Ανισότητες και Προνόμια
23-02-2019

In my younger and more vulnerable years my father gave me some advice that I’ve been turning over in my mind ever since. “Whenever you feel like criticizing any one”, he told me, “just remember that all the people in this world haven’t had the advantages that you’ve had.”

Έτσι ξεκινάει ο Υπέροχος Γκάτσμπι τού Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Έτος έκδοσης: 1925. Διαβάζοντας το άρθρο αυτό θυμήθηκα ξανά την αρχή του. Το άρθρο, που είναι μια περίληψη του βιβλίου The Class Ceiling των Sam Friedman και Daniel Laurison, απαριθμεί σειρά στοιχείων που αποδεικνύουν γιατί τελικά είναι τόσο προσοδοφόρο να είναι κάποιος προνομιούχος. Why it pays to be privileged, είναι ο υπότιτλος του βιβλίου και οι συγγραφείς του επιδεικνύουν ευρηματικότητα και επιμονή για να φτάσουν στο συμπέρασμά τους: στα πιο περιζήτητα επαγγέλματα στη Βρετανία, τα ταξικά πλεονεκτήματα συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να παρερμηνεύονται ως ταλέντο.

Το βασικό σημείο του άρθρου, και εδώ μεταφράζω, παραφράζω, και παραλλάσσω τα λόγια των συγγραφέων, υπογραμμίζει πόσο παραπλανητικός είναι ο φετιχισμός μας με την κορυφή. Θα ήταν σχετικά αθώο αν τα δεινά περιορίζονταν τελικά μόνο στα ανώτατα στρώματα κάθε εργασιακού τομέα. Αλλά το πρόβλημα δυστυχώς συνίσταται σε αυτό που οι συγγραφείς ονομάζουν «ούριο άνεμο» των προνομίων. Και αυτός ο «ούριος άνεμος» των προνομίων έχει να κάνει με όλα τα στάδια της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο. Και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του ανέμου είναι ότι εκτός από ασίγαστος χαρακτηρίζεται και από δυνατές ριπές που πάντα κάνουν την εμφάνισή τους στα κρίσιμα σταυροδρόμια αυτής της πορείας τού προνομιούχου προς την κορυφή των ανώτερων εισοδηματικών κλιμακίων. Όταν λοιπόν ο ούριος άνεμος των προνομίων, που είναι άρρηκτα δεμένα με την κοινωνική τάξη, παρερμηνεύεται ως ταλέντο και ως αξία, οι ταξικές ανισότητες, τελικά, αποκτούν το κύρος και τη νομιμότητα που χρειάζονται για να εκλαμβάνονται ως εύλογες. Η αξιοκρατία, τελικά, μέσα από αυτό τον μηχανισμό, όχι μόνο δεν βάλλεται αλλά επικυρώνεται. Διαβάστε το άρθρο για να δείτε πώς περιγράφονται οι μηχανισμοί αυτοί πίσω από τον ευεργετικό «ούριο άνεμο». Δείτε την περίφημη «Τράπεζα της Μαμάς και του Μπαμπά», που επιτρέπει την ανάληψη ρίσκου από πλευράς του προνομιούχου σε τομείς και δραστηριότητες που ένας μη προνομιούχος δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί, αλλά, προσέξτε και τη σχεδόν συνωμοτική επικοινωνία των μελών της προνομιούχας τάξης μέσω ενός εξεζητημένου κώδικα που στηρίζεται όχι μόνο σε ενδυματολογικές επιλογές αλλά και σε αναφορές στις τέχνες.

Το βασικό μάντρα του καπιταλισμού «δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ικανότητες και άρα δεν θα μπορούσαμε να είμαστε ίσοι» βρίσκει τα λογικά εργαλεία για να εδραιωθεί. Και αυτό, για να σας μεταφέρω και τη δική μου γνώμη για το άρθρο, είναι τεράστιας σημασίας καθότι οι μεν ευνοημένοι θεωρούν ότι δικαίως και με το σπαθί τους βρίσκονται εκεί που βρίσκονται, οι δε λιγότερο ευνοημένοι (βλ. μη προνομιούχοι), όταν δεν τα καταφέρνουν κατηγορούν τελικά τον εαυτού τους για τις αποτυχίες τους. Δεν βιώνουν δηλαδή οι μη προνομιούχοι ατυχίες (στις οποίες φταίει το σύστημα ή τουλάχιστον υπάρχει συνυπευθυνότητα υποκειμένου – συστήματος) αλλά αποτυχίες (φταίνε οι ίδιοι). Και αυτό συνιστά επίτευγμα γιατί αν κάποιος μπορεί εύκολα να κατανοήσει το πρώτο, οι ευνοημένοι να θεωρούν ότι αξίζουν τις θέσεις τους και τα επιτεύγματά τους, το δεύτερο, εκ πρώτης όψεως, φαντάζει αδιανόητο. Οι λιγότερο ευνοημένοι είναι όμως κατά βάθος πεπεισμένοι ότι φταίνε εκείνοι. Όταν ο Κάσσιος λέει στον Βρούτο το γνωστό «το λάθος δεν είναι στ’ αστέρια, αλλά στους εαυτούς μας που είμαστε υποτελείς» δεν φανταζόταν ότι η προτροπή του για δράση (αφήστε για λίγο την ατζέντα του έργου) θα κατέληγε σε αυτή την έλλειψη αυτοσεβασμού, που, η έλλειψη κουλτούρας, καλλιέργειας, παιδείας, πείτε το όπως θέλετε, γεννάει στη συνείδηση του λιγότερο ευνοημένου την εξίσωση της ανισότητας με τ’ αστέρια (με το θεϊκό, το αδιαμφισβήτητο). Το σύστημα νομιμοποιεί (αν και ο πιο σωστός όρος θα ήταν κάτι ισχυρότερο όπως «ηθικοποιεί», εξού και η εξίσωση με τ’ αστέρια) τις ανισότητες μέσα από αυτή τη διαρκή επιβεβαίωση ότι «εσύ κάνεις κάτι λάθος». Ότι «αν προσπαθήσεις περισσότερο, θα τα καταφέρεις». Έτσι, στον αντίποδα της ηθικοποίησης της ανισότητας που κάνει τα προνόμια των ευνοημένων να διαβάζονται ως αξία, βρίσκεται η καθ’ όλα απαραίτητη παραίτηση του μη προνομιούχου. «Δεν αξίζω» θα πει κάπου βαθιά μέσα του κάποια στιγμή, και θα στραφεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε έναν ισοπεδωτικό μικροαστισμό. Και μια που έπιασα την “αστρολογία” θυμηθείτε το καντιανό «ο ηθικός νόμος μέσα μου και ο έναστρος ουρανός από πάνω μου». Φανταστείτε τώρα αυτόν τον αντικατοπτρισμό μέσα από τον συλλογισμό και τα συμπεράσματα που συζητάμε εδώ. Τι σημαίνει να θεωρείς κομμάτι του ηθικού νόμου μέσα σου, μια αδιαμφισβήτητη υποταγή στην ανωτερότητα κάποιων άλλων που θεωρούν ταλέντο και αξία την ταξική τους υπεροχή; Τι σημαίνει, με άλλα λόγια, ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά σου να έχουν σμιλευτεί τοιουτοτρόπως;

Αναλογιστείτε λοιπόν γιατί στον πυρήνα κάθε υπαρξισμού βρίσκεται αυτή η επίθεση στο κατασκεύασμα της έννοιας του χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας συνιστά τη μεγαλύτερη επινόηση για τη διαιώνιση ανισοτήτων. Γιατί στη συνείδηση του ατόμου είναι ο χαρακτήρας που εμφανίζεται ως εγγυητής του παρελθόντος, του παρόντος, και του μέλλοντος. Ο χαρακτήρας συνιστά αγκυροβόλιο και έρμα—και ταξικό ταβάνι—απέναντι στη δυνατότητα μιας ελαφρότητας που θα επέτρεπε την επινόηση του χαρακτήρα και της προσωπικότητας (του εγώ, λένε οι υπαρξιστές), και άρα της κινητικότητας, ακόμη και ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Και αναπόδραστο κομμάτι του χαρακτήρα είναι και τα ταλέντα και η αξία του καθενός: η μόρφωση, η κουλτούρα, τα πτυχία, τα επαγγελματικά του εχέγγυα, όπως και ο ασίγαστος ούριος άνεμος των προνομίων του.

Ας κλείσω με μια παρατήρηση που προέρχεται από τις συνεντεύξεις που φαίνεται να πήραν οι συγγραφείς του βιβλίου για να φτάσουν στα συμπεράσματά τους. Η επίθεση ξεκινάει από μέσα. Τα πιο πολύτιμα στοιχεία του βιβλίου δεν προέρχονται από την ανάλυση στα νούμερα που δείχνουν τις εισοδηματικές ανισότητες εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, αλλά από τις μαρτυρίες των μελών της ελίτ, τα ονόματα των οποίων έχουν αλλαχτεί για ευνόητους λόγους. Ο οικονομικά ευκατάστατος έχει λοιπόν τη δυνατότητα να διακρίνει, με κάποια αφορμή, σε μια στιγμή διαύγειας, τους βασικούς λόγους που διαιωνίζουν την υπεροχή του, τους λόγους που τον έχουν κάνει, ξανά, αυτή τη φορά με τη στόφα του άξιου, οικονομικά ευκατάστατο. Αναρωτιέμαι τι κρύβεται πίσω από τα κίνητρα αυτών που θέλησαν να μιλήσουν. Ο “επαναστάτης” θέλει να ξεσκεπάσει το σάπιο σύστημα για το ευρύτερο καλό, ή χρησιμοποιεί τα προνόμια του με ακόμα πιο νόθο τρόπο για να ανελιχθεί ακόμα γρηγορότερα στο ταξικό ταβάνι; Και όταν λέω «προνόμια» δεν εννοώ μόνο το χρήμα αλλά και τη γνώση και τις κριτικές ικανότητες, κυρίως αυτά, που του επέτρεψαν όσο και αν παραμένει κρυμμένος πίσω από χρωματιστά γυαλιά να διακρίνει τις τραγικές αδικίες του συστήματος. Συνιστά δηλαδή το άρθρο και τα συμπεράσματά του μια έκφανση της επανάστασης του καναπέ; Μιας επανάστασης που θα επιβεβαιώσει πιο καθαρά στην αντίληψη του προνομιούχου ότι αξίζει να βρίσκεται εκεί που βρίσκεται όχι μόνο επειδή είναι άξιος, αλλά, και πρωτίστως, επειδή μπόρεσε να κάνει την κίνηση προς κάτι που μοιάζει με το να απεκδυθεί τα προνόμιά του: να καρφώσει τον εαυτό του και τους ομοίους του. Το ερώτημα γίνεται ιδιαιτέρως ενδιαφέρον όταν αναλογιστεί κανείς ότι τα προνόμια του νου, σε αντίθεση με τα υλικά προνόμια, δε δύνανται να τα απεκδυθεί κάποιος όσο κι αν εμφανίζεται με διάπυρους λόγους εναντίων τους. Από ένα σημείο και πέρα «anything you say may be used against you». Γι’ αυτό και το ερώτημα του τέλους είναι ένα και ρητορικό: θα μιλούσε κανένας αν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα ανατροπής των κεκτημένων;