Όπως πέφτουνε τα θερι-
Σμένα αστάχυα εις τους αγρούς
ΣΟΛΩΜΟΣ, YMNΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ(1823)
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ
Άκου
το τραγούδι της ρουλέτας
καθώς φέρνει τις στροφές της
σε νοσταλγικό ρυθμό
Άκου
πως οι μάρκες τριγυρίζουν κ
αι γλυκά με νανουρίζουν
στης αγάπης τον σκοπό
Ήμουν
ναυλωμένος σε μια πλώρη
και απόχτησα βαπόρι
μια βραδιά με πυρετό
Ήμουν
θυμωμένος με την τύχη
κατεργάρης τον Γενάρη
τον Φλεβάρη αφεντικό
Τώρα
θα γυρίσω στην πατρίδα
να διαβάζω εφημερίδα
κάθε ξένοιαστο πρωί
Πάντα
θα θυμάμαι πως υπήρξα
εραστής στο Ατλάντικ σίτι
και στα ντοκς αφεντικό
ΠΕΤΕΦΡΗΣ, REMAKE, όπερα μπούφα(1985)
Εξαγγέλλω πως αφήνω προσώρας στην δόξα του τον Καβάφη εφέντη, και εφεξής αφοσιώνομαι στον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Διότι η πραγματικότητα με ξεπερνά και οφείλω να ενταχθώ στους παρωδούντες τον Σκιαθίτη εργοδηγό των εκρηκτικών πόθων και του ατέρμονος διασυρμού, όλα επιμελώς κρυμμένα στην πεζογραφία του.
Αφορμή κι αιτία, η υφήγησις της γραίας Αχτίτσας που προκάλεσεν ξιππασμόν στην γειτόνισσαν το Ζερμπινιώ, καθ΄όσον έμβασμα εξ Αμέρικας εξαργυρώθη υπέρ αυτής τιμίως, παρά την απόπειραν απάτης υπό πακάλη τινός, και είχεν ως αποτέλεσμα την ανάληψίν της από την τάξιν των Σταχομαζωχτρών εις το Κουμούνιον των Κυράδων.
Ο λόγος, αποχρών. Μόλις είδα μέσα στην τρελή χαρά, φυσιώντες τους συναδέλφους της εν τοις αγροίς, να συγκεντρώνονται σε εύθυμον πάρτι χαρακτήρων, υπό την σκέπην μιας ένταξης στο τορό των ταυτοποιημένων επιτέλους ουαναμπή συνεταίρων του κυβερνητικού Συστήματος. Στο Γαλάτσι. Όχι στο Αλάτσι. Αυτό, μετά.
Κυριακάτικα, άφησα τα ημιτελή, τα νωθρεύοντα και τις ποιητικές ιδέες και άρχισα το γδάρσιμο του κειμένου του 1889.
Το Ζερμπινιώ, ήτον βέβαια η κυρία Φώφη.
Η χαθείσα βρατσέρα που απέπνιξεν τους υγιούς της Αχτίτσας Γεώργιον και Βασίλην οιακίζετο από έναν αχμάκην καπετάνιον ,τον Γεωργάκην του εφοπλιστικού οίκου, τον υγιόν της Μαργαρίτας.
Η τεκούσα και αποθανούσα κόρη, με παρέπεμψε στην χαμένη τιμή του πάλαι ποτέ κραταιού Κέντρου.Ο μη φιλοπαίγμων χειμών, που εξανάγκαζε τα εγγόνια να ξεγελιούνται γλείφοντας παγοκρύσταλλα κρεμάμενα εκ της στέγης ήτο σόκ εκ του 2012.
Η στέρφα Εύβοια εξεικόνιζε την αφραγκίαν και τας δίκας του συστήματος. Ο Γέρος και η Πατρώνα δεν κατάφεραν να αντιστοιχηθούν εντός μου-παρέμειναν ως σκεπτομορφές του Πειναλέοντος και της Ανεργίτσας.
Από τον χώρον των μεσαζόντων, ο Παπα-Δημήτρης ήτο ο μανδάτωρ, απαραίτητο ηθικό στοιχείο στους μύθους. Κεντρώος, μη συνοδοιπόρος, παλαιού τύπου ζιγδικός, τέτοια.
Ενώ ο κυρ Μαργαρίτης, ο ανεπιτυχώς απατεών μεσέμπορος και καταλλάκτης, ήτο υιός του Χρέους και της Λαμογιάς. Απεναντίας ο Ερμουπολίτης έμπορος, ο την φράσιν ten pounds sterling oρθώς ερμηνεύσας, μη λησμονών να κατακρατήσει την δεκάτην, με παρέπεμπε σε πρέσβυν τινά, πλησιόχωρον της χώρας του Παναμέως, απ΄όπου ο χαμένος υιός της Αχτίτσας έστειλε την επιστολήν.
Απέμεινεν η Αχτίτσα. Βαθέως το σκέφτηκα και όλο μπερδευόμανε.
Εντέλει κατέληξα πως ο κοσμοκαλόγερος ή άγιος των Γραμμάτων μας, απέκρυψε το γεγονός πως η γραία Αχτίτσα ήταν στην ουσία μία από τις πρωτοπόρους του φεμινιστικού κινηματος και μία σπουδαία πτυχή των εισοδημάτων της ήταν ο λεγόμενος τότε σταχομαζωχτισμός.
Παρέα με την Χαδούλα και την Μετανάστι, γνωστή της ηρωίδος που έσωσε ο συγγραφέας στο «Όνειρο στο κύμα» συνέπηξαν συντροφία που ανελάμβανε την μεταφορά των πτωχών γυναικών εις τας ακτάς της Ευβοίας, απ΄όπου επέστρεφαν, με καπετάνισσαν την Νοσταλγόν, με χαράρια γεμάτα σπόρους, και αγρίους καρπούς, ενώ ομαδικώς μάζευαν φρύγανα και ξερόκλαδα κυρίως από τα κρημνά πριχού φθάσουν στα Λαλάρια, που δεν ανήκαν σε κάποιου ιδιοκτησίαν.Η Πατρώνα μετέβη έφηβη στην Αθήνα ,όπου και έμεινεν ως περέτρα σε οικία ευπόρων, κατά σύστασιν του Μωραϊτίδη, και ένα διάστημα δούλεψε ως γραμματέας στην «Εφημερίδα των Κυριών» ενώ ο Γέρος ήτο στέλεχος στο πλευρό του σκοπελίτη Δουμπιώτη, μετέπειτα βουλευτή Σποράδων και συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα ως υπάλληλος της Βουλής, το 1920.
Τα δύο εγγόνια της γραίας Αχτίτσας αγνοημένα επί δεκαετίες, επειδή είχαν στοιχειώσει λόγω Παπαδιαμάντη στα ρείθρα της παιδικής πτωχείας, ανασύρθηκαν τελευταία από τον Μεγάλο Πραγματιστή, τον Μετατροπέα του πράσινου Ηλίου του ΠΑΣΟΚ σε Πράσινο Ήλιο του οικολογικού Αριστερού Σοσιαλισμού. Από τα πρακτικά που τηρήθηκαν σε συσκέψεις του 2017, αλλά μόλις το 2037 είδαν το φως τη δημοσιότητας, αποκαλύφτηκε ότι στέλεχος της τότε Κυβέρνησης, που είχε ενθουσιαστεί για την «Μακεδονία του Ήλιντεν» και έφαγε την πρώτη κρυάδα, φοβούμενος μη τον σουτάρουν, πρότεινε το σχέδιο «σταχομαζώχτρες», ένα κίνημα αλληλέγγυο και χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ με στόχο την συλλογή «σπορίων, σποριδίων και γενικώς, περιεχομένων ενός ασάρωτου οίκου» όπως ευφυώς έγραψε ο ακαδημαϊκός κειμενογράφος ενός Υπογείου, που μάλιστα πρότεινε την προσωπογραφία της κυρίας Φωτίου ως έμβλημα, καθώς η γραία Αχτίτσα ουδέποτε ιστορήθη μήτε εφωτογραφήθη. Επρόκειτο για ανθρωποσυλλογή προσωπικοτήτων που ποθούσαν πολιτική ανάσταση και εφέροντο τήδε κακείσε μεταξύ των πολιτικών μηχανισμών, οπως οι κύριοι Θεοχαρόπουλος, Τζουμάκας, Ραγκούσης, Μπίστης, Παίτέρης, Ζουράρις και άλλοι πολλοί.
Το κίνημα αυτό δεν απεδείχθη τζούφιον, προσιδιάζον σε λαγωούς, αν και το κατήγγειλαν άφρονες τινες ως ηλίθιον, της πλάκας, ανερμάτιστον και παροδικόν. Διότι βαρέως εμαστίζετο τότε η χώρα από μιλιούνια μουστερήδων άνευ ρόλου, σαστισμένων που δεν χώρεσαν σε συνδυασμούς του «Κλεισθένη» αλλά και δεν τους έβαλαν στα Ευρωψηφοδέλτια, διότι προτιμούσαν παγκοσμίως, πανελλαδικώς και παναθηναϊκώς αγνώστους.
Όλοι αυτοί, υπό το ρητορικόν ερώτημα «αφού αναστήθηκε ο Τζουμάκας, εγώ σε τι ακριβώς υστερώ;» σχημάτιζαν ουρές στην έκθεση πρώτων υλών του πολιτικού Μάστερσεφ, αναδεχόμενοι την κακίαν της Άλκηστις και την παράλογον οίησιν της Σπυριδούλας, κι έτσι, φρεσκάρισαν τα ελληνικά τους στον τροχό της Τύχης και την γαρδαρόμπαν των στην κυρία Καγιά και στοιχηδόν έρριπταν το σταυρωμένο χαρτί υπέρ του Μεγάλου Πραγματιστή εις την Τρόικαν της κάλπης.
Αντίπερα, λουζόμενος πρωτοφανή μπινελίκια, πάνω στο μπρίκι του καπετάν Φαράση, μεταξύ φωτός και σκότους στον «κάτω κόσμο» φέρων το γιούσουρι ανά χείρας και φωνάζοντας «με κράζ΄η θάλασσα» ο Μέγας Φιλεκλογιστής, ο εξ Αχαπάρων, προσπαθούσε να ασκήσει, εις βάρος του Παπαδιαμαντισμού, επαρκή και φιλότιμον Καρκαβιτσισμόν, μάλλον εις μάτην.