Ουβερτούρα 2012
Mε τον Σύριζα άρχισα να ασχολούμαι σοβαρά, μετά το 2012. Και ομολογώ πως απέκτησε ζευγάρι, αρχές του 2016, όταν εκλέχτηκε ο Μητσοτάκης και ευθύς άρχισε να ζητάει εκλογές.
«Ασχολούμαι σοβαρά» σημαίνει σημείωνα, έκρινα, είχα μια τάση να καταλάβω που το πάει. Διότι οι Συριζαίοι είχαν έναν πολύ στοχευμένον ορίζοντα: εκτός από πρωτοστάτες, από κανέναν φίλο ή γνωστό μου δεν απέρρεε συριζαϊσμός. Σαν να ήταν ΕΑΜιτες στην Κατοχή -οργάνωναν ό,τι ήταν απαραίτητο για την στρατηγική τους, χωρις να υπάρχουν τα ονόματά τους στην βιτρίνα.
Το 13, συμμετείχα σε πάνελα και δημόσιες συζητήσεις που ήταν γεμάτες Συριζαίους, αλλά τα ζώα μου αργά -δεν έδειχναν οτιδήποτε προδήλως. Με δεξιούς εξάλλου, ελάχιστη σχέση είχα επί πολλά χρόνια. Υπέθετα πως οι συντροφιές μου σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ήταν μάλλον ενθουσιωδώς και υπερκριτικά απολίτικες, η των ενδιαφερόντων μου – πολιτικολογούσαμε μετρίως αλλά ακαταπαύστως κατά πάντων. Γελούσαν το ίδιο, είτε διέσυρα Συριζαίο, είτε δεξιό.
Την άνοιξη του 14, με κάτι Ευρωεκλογές, τον ΕΝΦΙΑ και άλλα παρόμοια (από μεσσηνίους διορισμούς, έως την μαντινάδα του Σμαραγδή) η κόπωση των μικτών κυβερνήσεων του Σαμαρά, έγινε εμφανής. Ομολογώ πως με ξάφνιασε δυσάρεστα το πρόγραμμα Θεσσαλονίκης, με πλήθος τάματα και υποσχέσεις, οπότε άρχισα να αρθρογραφώ πιο συστηματικά μετά τινος ευτελείας. Για την ακρίβεια, τους ψιλοδούλευα, καθώς δεν μπορούσα να τους διακρίνω από την άποψη που είχα γι’ αυτούς, από τα χρόνια της δικτατορίας: ήταν φίλοι και γνωστοί, αλλά βαμμένοι αναποτελεσματικοί. Όποτε τους σκεφτόμουνα με χτυπούσε η αποφορά μιας μελαχολικής σαλοτραπεζαρίας γεμάτης καπνό τσιγάρου.
Πάντως, έως την επιφάνεια Μητσοτάκη, εννοώ τον Ιανουάριο του 16, ο Σύριζα ως κυβέρνηση με αναπάντεχο σύμμαχο τους ΑΝΕΛ, πρότεινε το καλοκαίρι του 2015 μια διαπραγμάτευση που, κατά την άποψή του, δεν ήταν δυνατόν να περάσει τις απόψεις της χώρας. Η έξωση των αριστεριστών, εντέλει τον ωφέλησε, καθώς άρχισε να γεννιέται μια αθόρυβη πλαισίωσή του από καθαρά δεξιές και δη καραμανλικού κλίματος δυνάμεις. Κι αναφέρομαι στον Ιανουάριο του 2016, διότι, έκτοτε η γνώμη μου για την Σύριζα, καθώς και η επιμέρους κριτική μου, έγινε διπολική: συχνά απέδιδα την συμπεριφορά του, στην αντιπολίτευση που ασκούσε ο Μητσοτάκης, που μου φάνταζε σχηματική, μηχανιστική και κοντόθωρη.
Μετά από πέντε χρόνια, και τουλάχιστον χίλια κείμενά μου σε μορφή επιφυλλίδας, αλληγοριών ή και σπόντας, που συνδύαζαν κριτική στον Σύριζα και πυκνή άκρα περίσκεψη στην Νέα Δημοκρατία, φτάσαμε στον φετεινό Ιούλιο.
Ας πιάσουμε τώρα το σαντούρι
Το κοντά στο 40% της Νέας Δημοκρατίας και οι έδρες της εξασφαλίζουν χωρίς πολλά-πολλά μια σχετικά ανεκτή τετραετία, αλλά τα λίγα που απαιτούνται, πρέπει να τα εκτελέσει στο τσακ-μπαμ, πράγμα που σημαίνει χαλινό σε απρόβλεπτες εσωτερικές αναταράξεις. Η λυδία λίθος ήταν η επάνοδος Καραμανλή σε θεσμικό ρόλο, που είναι ένα είδος δεξιάς συγκόλλησης.
Ο Σύριζα άσκησε αβανταδόρικη εκστρατεία, που αποδείχτηκε αποτελεσματική. Διότι το 31 και βάλε τοις εκατό είναι ικανοποιητικό για το μέλλον του, αν βέβαια δεν αρχίσει τις βαριές ενδοσκοπήσεις. Για παράδειγμα, όλοι πρόσεξαν πως το 31,4% του με το 8,2% του Κινάλ, συμπίπτει ακριβώς με το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας. Ο δρόμος που ανοίγεται στον Τσίπρα, είναι ένα μεταΠαΣΟΚ, προσαρμοσμένο στο δικό του σήμερα. Για να το καταφέρει, έχει έναν άσσο που λέγεται Γιώργος Παπανδρέου. Όπως η κυρία Γεννηματά υποστήριζε πως ο ζογκλέρ των αντιπάλων της θα ήταν ο Καραμανλής, με την ίδια συλλογιστική, ο ζογκλέρ για την σύμπραξη Σύριζα-Κινάλ είναι ο Παπανδρέου. Έτσι μόνον ο δικομματισμός θα θύμιζε όλες τις αρχαίες παραδόσεις αυτής της χώρας. Ίσα βάρκα-ίσα νερά. Βέβαια, έτσι θα στεναχωρηθεί ο Ραγκούσης, αλλά συμβαίνουν αυτά.
Αν δεν περάσει στη Βουλή η Χρυσή Αυγή, αυτό θα δώσει άλλη νομιμοφάνεια και εγκυρότητα στην κίνηση Βαρουφάκη και στην κίνηση Βελόπουλου. Ξαφνικά, δύο ετερογενή κόμματα εκφράζουν τις άγκυρες του συστήματος. Aλλα εκτιμώ πως δεν θα πολωθεί το κλίμα εκτός Βουλής. Και τα δύο κόμματα είναι σαφώς αρχηγικά, και μόνον δαιμονιώδης διπλωματία θα κατάφερνε να τα φέρει στο προσκήνιο.