«Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πάμε;»
23-11-2019

Τα δικαστήρια έχουν στηθεί. Καιρό τώρα. Ο δημιουργός δεν είναι πια νεκρός. Και δεν αναφέρομαι βέβαια μόνο στον μεταφορικό θάνατο κατά Ρολάν Μπαρτ, όπου ο δημιουργός μπορεί να είναι μεν ζωντανός αλλά το έργο του έχει αυτονομηθεί και έχει πάρει τον δρόμο του, ενώ εκείνος περιφέρεται, σε σχέση με το έργο του, ωσάν νεκρός. Αναφέρομαι σε μια υποθετική κατάσταση όπου αν μπορούσαμε να φέρουμε πίσω δημιουργούς του παρελθόντος, είναι σχεδόν σίγουρο, ότι στους περισσότερους από αυτούς θα είχαμε προσάψει ευφάνταστα κατηγορητήρια και θα τους είχαμε έγκλειστους, αν όχι σε φυλακή ή ψυχιατρικό ίδρυμα, σε κάποιο καθαρτήριο όπου θα έπρεπε να περιμένουν, εσαεί ίσως, την τελική κρίση τού μεγάλου Δημιουργού.

Τελευταίο θύμα των καιρών ο Πολ Γκογκέν. Μια νέα έκθεση, που τιτλοφορείται Gauguin Portraits, στην Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο, αναζωπύρωσε τη διαμάχη περί των ορθοπολιτικών αστοχιών που υποστηρίζουν κάποιοι ότι βρίθει το ύστερο έργο, αυτό της Ταϊτινής περιόδου, του ζωγράφου. Διαβάζω στο άρθρο των New York Times αυτή την περίφημη ερώτηση που ακούει ο επισκέπτης, ως εισαγωγή, στην περιήγησή του με το audio guide του μουσείου: «Μήπως έφτασε η εποχή που πρέπει να σταματήσουμε να κοιτάζουμε τα έργα του Γκογκέν;». Το άρθρο κέντρισε το ενδιαφέρον και των εγχώριων συντακτών και έλαβε αρκετή προβολή μέσω της Καθημερινής, της Lifo, και του Protagon.

Η ερώτηση αυτή, με την οποία ξεκινάει η περιήγηση μέσω του audio guide τού μουσείου, συνιστά έναν πρώτης τάξεως λόγο για να μην επιτρέπει κάποιος να διαμεσολαβείται η τέχνη που εκτίθεται σε ένα μουσείο από τις απορίες και τις ευαισθησίες του επιμελητή (curator) της έκθεσης. Στην ερώτηση που ανοίγει την πρόσφατη έκθεση του Γκογκέν, η πηγαία απάντηση είναι μία: «δεν ζητήσαμε τη γνώμη σου».

Αλλά το κείμενο που συνέταξαν οι “προτεστάντες” επιμελητές έχει και ουρά: «επανειλημμένα [ο Γκογκέν] σύναψε σεξουαλικές σχέσεις με νεαρά κορίτσια, “παντρεύτηκε” δύο από αυτά και τεκνοποίησε. Ο Γκογκέν αναμφισβήτητα εκμεταλλεύτηκε τη θέση του ως προνομιούχος δυτικός για να επωφεληθεί, όσο το δυνατόν περισσότερο, από τις σεξουαλικές ελευθερίες που του παρουσιάστηκαν». Αυτά ακούει και διαβάζει ο επισκέπτης στα κατατοπιστικά κείμενα που συνοδεύουν την έκθεση. Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει. Δεν απογοητεύομαι όμως και διαβάζω και μια κριτική της έκθεσης, στη συντηρητική Telegraph, με τον τίτλο «Gauguin Portraits review, National Gallery: exquisite art by the Harvey Weinstein of the 19th century», είναι η αριστουργηματική λεζάντα του κειμένου. Η συνέχεια κρύβει κι άλλα καλούδια:

Gauguin was an out-and-out scoundrel, a roistering publicity-glutton and poseur, who abandoned his Danish wife and five children for a life as a sex tourist on the Pacific island of Tahiti, where he “married” a young Polynesian girl called Teha’amana a Tahura (c. 1878-1918), who was probably only 13 when they met.

Μεταφράζω:

Ο Γκογκέν ήταν πέρα ως πέρα κάθαρμα, ένας έξω καρδιά, αχόρταγος δημοσιοσχετίστας και φιγουρατζής, που παράτησε τη Δανέζα σύζυγό του και πέντε παιδιά για μια ζωή σεξοτουρισμού στην Ταϊτή του Ειρηνικού, όπου και “παντρεύτηκε” νεαρά ιθαγενή με το όνομα …. που ήταν πιθανώς μόνο δεκατριών ετών όταν γνωρίστηκαν.  

Η περιγραφή αυτή, από μόνη της, δεν αφήνει και πολλές δυνατότητες στον ανυποψίαστο αναγνώστη για να ορθώσει το όποιο πνευματικό του ανάστημα. Σε τρεις γραμμές, ο συντάκτης του άρθρου, καταδικάζει, επιστρατεύοντας αναχρονισμούς και κατάφωρες διαπολιτισμικές  αναλογίες που διαβάλουν και σκυλεύουν την ανθρώπινη υπόσταση του καλλιτέχνη. Εντυπωσιακό για τον συντάκτη, το γεγονός ότι θεωρεί την έκθεση εξαιρετική διαχωρίζοντας, μετά από αυτή την ύπουλη επίθεση, τον καλλιτέχνη από τον άνθρωπο.

Εγώ όμως δεν θα το πάω έτσι. Έχω γράψει πολλές φορές για να υπερασπιστώ τον καλλιτέχνη αλλά τώρα θα υπερασπιστώ τον άνθρωπο. Παράτησε, λέει, ο Γκογκέν τη γυναίκα και τα πέντε παιδιά του και πήγε για σεξουαλικό τουρισμό στην Ταϊτή. Αν είναι να διαβάζω τέτοια προτιμώ να διαβάζω Μισέλ Ουελμπέκ που έχει και το χάρισμα, και τις ευαισθησίες για να σηκώνει το βάρος παρόμοιων αφηγήσεων. Πόσοι σύγχρονοί του δεν θα ήθελαν να είχαν το σθένος να παρατήσουν τη μίζερη ζωή τους, ο Γκογκέν ήταν χρηματιστής, και να αφοσιωθούν σε ένα κάποιο, έστω υποδεέστερο, καλλιτεχνικό κάλεσμα; Πόσοι άνθρωποι το έκαναν αυτό στο πέρασμα του χρόνου; Πόσοι άνθρωποι το έκαναν αυτό και παρήγαγαν έργο αντίστοιχο ενός Γκογκέν; Ο κριτικός που υπερασπίζεται τον Γκογκέν, στον Guardian, επισημαίνει ότι είναι ο πρώτος Ευρωπαίος καλλιτέχνης που βρίσκει τη μη λευκή σάρκα των ιθαγενών όμορφη και την απαθανατίζει. Επίσης είναι ο άνθρωπος που αναγνωρίζει την περήφανη και αγέρωχη στάση των γυναικών της Ταϊτής που, πλήρως εναρμονισμένες με το φυσικό περιβάλλον, κυκλοφορούσαν γυμνές. Πολλές φορές μάλιστα τις παρουσιάζει να ασφυκτιούν στα δυτικής τεχνοτροπίας φορέματα που τις ανάγκαζαν να φορούν οι ιεραπόστολοι που είχαν προηγηθεί του Γκογκέν στην περιοχή. Και δυστυχώς, η νέα αυτή έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο δίνει περισσότερη έμφαση σε αυτά τα σεμνότυφα πορτρέτα του παρά στα μεγαλειώδη γυμνά του. Και όλα αυτά γιατί; Γιατί ο Γκογκέν ήταν ένας «παλιάνθρωπος».

Η εμμονή αποστείρωσης που επικρατεί σήμερα στη Δύση δεν αφήνει αλώβητο κανέναν. Ένας από τους επιμελητές της έκθεσης, o Christopher Riopelle, δηλώνει «[…] απογοητευμένος που η ακατανίκητη επιθυμία του Γκογκέν να παραγάγει τέχνη τον οδήγησε να πληγώσει ή να κακομεταχειριστεί τόσο πολλούς ανθρώπους». Η λογική πίσω από τις επιλογές των επιμελητών της έκθεσης συνίσταται στο ότι «δεν γίνεται πια να κρυβόμαστε πίσω από το καλλιτεχνικό έργο τέτοιων ανθρώπων, αλλά πρέπει επιτέλους να τα βγάλουμε όλα στη φόρα για να αποφασίσει ο κόσμος». Να τα βγάλουμε όλα στη φόρα λοιπόν. Να βγάλουμε στη φόρα όμως και την υποκρισία της καθημερινότητας, και τις συμβάσεις, και τους συμβιβασμούς που απαιτούνται για να μεγαλώνεις πέντε παιδιά και μια Δανέζα σύζυγο όντας χρηματιστής στο Παρίσι του 19ου αιώνα, και του 20ου, και του 21ου. Γιατί τελικά ο κόσμος οδηγείται σε αποφάσεις με το θυμικό. Όταν τα κείμενα που συνοδεύουν την έκθεση υπογραμμίζουν ότι ο ζωγράφος “παντρεύτηκε”, το 1890, νεαρό κορίτσι που πιθανώς βρισκόταν στη ηλικία των 13 ετών, τότε τι απομένει να σκεφτεί ο φορτισμένος συναισθηματικά επισκέπτης για το έργο του καλλιτέχνη; Όταν ο επιμελητής θεωρεί ότι ο επισκέπτης πρέπει να δει το έργο του Γκογκέν μέσα από το αναχρονιστικό και διαπολιτισμικά αδόκιμο στίγμα του παιδεραστή, τότε η πινακοθήκη δεν εκθέτει έργα τέχνης αλλά πειστήρια για την προαποφασισμένη καταδίκη τού καλλιτέχνη. Αλλά για να τα λέμε έξω από τα δόντια. Θα επισκεφτεί ο οικογενειάρχης με τη σύζυγό του και τα παιδάκια τους την έκθεση, και εκτός από το έργο τού Γκογκέν, δεν θα θαυμάσει ενδόμυχα και το μυθιστορηματικό σθένος του ανθρώπου που τους παράτησε όλους και αφοσιώθηκε στην τέχνη του;

Η Δύση σήμερα φαίνεται να εμφορείται από μια απαίτηση που ακροβατεί στα όρια του παράδοξου: αποζητάει μεγάλη τέχνη μέσα σε πλήρως ελεγχόμενες και προστατευόμενες συνθήκες όπου μεταξύ άλλων θα πρέπει να έχουν εξασφαλιστεί ίσες ευκαιρίες για όλους, θα έχει απευθυνθεί το περιβαλλοντολογικό, θα έχει απαγορευτεί το κάπνισμα ή η χρήση άλλων ουσιών στο ατελιέ του καλλιτέχνη, τα μοντέλα θα έχουν ασφάλεια, θα είναι άνω των 18 ετών, τα χρώματα που θα χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης δεν θα είναι τοξικά, το χαρτί ή ο καμβάς θα είναι προϊόντα «φιλικής προς το περιβάλλον» επεξεργασίας. Αλλά επειδή αυτό δεν αρκεί μόνο για το σήμερα, θα πρέπει να εξετάσουμε και το παρελθόν μέσα από αυτό το προκρούστειο καλούπι. Ρε φαρισαίοι, ρε υποκριτές, ρε σαλτιμπάγκοι της πεντάρας, ποιον κοροϊδεύετε; Όσο χτίζονται αββαεία λατρείας του άμωμου πνεύματος του ανθρώπου, άλλο τόσο θα γίνεται επιτακτικό κάποιος να διασώζει τον άνθρωπο μέσα από πράξεις ανάλογες ενός Γκογκέν. Όλοι αυτοί που κυκλοφορούν και διατυμπανίζουν ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να χέζει σοκολάτα γάλακτος και να χύνει γάλα σόγιας, θα πρέπει να κατανοήσουν ότι είναι η αγαστή συνέργεια καύλας και (δια)νόησης που παράγει τα μεγαλεία που κρυφά αποθεώνουν οι Σαβοναρόλες του κάθε μουσείου. Αντισταθείτε λοιπόν στον κάθε αγάμητο που του σηκώνεται εκεί που θα έπρεπε να συγκινείται, και που συγκινείται εκεί που θα έπρεπε να του σηκώνεται. Και για να μην παρεξηγηθώ ως μισογύνης δεν το λέω σεξιστικά αυτό, κυρίες μου. Και εσάς σας σηκώνεται αλλά μας το κρύβετε καλύτερα.

 

Ετικέτες: Πολ Γκογκέν