Ποιητικό ήθος – πολιτική και ιστορική συνθήκη – φιλοσοφική κοσμολογία – ποιητική μέθοδος: Ο ποιητής είναι, ούτως ή άλλως, «αδειούχος εξόριστος», «με την εκτόπιση να ανανεώνεται», πραγματικά και μεταφορικά, «κάθε χρόνο». Το σπουδαιότερο μάθημα του γαλλικού πολιτισμού είναι «η δύναμη του ορθού λόγου». Ποιητική: «Το ποίημα πρέπει να έχει τέλος» (βλέπε τελειότητα, τελεολογία, τελεσφόρηση, ατέλεια) – «ποίημα που δεν τελειώνει (και απλώς σταματάει), δεν είναι ποίημα». «Μια σειρά γραφτά αρνούνται ότι είναι ποίημα – το ίδιο το γραφτό σού το λέει». Αυτά και άλλα πολλά μαθαίνει κανείς ακούγοντας τον Τίτο Πατρίκιο (γ. 1928) να συνομιλεί με την Λίζυ Τσιριμώκου (γ. 1949) και τον Θανάση Χατζόπουλο (γ. 1961), στην εκδήλωση της σειράς «Το Πρόσωπο και το Έργο» που του αφιέρωσε η Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Μωραΐτη, στις 28 Νοεμβρίου του 2019. Την αδιάπτωτου ενδιαφέροντος εκδήλωση μπορεί ο χρήστης υπολογιστή να την παρακολουθήσει (όπως και πλήθος άλλες) κατά βούληση χάρις στο Ίδρυμα Μποδοσάκη που από το 2011 βιντεοσκοπεί συστηματικά ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις. Προσφέρονται δωρεάν στο διαδικτυακό τόπο του Ιδρύματος https://www.bodossaki.gr/ , στο σύνδεσμο «τι κάνουμε/Bodossaki lectures on demand». Στο χρονικό σημείο 1:12:37 (μια ώρα, δώδεκα πρώτα λεπτά και τριάντα επτά δευτερόλεπτα) ο Τίτος Πατρίκιος, πάντοτε εκστατικός μπροστά στην ομορφιά της Ρώμης, που αυτή η πόλη του τη δίδαξε, όπως βεβαιώνει, ξεστρατίζει για να αφηγηθεί μια μικρή ιστορία για την καλλιτεχνική ελευθερία και τον καλλιτέχνη απέναντι στην πολιτική και κάθε άλλη εξουσία. Μιλάει λοιπόν για το μπαρόκ που δεν του άρεσε προτού τον σαγηνεύσει στη Ρώμη, και για μια μπαρόκ ρωμαϊκή εκκλησία, τον Σαντ’ Αντρέα ντελα Βάλε, απ’ όπου περνούσε σχεδόν καθημερινά στις μετακινήσεις του μέσα στην Αιώνια Πόλη. Είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του ο χωρίς ταίρι άγγελος στην μπαρόκ πρόσοψη της εκκλησιάς. Προσφέρει λοιπόν μια εκδοχή για τον ασυντρόφευτο άγγελο που ανατρέπει τη συμμετρία. Ας πάρουμε αμπάριζα από την εκδοχή αυτή: ο καλλιτέχνης, ζωγράφος, ποιητής, διανοούμενος κ.ο.κ., πετάει στα μούτρα κάθε εξουσίας την άρνησή του να αποδεχτεί την αρμοδιότητά της να επεμβαίνει σε ζητήματα αισθητικά της τέχνης του. Η καλλιτεχνική του ελευθερία είναι αδιαπραγμάτευτη. Πατάει πόδι, προτιμάει να ριψοκινδυνέψει μη εκτελώντας εντολές, αρνούμενος να συμβιβαστεί και να συνεργαστεί. Μα είναι στ’ αλήθεια έτσι;
Στις εξωτερικές άνω γωνίες του πρώτου όροφου της μπαρόκ πρόσοψης του Σαντ’ Αντρέα ντελα Βάλε (16ος-17ος αι.), μιας από τις σπουδαιότερες εκκλησίες της Αντιμεταρρύθμισης στη Ρώμη, υπάρχει ένα ζεύγος διακοσμητικών απολήξεων με μορφή έξι σχηματοποιημένων βουνών. Τα στεφανώνει ένα άστρο, το οικόσημο της οικογένειας Κίγκι, δηλαδή της οικογένειας του Πάπα Αλέξανδρου του Έβδομου (ενός από τους υποστηρικτές χρηματοδότες του ναού). Αριστερά, στον δεύτερο όροφο υπάρχει ένας άγγελος με την αριστερή φτερούγα του μετάρσια εν είδει αντηρίδας. Ο Κάρλο Ραϊνάλντι (1611-1691), ένας κορυφαίος αρχιτέκτονας της Ρώμης του 17ου αιώνα, και αρχιτέκτονας της μπαρόκ πρόσοψης —μεταγενέστερης του αρχικού οικοδομήματος προσθήκης— του Σαντ’ Αντρέα ντελα Βάλε θέλησε να αντικαταστήσει τις γιγαντιαίες έλικες που παράστεκαν στο αρχικό σχέδιο του Κάρλο Μαντέρνο (1556 – 1629, άλλου σπουδαίου αρχιτέκτονα, από τους πατέρες του αρχιτεκτονικού Μπαρόκ) τις δυο πλευρές του δεύτερου όροφου της πρόσοψης, με ένα ζεύγος αγγέλων. Σήμερα ωστόσο βλέπουμε μόνο έναν άγγελο. Ο Πάπας Αλέξανδρος VII παράγγειλε τους δυο άγγελους στον φημισμένο γλύπτη του ρωμαϊκού Μπαρόκ, Έρκολε Φεράτα. Ο Φεράτα (1610 – 1685) ανήκε στην ομάδα γλυπτών που συνεργάστηκαν με τον κορυφαίο γλύπτη Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι (1598 – 1680). Εκτέλεσε μεταξύ άλλων το σχέδιο του Μπερνίνι για τον μάλλον τυποποιημένης έξαρσης Σταυροφόρο ‘Αγγελο της Πόντε Σαντ’ Άντζελο, αλλά και το τρισχαριτωμένο σύμπλεγμα του μικρού ελέφαντα που κουβαλάει στη ράχη του έναν αιγυπτιακό οβελίσκο, στον ομφαλό της ρωμαϊκής πλατείας Πιάτσα ντι Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα, στο ιστορικό κέντρο της αναγεννησιακής Ρώμης. Συμπλήρωσε την ακρωτηριασμένη μαρμάρινη ελληνιστική Αφροδίτη των Μεδίκων και υπακούοντας στην αλαζονική καλλιτεχνική ορμή του καιρού του της πρόσθεσε ανήσυχα κρινοδάχτυλα που διαπράττουν αδίσταχτα όλες τις αμαρτίες του μανιερισμού εις βάρος της κλασικιστικά γαληνιαίας μορφής της. Φημολογείται πως όταν ο Φεράτα τελείωσε τον πρώτο άγγελο και τον έδειξε στον Πάπα, εκείνος δήλωσε πως δεν του άρεσε. Ίσως η δυσαρέσκειά του έφτασε σε σημείο να προτείνει διορθώσεις. Ο Φεράτα αντέδρασε αρνούμενος να φτιάξει δεύτερον άγγελο.
Έρχεται όμως να ανατρέψει την εκδοχή αυτή το χαρακτικό του σπουδαίου βεντουτίστα (αρχιτέκτονα, ζωγράφου – χαράκτη τοπογραφικών απόψεων, όχι τοπίων, αλλά με χαρτογραφική ακρίβεια και πνοή τοπιογραφίας, δάσκαλου του Πιρανέζι [1720 – 1778]) Τζουζέπε Βάζι (1710 – 1782). Μια χαλκογραφία του 1756, που μαρτυράει μεταξύ άλλων λεπτομερειών, δυο άγγελους στην πρόσοψη. Ο φύλακας – άγγελος της ποιητικής ελευθερίας που επιμένει στην αυτεξουσιότητα του καλλιτεχνικού εγχειρήματος με κίνδυνο να μπατάρει η πρόσοψη του ναού ή της κοινωνίας, δεν στέλνει, καταπώς με πάθος επιμένει ο Τίτος Πατρίκιος, από εκεί που ήρθε την αυταρχική εξουσία που αίφνης επιχειρήθηκε να ασκηθεί καταχρηστικά σε ζητήματα τέχνης. Αλλά απόμεινε μοναχός, γιατί, απλώς, όπως τόσες άλλες ευγενείς γραφές και αγάλματα της αιώνιας πόλης, το ταίρι- του βορά έγινε στα φθονερά δόντια τού Χρόνου: η θρησκευτική τάξη των Θεατίνων (από τη Θεάτη, την αρχαία ονομασία του Κιέτι στο Αμπρούτσο), που είχε ιδρύσει και επιμελούνταν την Εκκλησιά, ξεμένοντας από χρήματα κατέφυγε για διάφορα αγάλματα της πρόσοψης και κυρίως για τον δεξιό άγγελο στον φτηνό, πλην εύθριπτο γύψο.
Έτσι, για να μη λείψει από τη σκηνή της ιστορίας και της κοινωνίας όπου διαδραματίζεται ακόμη και η καλλιτεχνική δράση, όχι η επιβεβαίωση της ανυποχώρητης ελευθερίας της, αλλά η διαρκής υπόμνηση της απόλυτης προϋπόθεσης της άσκησης αυτής της ελευθερίας, της ίδιας της άσκησης του δικαιώματός της, που είναι το χρήμα.