Θα προσπαθήσω, με λίγα όσο είναι δυνατόν λόγια, να εκφράσω τις αντιρρήσεις μου πάνω στο σκεπτικό του άρθρου του φίλτατου Αλέξανδρου Ζωγραφάκη, για την περιβόητη γελοιογραφία του Δημήτρη Χαντζόπουλου. Κι επειδή για την ακρίβεια έχουμε να κάνουμε με μια ακόμη περιβόητη -ή αν είσαι από την άλλη ιδεολογική ακτή περίφημη- γελοιογραφία του Χαντζόπουλου, κι επειδή όπως λένε context is king, προσωπικά δεν θα μπω στη διαδικασία να «αφουγκραστώ» τη γελοιογραφία του σαν σκιτσάκι «ενός αγνώστου», αλλά σαν «μέρος του λόγου του και του δικού του πόστου» (και το του «πόστου του» βασικά δεν με αφορά, δεν με αφορά αν το σκιτσάκι είναι στην Καθημερινή -και ο Μπουκάλας στην Καθημερινή εξακολουθεί να γράφει, ο λόγος του όμως είναι εντελώς άλλος από τον λόγο του Χαντζόπουλου).
Από εκεί και πέρα, όπως το διαβάζω εγώ, το άρθρο του Ζωγραφάκη, επιχειρώντας να ερμηνεύσει την αληθινή πρόθεση του σκίτσου, καταλήγει σε δυο βασικά επιχειρήματα:
1) Μα δείτε που έχει φτάσει σήμερα το ελληνικό πανεπιστήμιο, η παιδεία και η ελευθερία του συνθήματος «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», εξαιτίας των αντιεξουσιαστών και της ανομίας. Το πανεπιστήμιο, η παιδεία και η εντός αυτού ελευθερία, δεν βρίσκονται σήμερα στο στόχαστρο της χούντας, αλλά του δυνάστη αντιεξουσιαστή και των πρακτικών του.
2) Μα είναι δυνατόν να μην βλέπετε την ειρωνεία στο σκίτσο, είναι δυνατόν να μην βλέπετε ότι ο Χαντζόπουλος δεν λέει γιούπι, αλλά τι κρίμα που φτάσαμε στο σημείο να μεταμορφώνεται ο ματατζής σε υπερασπιστή της ελευθερίας;
Η δική μου θέση είναι η εξής απέναντι σε αυτά τα δύο επιχειρήματα:
1) Έστω ότι παίρνουμε την πιο αρνητική των πραγμάτων εκδοχή για το τι επικρατεί σήμερα στα πανεπιστήμια. Ήδη το ότι έχουμε επιλέξει να πάρουμε αυτήν την εκδοχή, κάτι σηματοδοτεί για το σημείο αφετηρίας μας. Αλλά αυτό είναι -εννοείται- εντελώς θεμιτό: ούτε χρειάζεται ούτε γίνεται να έχουμε όλοι το ίδιο σημείο αφετηρίας. Όταν όμως από τη συγκεκριμένη αφετηρία φτάνουμε στην αναλογία «οι αντιεξουσιαστές του σήμερα είναι τα τανκς του 73 και οι ματατζήδες του σήμερα οι εξεγερμένοι του 73», τότε ναι, χάνεται κάθε μα κάθε αίσθηση μέτρου, ιστορικότητας, πολιτικής αξιολόγησης των πραγμάτων σε μια δημοκρατία, με αποτέλεσμα να σκιτσάρεται εν τέλει στη γελοιογραφία μια αυτοπροσωπογραφία διόλου κολακευτική
2) Η Ιστορία δεν ξεκίνησε το 1974 με την Μεταπολίτευση. Η Ιστορία δεν εξαντλείται στα 45 χρόνια της Μεταπολίτευσης ώστε να έρθει ο ανατρεπτικός σκιτσογράφος να κάνει την ανατρεπτική σκέψη ότι φτάσαμε πια στο σημείο που ο οπλισμένος ένστολος θα χρειαστεί να προστατεύσει την δημοκρατία από τους εχθρούς της. Και το 1967 οι οπλισμένοι ένστολοι την δημοκρατία ήρθαν να προστατεύσουν από τους εχθρούς της, βάζοντάς την προσωρινά στον γύψο. Δεν υπάρχει καμία αντιστροφή της πραγματικότητας λόγω της ανομίας. Οι αντιδραστικοί πάντα θα χρησιμοποιούν τέτοιου είδους λόγο, πάντα οι επεμβάσεις θα είναι «το αναγκαίο κακό», πάντα τη δημοκρατία, τη νομιμότητα, την κανονικότητα θα θέλουν να διασφαλίσουν. Η ειρωνεία του «κοίτα που φτάσαμε» του σκίτσου είναι αυτεπίστροφη: είχαμε ξαναφτάσει εκεί, μαλάκα Χαντζόπουλε. Τα τανκς τα κανονικά στο όνομα ενός άλλου «κοίτα που φτάσαμε» λειτουργούσαν. Τέλος, μέσα και στην ίδια την Μεταπολίτευση, μέσα και στην ίδια τη δημοκρατία, αστυνομικοί κι όχι στρατιωτικοί σκότωσαν σε επετείους Πολυτεχνείου το 1980 τον Κουμή και την Κανελλοπούλου και το 1985 τον Καλτεζά. Γιατί πάντα φτάναμε κάπου που δεν πήγαινε άλλο, πάντα φτάναμε κάπου που ένστολοι με όπλα έπρεπε να φυλάνε τις Θερμοπύλες μας. Η δημοκρατία τελειώνει εκεί που αρχίζουν τα κοίτα που φτάσαμε.