Αμοργός
09-08-2019

Για τους περισσότερους καλοκαίρι στην Ελλάδα σημαίνει θάλασσα. Αγαπώ τη θάλασσα, να βρίσκομαι κοντά της, αλλά γρήγορα με κουράζει. Μια σύντομη βουτιά, νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα, είναι αρκετή. Αυτό με ευχαριστεί. Χαρά μου στις διακοπές, όπως καθημερινή, το περπάτημα. Με χαλαρώνει, μου δυναμώνει τη σκέψη.

Η Αμοργός είναι νησί φτιαγμένο να περπατηθεί. Βρέθηκα εκεί πριν 17 χρόνια για μια βδομάδα, τέλη του Αυγούστου. Μόνος με καλό πεζοπορικό χάρτη, κατάλληλα παπούτσια και προσοχή στραμμένη στη μικρή, την τραχιά ενδοχώρα. Βάση μου τα Κατάπολα, γρήγορη πρόσβαση με βάρκα στις Πλάκες, για τη βουτιά, και τακτικό λεωφορείο για τη Χώρα. Από τα Κατάπολα ξεκίνησα μικρά περπατήματα και τις δύο μεγάλες διαδρομές όπου διέσχισα σημαντική έκταση του νησιού.

Το νησί μωσαϊκό που συνθέτω από φωτογραφίες, σημειώσεις και (όσο βοηθά) μνήμη.

Κατατεμαχισμένη η φλούδα της γης στο Αιγαίο, αποτέλεσμα της μπλεγμένης αρχιτεκτονικής του ελληνικού χώρου, αρχιτεκτονικής διαρκώς μεταβαλλόμενης, βραδέως και σεισμικώς. Η επελαύνουσα προς βορρά πλάκα της Αφρικής εφιππεύεται από την ηπειρωτική λιθόσφαιρα του Αιγαίου, λυγίζει και βυθίζεται κάτω από τον ελλαδικό χώρο. Καθώς η πλάκα βουτά, η ελληνική τάφρος νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου, νότια της Κρήτης και νοτιοανατολικά της Ρόδου, εκεί δηλαδή που ξεκινά η υποβύθιση (η οδοντωτή καμπύλη γραμμή στους σχετικούς χάρτες), υποχωρεί αργά προς το νότο. Αυτό προκαλεί εφελκυσμό της αιγαιακής λιθόσφαιρας, την τσιτώνει και τη σπάει σε κομμάτια. Ρήγματα ανάμεσα στα ογκώδη μπλόκια. Κάποια τεμάχια γλίστρησαν στα ρήγματα για να χαθούν κάτω από τα νερά. Πεδιάδες και κοιλάδες υποθαλάσσιες και οι κορυφές βουνών νησιά, οι Κυκλάδες.

Δίχως τη Μεσόγειο το νότιο Αιγαίο θα έδειχνε μικρογραφία του τοπίου της μεγάλης ερήμου της Νεβάδας. \ κάμπος / ράχη \ κάμπος / ράχη \ κάμπος / ο ρυθμός του. Ουράνια νησιά αποκαλούν τις κορυφογραμμές των βουνών στη Νεβάδα, πολλά από τα «νησιά» εκεί με αλπική βλάστηση και κάτω χαμηλά πυρωμένη έρημος και κοιλάδες του θανάτου.

Ο ωκεανός μια έρημος με τη ζωή υπόγεια και από πάνω η τέλεια συγκάλυψη.

Η Αμοργός βουνό με πρόποδες στο βυθό. Η ψηλότερη κορφή ο Κρίκελος στα 823 μέτρα και ανατολικά προς την Αστυπάλαια, η υγρή σκοτεινή κοιλάδα, το βαθύ κυανό ή το απέραντο γαλάζιο παρηγορητικά, που ξεπερνά σε σημεία τα 700 μέτρα βάθος.

Σταυρός

Για την πρώτη διαδρομή ξεκίνησα από Αιγιάλη, το βορινό λιμάνι της Αμοργού, προς το εσωτερικό του νησιού, στη Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου και στη συνέχεια προς τις απόκρημνες ακτές στα βορειοανατολικά, που δείχνουν στο χάρτη ουρά ψαριού. Για το ξωκλήσι του Σταυρού.

Από την Αιγιάλη το μονοπάτι ακολουθεί το δημόσιο δρόμο και φτάνει στη Λαγκάδα, ένα από τα δύο χωριά πάνω από το λιμάνι (τα Θολάρια το άλλο). Στη συνέχεια φέρνει σε καλντερίμι που περνά ανάμεσα από πεζούλες. Στο ανέβασμα πρόλαβα έναν άντρα που πήγαινε με το μουλάρι για το χωράφι. Πιάσαμε κουβέντα, τα βράδια δούλευε σε εστιατόριο στη Λαγκάδα. Πριν χωρίσουμε υποσχέθηκα ότι στην επιστροφή, το βραδάκι, θα σταματούσα στο εστιατόριο για φαγητό

Δεξιά στο ανέβασμα για το μοναστήρι, ο ορεινός όγκος του Κρίκελου. Ησυχία και δροσιά, φύσαγε κάπως, ψηλή μακία βλάστηση που πύκνωνε στα εγκαταλειμμένα χωράφια. Γίδια παντού γύρω από το μοναστήρι που φάνηκε στ’ αριστερά, σε κορφή λόφου. Εκεί βρήκα ένα ζευγάρι από Αθήνα, Ηλιάννα θυμάμαι το όνομα της κοπέλας. Τους είπα ότι σκόπευα να φτάσω στο Σταυρό, είχαν ακούσει, δεν σχεδίαζαν να πάνε, αλλά τους έπεισα να έρθουν καθώς χαιρόμουν την παρέα τους. Περάσαμε στη βορειοανατολική πλαγιά του Κρίκελου, απότομη με γκρεμούς προς τη θάλασσα. Από κάτω τα βάθη. Η τοπογραφική αλλαγή συνοδεύτηκε από αλλαγή στο ηχητικό τοπίο. Τέλος στη γαλήνη με αύρα, τιτιβίσματα και βελάσματα. Αέρας που φυσούσε ντεσιμπέλ, κάτω και μακριά κύματα, βουή του πελάγους και εκτόνωσή της στα πόδια του γκρεμού. Σε μερικά σημεία το μονοπάτι στένευε. Τίποτα το δύσκολο. Αλλά τα φοβάμαι τα ύψη, ανακλαστική φοβία.

Στο Σταυρό ξαπλώσαμε και οι τρεις ανάσκελα με τα χέρια ανοικτά, να ξεκουραστούμε. Συνεχίσαμε την κουβεντούλα, για ώρα. Ο αέρας σηκώθηκε δυνατότερος. Στο γυρισμό αγρίεψε αρκετά, μας δυσκόλεψε, έφερνε σύννεφα από το βορρά, το ένα μετά το άλλο, που έπεφταν κατάμουτρα στο νησί, με ορμή, έγλειφαν τη γη και μας τύλιγαν με υγρή, φτερωτή ψύχρα. Τουρτουρίζαμε.

Στη Λαγκάδα, χώρισα με την Ηλιάννα και το σύντροφό της. Πήγα στο εστιατόριο, ο όμορφος άντρας που συνάντησα στο μονοπάτι έδειχνε ομορφότερος, τα μάτια του πράσινα. Γκαρσόνια με άσπρο πουκάμισο, ηλιοκαμένα. Ξανθό, στάχινο μαλλί και φρύδι με σκόνη γκρίζου. Όπως ήμουν ο πρώτος πελάτης, μόνος για την ώρα, ερχόταν να μου μιλήσει όσο έτρωγα. Πήρα το βραδινό λεωφορείο. Λαγκάδα – Χώρα – Κατάπολα.

Όλα γίνονται όταν αυτό το πάρε-δώσε ανάμεσα σ’ αυτά που βλέπουμε και σ’ αυτά που φανταζόμαστε συνεχίζεται και βγαίνει στο τέλος αληθινό… Αν, πάλι, με ρωτούσαν: «γιατί μονάχα σ’ αυτόν το χώρο; γιατί όχι παντού;» θα μπορούσα να τους αποκριθώ: «επειδή πουθενά αλλού το τρίγωνο των βουνών δεν έχει κατεβεί τόσο φυσιολογικά στο αρχιτεκτόνημα – πουθενά αλλού τα μυθικά πλάσματα των θαλασσινών θρύλων δεν έχουν φορέσει τόσο πειστικά τις δύο φτερούγες των ανέμων». – Οδυσσέας Ελύτης – Τα Κορίτσια /Ανοιχτά Χαρτιά

Ασφοντυλίτης

Στη δεύτερη διαδρομή ξεκίνησα από τα Κατάπολα, βγήκα στα ανατολικά του νησιού κι από εκεί, διασχίζοντας ορεινά την ραχοκοκαλιά της Αμοργού, πέρασα πάλι στα δυτικά και μετά βόρεια, στην Αιγιάλη.

Παρόλο που η πρώτη διαδρομή ήταν δυσκολότερη, κόπιασα περισσότερο με τη δεύτερη. Ίσως γιατί είναι μακρύτερη, ίσως γιατί έκανε ζέστη και άπνοια την ημέρα που την περπάτησα. Έκανα και το λάθος να ανέβω πεζός το κομμάτι Κατάπολα – Χώρα, που ακολουθεί τον άξονα του δρόμου, δίχως να μοιράζεται τίποτα το ιδιαίτερο. Μπάζα και πίσω όψεις βενζινάδικων. Πιο πέρα βέβαια η θάλασσα.

Από την πλατεία της Χώρας και το σινεμασκόπ μπαλκόνι που κοιτά νοτιοανατολικά, ακολούθησα το δρόμο για το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας και στη συνέχεια κάτω και κατά μήκος μεγάλης ορθοπλαγιάς. Από μακριά άκουγα επίμονο βέλασμα πριν φτάσω σε μεταλλική πόρτα κλειστή. Μια γίδα είχε σπρώξει το κεφάλι της και παγιδευτεί αγκιστρωμένη από τα κέρατα. Αγωνιούσε. Τη λευτέρωσα και σκέφτηκα ότι ήταν κάτι που θα συνέβαινε συχνά με τα κατσίκια. Συνέχισα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Από πάνω μου, στ’ αριστερά, γκρεμός και δεξιά η πλαγιά με ομαλότερη κλίση προς τη θάλασσα.

Το μονοπάτι τρύπωσε εσωτερικά, ανάμεσα σε υψώματα κι έφτασα σ’ ένα οικισμό από στάνες, τον Αργιλά, και μετά στον Ασφοντυλίτη, ένα έρημο ορεινό χωριό μέσα στις φραγκοσυκιές, αποπνιχτικά ζεστό και άχρονο. Η αμείλικτη πανσέληνος στο «Χάος» των Ταβιάνι. Βραχογραφίες όμοιες με αμερικανικές ινδιάνικες. Έρημος εκεί, έρημος εδώ, το χέρι με ό,τι το οπλίσει και του κληρονομήσει η δημιουργία. Αντάμωσα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που πρόσεχαν τα ζωντανά τους. Χαιρετηθήκαμε. Στη συνέχεια, το δρομάκι πέρασε δυτικά, βρήκε το δρόμο, η θάλασσα στο αριστερό μου χέρι, η δύση. Πίσω στο εσωτερικό, Ποταμός κι από εκεί η μεγάλη κατηφόρα, προς την Αιγιάλη.

Γοητευτικά τοπωνύμια σε ξερονήσια που υπαινίσσονται ατίθασους όγκους πόσιμου νερού. Η μέρα ήταν ζεστή, είχα ξεμείνει διψασμένος παρά τον εφοδιασμό. Κορακιασμένος σε μίνι μάρκετ αγόρασα ένα λίτρο νερού και ένα λίτρο παγωμένη κόκα κόλα. Αυτό απαίτησε πλανεμένο το κατάκοπο κορμί μου. Γλυκιά υγρασία.

Απερπάτητη έμεινε μια τρίτη διαδρομή, προς αρχαία Αρκεσίνη. Δικαιολογία να ξαναγυρίσω.

Επιστροφή με καταμαράν, που σταμάτησε Φολέγανδρο. Η Αθήνα μαζευόταν για φθινόπωρο κι εγώ έτοιμος. Δεν θρηνώ το καλοκαίρι, παίρνω την απόφαση στις 21 του Ιούνη, μόλις δύσει.

Ούτε Φολέγανδρο πήγα, ούτε στην Αμοργό επέστρεψα. Πλην αεροπορικώς από πάνω, θέση παράθυρο, ξανά και ξανά.

Τη γεωγραφία μου την έμαθα.