Γύρω από την Πλατεία Καραϊσκάκη, στη Δηλιγιάννη, στην Αγίου Κωνσταντίνου και στους παράδρομους, βρίσκονται τα πρακτορεία και οι σταθμοί των πούλμαν για τις βαλκανικές γειτονικές χώρες. Κόσμος πρωί – βράδυ τις καθημερινές, το αδιαχώρητο τις παραμονές αργίας ή το καλοκαίρι. Βαλίτσες στο πεζοδρόμιο, διπλοπαρκαρίσματα, τα καφενεία γεμάτα στην αναμονή.
Έβγαλα εισιτήριο για τα Τίρανα στα 27 ευρώ. Ήταν η τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου πριν δύο χρόνια. Η αναχώρηση Σάββατο στις 8:30 το πρωί.
Αλβανοί καθαρίζουν και μαστορεύουν στο σπίτι μου, έχουν τα κλειδιά της πόρτας μου, ξέρουν για τη ζωή μου. Λίγα γνώριζα για τη δική τους ζωή, σπάνια ρωτούσα.
Έκλεισα θέση παράθυρο. Δίπλα μου μία η οποία επέμεινε ότι αυτή είχε την κράτηση δίπλα στο παράθυρο. Αργότερα μιλήσαμε. Γυρνούσε από Ραφήνα, από το γιο της που έμεινε Ελλάδα σαν επέστρεψαν στην Αλβανία με την κρίση. Σε ορεινό χωριό ανατολικά του Αργυροκάστρου. Όποτε κατεβαίνει να δει το παιδί βρίσκει ευκαιρία να καθαρίσει κανένα σπίτι, να δουλέψει σε σουβλατζίδικο. Στο χωριό δουλεύει στη στάνη, με τον άντρα της. Την κέρασα κάτι να φάει στην πρώτη στάση. Μετά της έδωσα τη θέση στο παράθυρο. Αποκοιμήθηκε ακουμπισμένη στο τζάμι. Χριστίνα το όνομά της.
Ένας συνεπιβάτης γύρισε να μου μιλήσει, Να διευκρινίσει Βορειοηπειρώτης, όχι Αλβανός. Δεν προσπάθησε να μιλήσει χαμηλόφωνα.
Ταξιδέψαμε στον παλιό δρόμο, από την Κλεισούρα. Φτάσαμε στην Κακαβιά αργά το απομεσήμερο. Ουρά και αναμονή, ευτυχώς όχι για πολλή ώρα αλλά αρκετή ώστε να υποψιαστώ ότι στην επιστροφή, μπαίνοντας Ελλάδα, θα υπάρχει θέμα. Η Χριστίνα προστατευτική μαζί μου.
Στην Αλβανία η διαδρομή κατά μήκος της κοιλάδας του Δρίνου. Στο Αργυρόκαστρο η Χριστίνα με χαιρέτησε, προσκαλώντας με να δοκιμάσω κάποτε το δροσερό ξινόγαλό της. Στάση στο Τεπελένι σε εστιατόριο. Εκεί ο Δρίνος συναντά τον Αώο. Ποταμοί με ροή προς βορρά, νόμοι φυσικοί.
Καγκάδης Διονύσιος του Ευαγγέλου, στρατιώτης 34ου Συντάγματος Πεζικού, 8 Μαρτίου 1941. Πεστάνη Ανατολικά Τεπελενίου. Δεν γνωρίζει η μητέρα μου με ακρίβεια την ηλικία που σκοτώθηκε. Στα είκοσι λέει σαν αναρωτιέται πού τον θάψανε. Ούτε μια φωτογραφία του. Μόνιμος κόμπος στο λαιμό της νόνας ο αδελφός της. Μέχρι που πέθανε κι αυτή.
Πολλές ώρες για τα Τίρανα, πολλές οι στάσεις, χαμηλότερη η ταχύτητα. Γυναίκες, παιδιά, άντρες αποβιβάζονταν σε σταυροδρόμια καθώς βράδιαζε. Έσμιγαν με συζύγους ή συγγενείς που περίμεναν έξω από παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Αραιώσαμε. Παραδίπλα δύο νέοι, Πειραιώτης ο ένας από Αλβανούς γονείς, ο άλλος Κρητικός, μελαμψός, από Γαλλίδα μητέρα. Τα τελευταία χρόνια πάντα μαζί στις διακοπές. Μου απηύθυναν το λόγο στον πληθυντικό. Ήταν καιρός για τον Κρητικό να γνωρίσει την Αλβανία, τη γιαγιά του Πειραιώτη που ζούσε βόρεια από τα Τίρανα.
Το Δυρράχιο, η αλβανική προσαρμογή του Ντουμπάι.
Φτάσαμε Τίρανα πριν τα μεσάνυχτα. «Να περνάτε πάντα καλά μαζί», ευχήθηκα στους δύο νέους. Θα έψαχναν για ξενοδοχείο, είχαν χάσει το τελευταίο λεωφορείο για τα βόρεια. Εγώ είχα κλείσει από Αθήνα και βρήκα ταξί.
Στη μεγάλη πλατεία ο έφιππος ανδριάντας του Γεωργίου Καστριώτη του Σκεντέρμπεη ή Gjergj Kastrioti Skënderbeu. Σέρβος ή Σλάβος ή Έλληνας ή Αλβανός που πολέμησε τους Τούρκους το 15ο αιώνα.
Ζέστη στο Μουσείο Εθνικής Ιστορίας, ανεμιστήρες δαπέδου, στον τρίτο όροφο ένα ξανθό κοριτσάκι σε πλήθος ασπρόμαυρων φωτογραφιών μαζί με τον Αλβανό Βασιλιά. Βγαίνοντας έξω απλωμένη κάψα η πλατεία, εκτυφλωτική η άσπρη αντηλιά. Καταφύγιο η πλησιέστερη καφετέρια, ένα από τα Sophie Caffe κάτι σαν αλβανικό Starbucks. Εφηβικές παρέες, κάποιες συνομιλούσαν στα ελληνικά.
Κοντά στην πλατεία ένα οχυρό καταφύγιο, υπόγειο μουσείο για τα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Το απόβραδο πλήθος στα σιντριβάνια, οι τσιρίδες παιδιών που πλατσούριζαν στα νερά.
Φαγητό σε εστιατόρια της πεντακάθαρης κεντρικής λαχαναγοράς. Αν μάθαιναν ότι ήμουν Έλληνας κάποιοι μιλούσαν ελληνικά, με ρωτούσαν πώς κι έτσι. Μου έλεγαν ότι το πολύ χρήμα στην Αλβανία παραμένει στα χέρια λίγων.
Μου άρεσε ο κύριος εμπορικός δρόμος με τα μαγαζιά και τα εστιατόρια, κάτι μεταξύ Αθηνάς και Πανεπιστημίου. Τούρκικα τραγούδια παντού, στο τελείωμά του πολυκατοικίες ζωγραφισμένες στο κόκκινο, μπλε, κίτρινο κι άσπρο του Mondrian. Γύρω από το κέντρο, δειλά δειλά η φύτρα πολυώροφου skyline. Σ’ ένα εμπορικό κέντρο πολυτέλειας, όταν έβγαλα τη φωτογραφική ήρθε σεκιούριτι να με αποτρέψει.
Στο χαοτικό σταθμό των λεωφορείων εισιτήριο για τους Αγίους Σαράντα. Περισσότερο από πέντε ώρες η διαδρομή. Έχω ακούσει για την κατάσταση των παλιών δρόμων αλλά σίγουρα η χώρα έχει ανάγκη για καλύτερο οδικό δίκτυο. Νότια από το Αργυρόκαστρο στρίψαμε να ανεβούμε τη δυτική οροσειρά που κλείνει την κοιλάδα του Δρίνου από τη θάλασσα. Η διαδρομή θύμιζε τον παλιό δρόμο Σάμης – Αργοστολίου πάνω στον Αίνο, στροφές και γκρεμός, πλακώδης ασβεστόλιθος, plattenkalk, χαρακτηριστικός της Ιόνιας ζώνης στην ανατολική Κεφαλονιά.
Ίσως παρηγορητικό το οικείο τοπίο στο τελευταίο θολό βλέμμα του μεγάλου θείου που παρέμεινε μικρός το 1941.
Βιαστική πέρασε από το τζάμι μια κοκορεβυθιά, θαλερή σε μικρή ζούγκλα στη φουρκέτα μιας στροφής, στον κατήφορο.
Οι Άγιοι Σαράντα, η αλβανική κοινή εκδοχή Παλαιού Φαλήρου και Βηρυτού. Μιλούσα κατευθείαν ελληνικά, δίχως δισταγμό. Λίγα χιλιόμετρα στην ενδοχώρα, η δροσιά στο μεγάλο κεφαλάρι του Γαλάζιου Ματιού. Παραλιακά στο νότο το Βουθρωτό, αρχαιολογικός χώρος παγκόσμιας κληρονομιάς. Δίπλα του μεγάλος υγρότοπος, βάλτος αποπνικτικός, της ζέστης. Στα ανοιχτά, δυτικά η Κέρκυρα.
Το μεγάλο τζαμί στους Αγίους Σαράντα, η προσευχή μόλις έγερνε ο ήλιος.
Δεν ήθελα να ταξιδέψω πίσω από τα βουνά για την Κακαβιά, βαριόμουν τις στροφές και την αναμονή. Βρήκα κάποιον να με πάει νότια. Μεθοριακό σταθμό, Σαγιάδα Θεσπρωτίας, Ηγουμενίτσα και λεωφορείο για Αθήνα. Σάββατο, στις 8:30 το πρωί. Τον περίμενα έξω από το ξενοδοχείο. Ήρθε στις 4:30 πριν φέξει, 5:30 ελληνική ώρα.
Πριν το χάραμα, στο μισόφως, το τοπίο κατάξερο, ίσως καμένο. Ο δρόμος μέσα από φαράγγι, παράλληλα στην κοίτη. Ελ Πάσο. Τέλος τα χωριά, μόνο σκόρπια κτίσματα σε χέρσες πλαγιές.
Μαζί μας η όμορφη γυναίκα του οδηγού. Κάθε πρωί την ίδια ώρα για δουλειά σε ελληνικά ιχθυοτροφεία, αμέσως μετά τα σύνορα. Το μεσημέρι σχολάει και συνεχίζει στα ενοικιαζόμενα δωμάτια που έχουν στους Αγίους Σαράντα. Συνεπιβάτες και δύο οργανοπαίκτες, ο νεότερος αρμόνιο και ο μεγαλύτερος κλαρίνο. Μέχρι το Τεπελένι, μέχρι το Αργυρόκαστρο μάλλον, έλεγε ο κλαρινοπαίχτης που ήθελε κουβέντα, η μουσική είναι η μουσική της Ηπείρου. Πιο πάνω είναι όπως τα τούρκικα, από την Ιστανμπούλ.
Δύο φυλάκια, το αλβανικό και κάτω στην στροφή το ελληνικό. Βγήκαμε δυο φορές από το αμάξι να ελέγξουν ταυτότητες και διαβατήρια. Η όμορφη γυναίκα κατηφόρισε περπατώντας προς τη θάλασσα.
Στην είσοδο της Ηγουμενίτσας οι μουσικοί συνάντησαν αυτούς με τους οποίους θα κατέβαιναν Αθήνα. Είχαν να παίξουν το βράδυ σε γάμο. Ο κλαρινοπαίχτης ξαναγύρισε προς το αυτοκίνητο και μου έσφιξε το χέρι μέσα από το παράθυρο. «Καλή τύχη, να προσέχεις», ευχήθηκε. «Να ξεκουραστείς πριν το γάμο», χαμογέλασα.
Κατέβηκα στα ΚΤΕΛ. Πλήρωσα τα συμφωνημένα 10 Ευρώ, κι ό, τι αλβανικό είχε περισσέψει.
Τα σύνορα, η διακίνηση ναρκωτικών, η διαδικασία διεύρυνσης, ο Μακρόν και οι επιφυλάξεις, η Λε Πεν και οι φοβίες, η υποκρισία. Οι τύχες του κόσμου.