρανό. Απέραντο βασίλειο χρυσοκίτρινης εργώδους ευφορίας. Λιγοστά γαβγίσματα σκυλιών. Σκούρα κι αυτά. Μικρές ατλαζένιες ίφλες από κυκλαμινιά γκρουπέτα λιγοστόφωνων τραγουδιών επινεμημένων σαν φορομεροκάματο στα χωράφια. Ποταμοί χρυσού πριν απ’ τα τελικά βουνά που κορυφώνουν τον ορίζοντα σπάζοντας την μονοτονία τού ανάγλυφου με συντονισμένα κόρα πανύψηλης μοσκόχρυσης προσδοκίας. Είναι βυσσινιά και γαλάζια εξαχνωμένα. Αρχιτεκτονική χρυσοκεντητική του κάμπου που αλλάζει αδιάκοπα τα επίπεδα σε επεισόδια ανάγλυφα. Αφαιρετικά φυτικά θέματα παντού. Λιγοστά οικονομημένα χρώματα τεκτονικά—κοκκινωπό, μαύρο του χώματος, πράσινο, γαλάζιο, σκουρογάλαζο, σύνοφρυ καφετί—που εμφανίζονται μόνο για το εφέ της χρωματικής ανταύγειας. Εκθαμβωτικά λευκά μυστήρια ανθικών αρωμάτων που μεταφέρει η βαθιά βρόχινη ανάσα του δεματιασμένου χόρτου. Φανταστική παρουσία αρτεσιανών φλεβών που θειαφίζουν δροσερές αναπνοές στο φρυγμένο χώμα. Ασάλευτη μουσική απερίγραπτης κίνησης κρεμασμένη σαν έτοιμο να πέσει ιαματικό φίδι στην άκρη του πελαργίσιου ράμφους στην κορφή του αόρατου τζαμιού που ξεπέρασε τον κάμπο και παρατείνει την Ανατολή. Κοφτοί ρυθμοί τριγμοί της ξύλινης ρόδας του κάρου που πλησιάζει στεφανωμένο με μια αρμαθιά ανθρώπους, ήσυχα χωμένους στα δεμάτια του σανού σαν σε φωλιά πελαργίσια που τρώγοντας το κολατσιό τους στη διακοπή απ’ τ’ αλώνι χαζεύουν τη μικρή εξάχρονη χορεύτρια στο κέντρο. Πολίτισσα του κάμπου, κεντημένη από την πιο άξια συρμακέσισσα του εσναφιού, σε παλιό πολύπλοκο αχνάρι, λεπτή συρματέινη και χρυσαφιά με δυο χρυσογάιτανα σλαβονικά για φρύδια, χρυσά αχτιδωτά τσίνουρα, ωραία σλαβονική κληρονομιά του κάμπου, πολυτελή λιναρόχρυσα μαλλιά, μια κίτρινη απομίμηση αραχνοΰφαντου χρυσού για χνούδι του προσώπου, βάρβαρα ωραία ζυγωματικά ψηλά, αδιάφανο καστάνινο βλέμμα, ένα χοντρό δίμιτο μπαμπακερό αντερί περασμένο απ’ το λαιμό της για φουστάνι, ξεβράκωτη για οικονομία, με τα σταρένια ποδαράκια της γυμνά, τα γόνατά της μεταξωτά επιγονάτια κεντημένα με αιμάτινες κλωστίτσες χτυπημάτων κι ένα παγκυριώτικο κρόταλο βατραχάκι στο ‘να χέρι κρατώντας άτσαλο ρυθμό, τσιρίζει σαν παραλειπόμενο κατάλογου μικρών πηλοπόδαρων πνευστών που αποκοιμίζουν τα μεσημέρια στους περιστερεώνες των πλαγινών αυλών. Χορεύει και τη φωνάζουν Διημουσθένιι. Η Διημουσθένιι.
2
ΣΤΕΦΑΝΟΣ Α. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗΣ, Συναγωγή νέων λέξεων, Αθήνα 1900, Λήμμα Αβδελλίδης:
Αβδελλίδης, ο· όνομα κύριον οικογενειακόν. (*)
(*) Κατεχωρίσαμεν εν τηι Συναγωγήι ταύτη περί τα 400 τοιαύτα νεότευκτα εν τωι καθ’ ημάς αιώνι [19ος αι.] ονόματα (όσα δηλ. ημείς ηδυνήθημεν να συλλέξωμεν ), τα προελθόντα εκ ζήλου και αγάπης προς τον αρχαίον Ελληνισμόν. Γνωστόν δε, ότι τον ζήλον τούτον και την αγάπην μάλλον ενέφηναν τα συγχρόνως αρξάμενα να λαμβάνονται εκ της αρχαιότητος ως βαπτιστικά, τα Οδυσσεύς, Αχιλλεύς, Πηνελόπη, Όμηρος, Χαρίλαος, Λεωνίδας, Θεμιστοκλής, Επαμεινώνδας, Περικλής, Σωκράτης, Φαιναρέτη, Πλάτων, Αριστοτέλης κτλ. ά πρότερον επί μακρούς αιώνας είχαν πέσηι εις αχρηστίαν ως ειδωλολατρικά. Και την μεν ανεμφάνισιν τούτων εις τον βίον , επειδή οι καιροί είχαν αλλάξηι, ουδείς σχεδόν ή πάνυ ολίγοι ετόλμων να κατακρίνωσι, περί δε των νεοτεύκτων τών ως οικογενειακών εισαγομένων με κατάληξιν αρχαΐζουσαν, οι δυσχεραίνοντες προς παν νέον και μόνον τα εκ προτέρας συνηθείας επαινούντες, έλεγαν συχνά άνευ λόγου· «τα εις ίδης και άδης κατεργαρέων εισίν ονόματα.» Θαυμάζω δ’ εγώ και απορώ τούτο ιδίως, πώς τινες των ημίν συγχρόνων κατεδέχθησαν και καταδέχονται, το ίδης μόνον και το άδης προστιθέντες εις ξένης λέξεως σώμα να λέγωνται βαρβαροφώνως· Καπλανίδης, Μπαλντουρίδης, Χουρμουζιάδης, Κριεμάδης, Μπουρζουκίδης, Μπουφίδης, Καρακατσανίδης, Μουντζουρίδης. Πολύ καλλίτερα τη αληθεία τα αυτόχρημα Τουρκικά Αζάπης, Ασλάνης, Αλτηναλμάζης, Γκαζέπης, Γκιουμουσγκερδάνης, Μπαλτατζής, Ζαήμης, Ζεγγίνης, Ντεμερτζής, Ιπλικτσής, Ζουλούμης, Καρατζάς, Σιαχίνης, Σακαλής, Σαρής, Ιντζές, Χαστάς, Κοτζιάς, Φουντουκλής, Μπιτσιακτσής. Καλλιτέρα και η άλλη πληθύς των εθνικών και ιδίως Ιταλιζόντων παρ’ ημίν ονομάτων, οία τα Βούλγαρις, Βλάχος, Σέρμπος, Σκλαβούνος, Αρβανιτάκης, Μαλτέζος, Φράγκος, Ιγγλέσης, Ματζαράκης, καθώς και τα Δεκιγάλλας, Δελαγραμμάτικας, Γκύζης, Μαρκεζίνης, Μαντσαβίνος, Βενιζέλος, Ρούφος, Ρενιέρης, Βερνάρδος, και τα σύνθετα Καραΐσκος, Καρακάσσης, Καραμίχος, Καραμούζης, Καραστάθης, Καρατάσσος, Ντεληγεώργης, Ντεληγιάννης κτλ. Έχουν καν ταύτα λόγον υπάρξεως τον ιστορικόν γενικώς, ότι εισέφρησαν εις την πολυπαθή ημών πατρίδα μόνα των, χωρίς να τα ζητήσωσιν άνδρες οπωσδήποτε γραμματισμένοι, φρονούντες, ότι το ίδης προστεθέν εξαλείφει μουντζούρας και άλλα κακά.
3
ΜΑΝΟΛΗ Α. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ, Νεοελληνική Γραμματική, Πρώτος Τόμος, Ιστορική Εισαγωγή, Αθήνα 1938, Ο εθνικός ύμνος και η πρόταση ν’ αντικατασταθή, σ. 495 κ.έ.:
Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι., ιδίως στην Επανάσταση, και ύστερ’ από αυτήν, στιχουργήθηκαν διάφορα θούρια και ύμνοι, καθώς ο Ύμνος στην Ελευθερία του Γ. Κλεάνθη (1821):
«Τι αστραπή στη Δύση! Τι τρομερά—αντιλαλούν Ασίας τα πλευρά…»,
ή του ίδιου:
«Λαμπρός ποτε φωσφόρος των νυκτών—εφώτιζε σκηνάς τας Ελληνίδας…[ΣΗΜ.Και εδώ, και όπου υπάρχουν, παραλείπονται οι σχολαστικές για τις ανάγκες μας παραπομπές],
και του Σπ. Τρικούπη ο Βασιλικός Ύμνος (God save the king) «εξελληνισθείς τω αυτώι μέτρωι, ρυθμώι και μέλει».
«Σώζου Γεώργιε Αρχέ!—Πολυετής είης Αρχέ!—Σώζου Αρχέ!—Νίκαις υψούμενος,—Δόξηι κοσμούμενος—Μέχρι γήρως λιπαρού.—Σώζου Αρχέ!—Ανάστα, κύριε ο θεός,—Εχθρούς αυτού ο κραταιός—Σύντριψον Σύ!…».
Του Σολωμού ο Ύμνος στην Ελευθερία (Μάιος 1823) στάλθηκε στον [Σπυρίδωνα] Τρικούπη, που τον δημοσίεψε στη Γενική Εφημερίδα (1825), και ενθουσίασε τον Κοραή, καθιερώθηκε αργότερα για εθνικός από τον υπουργό Βουδούρη, ύστερ’ από την έξωση του Όθωνα (1865), μαζί με τη μουσική του Μάντζαρου. Η γλώσσα του όμως ενοχλούσε πολλούς και ο Αλ. Ραγκαβής, (πληροφορία Ι. Δαμβέργη), γράφοντας ανώνυμα στην Εβδομάδα 7 (1891) [εβδομαδιαία εφημερίδα της εποχής] αρ. 31, σ. 11, τόνιζε πως «ύμνος εκφράζων τα ύψιστα αισθήματα και τας ενθερμοτέρας του έθνους ευχάς πρέπει και γλώσσης της ευγενεστέρας και υψηλοτέρας να ποιήται χρήσιν», ενώ ο Ύμνος του Σολωμού είχε και διάφορα λάθη. Ο Ύμνος που πρότεινε ο Ραγκαβής άρχιζε:
«Εις ακτάς κοιλάδας όρη—πνεύμα φέρεται ζωής—και αστράπτον πάλλει δόρυ—η αρχαία ηρωίς…—Των Ελλήνων άναξ, χαίρε!—στέμμα έχον παμφαές,—εις ευδαίμον μέλλον φέρε—τον λαόν σου κ’ ευκλεές…».
Άλλος τότε επιστολογράφος θύμιζε και του Αλ. Κατακουζηνού [1824-1892, ο στιχουργός τού «Αρνάκι άσπρο και παχύ, της μάνας του καμάρι»—από τον επίπεδο, συγκαταβατικά, σχεδόν προσβλητικά με σημερινά κριτήρια, αφελή, και δήθεν παιδικό, λυρισμό του οποίου πολύ υποφέραμε εμείς χωρίς να το γνωρίζουμε εγκαίρως— αλλά και του «Ο υιός του Δημίου»: «Ενώ προ ολίγου ο τέττιξ ελάλει». Κάμποσα παιδικά του ποιήματα γραμμένα στην δημοτική του καιρού. Δυο αράδες στην ένατη έκδοση της «Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Αθήνα 2000, του Κ.Θ. Δημαρά ] τον Ύμνο, σε καθαρεύουσα, που άρχιζε:
«Προς την πόλιν της Παλλάδος—βλέμμα στρέφ’ εξ ουρανών—Πλάστα σκέπε της Ελλάδος—βασιλέα γαληνόν».
4
Η κυρία Δημοσθενία Β., βιβλιοχαρτοπώλισσα της Θεσσαλονίκης, που είχε την ευγένεια να μην εξοργιστεί με το μεσημεριάτικο τηλεφώνημα μιας άγνωστης που της ζητούσε πληροφορίες για το βαφτιστικό της , με διαβεβαίωσε πως ναι, ονομάζεται «Δημοσθενία» και το όνομα το πήρε από τον παππού της, που ονομαζόταν Δημοσθένης. Όταν την ρώτησα πώς τη φωνάζουν, υπονοώντας αν έχει υποκοριστικό, με διαβεβαίωσε πως τη φωνάζουν ολογράφως—«Δημοσθενία» . Μπορεί να είμαι αγενής—αλλά ας μου επιτραπεί να αμφιβάλω γι’ αυτό. Όσο κι αν υπήρξα αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του «Διημουσθένιι» (βλέπε τον παραπάνω λυρικό εκτροχιασμό εδώ στο «1»), καταργούνται βασικές αρχές γλωσσικής οικονομίας, με βαθύτερες ρίζες στον ελληνικό βορρά, αν αυτό συμβαίνει. Εκτός κι αν ανεβαίνει ο τόνος, και στο βιαστικό κάλεσμα το όνομα γίνεται «Δημοσθένια», με κάποια συνοπτική επιτάχυνση στο -ια. Και το πιθανότερο υποκοριστικό θα ήταν «Στένια» ή «Στένη» ή ακόμα και Νένη και «Νίτσα» από το «Δημοσθενίτσα». Είναι γνωστό—ίσως;—πως το φονικά επιβλητικό «Ξενοφών» διαθέτει γραμματικό θηλυκό «Ξενοφωντία» ή και, κρουστότερα, «Ξενοφωντίνα», και, γλυκότερα, «Ξενοφούλα», και, μυστικότερα, «Ξενοφώντη», και, μοιραία, «Ξένια». Ενώ από το «Σωκράτης» έχουμε το «Σωκρατία», και κυρίως,—τρέμε κυρία βουλευτίνα με τα κεραμεά, «προσοντούχα» τεχνολογικά και φαύλα— «Σωκρατίνα». Το «Δημοσθένης» πάλι,— βεβαιώνεται από τα αμέριμνης επάρκειας ονοματολόγια-εορτολόγια του διαδίκτυου—, υποκορίζεται «Δήμος», «Δήμας», «Τένης». Και από το σχετικό γκούγκλισμα αραιές πολύ «Δημοσθενίες» προκύπτουν ανά την επικράτεια.
(Συνεχίζεται)