Οι πρόσφατες φυλές της Δεξιάς στην Ελλάδα
Τίτλος που φαίνεται άσχετος, μα δεν είναι. Μια αιγυπτιακή ανασκαφή, πριν τη φάση της στρωματογραφίας και των συντεταγμένων ενός ευρήματος είναι, σε πρώτη φάση, η αφαίρεση μεγάλου όγκου άμμου, ανυπόστατου υλικού χρονολογικά, καθώς τα μνημεία της ερήμου δέχονται χαμσίν με το τσουβάλι και οι κόκκοι της σκόνης διαπερνούν και το πιο φίνο βαμβάκι.
Την Δεξιά εγνώρισα αωρί των νυκτών της παιδικής κόλασης, την θεωρούσα αυτονόητη και φυσική, ενώ ποτέ δεν καταλάβαινα κάτι διαφορετικό στην αφή, κάτι περισσότερο από ένα στιλπνό, υδρόφοβο τσιμεντάκι που ο λαός, ονόμαζε γκρο μπετόν ή και υγρό μπετόν.
Φυσικά, από αυτό που είχα βιώσει ως δεξιά, δεν έμεινε μήτε η ανάμνησή του, πάρεξ εικόνες που μπέρδευαν τον αυταρχισμό με το ζοριλίκι, τον ΕΟΤ με τα «Ξενία» και τον Παπάγο με την κηδεία του.
Αλλά σήμερα, μετά από εξήντα χρόνια, βιώνω ένα παράξενο, μεταθετό και τραγικής υφής αίσθημα: από την Κρίση και εφεξής, δεν υπάρχει Δεξιά όπως την εγνώρισα. Υπάρχουν κόμματα δεξιάς κοπής, ασυντόνιστα μεταξύ τους, νεόκοπα ή παλιοκαιρίσια, κρυμμένα κάτω από ποικιλία απόψεων. Δεν αποτελούν παράταξη, αλλά ερμηνεία της. Δεν ξέρω εάν πταίει το Ίντερνετ ή το κρασί, ο κακός μας ο καιρός ή η εισαγωγή από φτηνές πατερίτσες, πάντως ανασκάπτοντας το πεδίο της, για την ώρα αφαιρείται μόνον η άμμος. Κτίσμα, πουθενά. Στρωματογραφία, μήτε για δείγμα. Κι όταν ο εργάτης βρίσκει ένα όστρακο, ο επιβλέπων αρχαιολόγος αποφαίνεται : «από πίθο ύστερης σοσιαλδημοκρατίας» ή «απομίμηση κεντροδεξιάς πασοκίλας».
Και έγκυρη βιβλιογραφία, πουθενά. Θα υπάρχει σίγουρα, αλλά εδώ, που σκάβουμε δυο βήματα από την Σίουα, δεν υπάρχουν βοηθήματα. Και οι εργάτες ομιλούν μόνον Φαρούκ Αιμέ, ή Καβάφ νοσταλγί.
Η εργώδης βάση: πρωτοΚαραμανλισμός
Επεφάνη αρχές της δεκαετίας του πενήντα, διαδέχτηκε τον Παπάγο, ενώ άλλοι ήταν στο ρόστερ. Δυναμικός, πείσμων και αληθώς λεβέντης για τα πρότυπα της εποχής, ιδρύει την ΕΡΕ, οι φήμες γύρω από τα χούγια του εξάπτουν και δεν επιβαρύνουν την γενική ιδέα των εκλογέων. Το 1956, με ένα σύστημα που ονομάστηκε «τριφασικό» θα κερδίσει τις εκλογές, λαμβάνοντας 25 χιλιάδες ψήφους λιγότερες από την επταμελή «Δημοκρατική Ένωση» στην οποία συμμετέχει και η ΕΔΑ! Πρώτη φορά ψηφίζουν οι γυναίκες.
Διάφοροι Δελφίνοι, όπως ο Μαρκεζίνης, ο μάγος της Υποτίμησης, αλλά και ο Στεφανόπουλος, υποψήφιος σωτήρας διαχρονικά, μένουν στο περιθώριο. Δεν περνούν δυο χρόνια και ο Καραμανλής προκηρύσσει και πάλι εκλογές, για το 1958. Προηγουμένως, φροντίζει μέσου του διαβόητου Τάκου Μακρή να διαμορφωθεί ένας εκλογικός νόμος που πριμοδοτεί με αρχοντιά το πρώτο κόμμα, ενώ δεν χαλάει το προφίλ του δευτέρου κόμματος. Η ανησυχία του Καραμανλή είναι προφανής: η αναστάτωση από το Κυπριακό, αλλά και οι ενοχλητικές ανταρσίες των βογιάρων της ΕΡΕ και του Κέντρου (Κανελλόπουλος, Στεφανόπουλος, Παπαληγούρας και Γεώργιος Ράλλης, δεν το παίζουν!) δεν θα εκπληρώσουν την προφητεία της ΕΔΑ ως τρίτου κόμματος, αλλά θα την στείλουν στην δεύτερη θέση. Ο Καραμανλής θριαμβεύει με 171 έδρες, χρησιμοποιεί τον αντικομμουνισμό για να λυώσει τις φιλοδοξίες των γκρινιάρηδων και συνεχίσει το κεϋνσιανό του πρόγραμμα. Στα καφενεία μιλάνε για «φρυδά» και «καραμάνλαρο». Η ΕΡΕ του έκτοτε είναι συμπαγής, αλλά το Κέντρο αγωνίζεται για την έξωσή του και η κοινή γνώμη αποκτά μερικό αντικαραμανλισμό, παρά τα έργα υποδομής, τις συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου και μία φοβερή τριπλέτα. Μια Δευτέρα κλείνει το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων, την Τρίτη υπογράφει την πρώτη μεταναστευτική αμαξοστοιχία και την Τετάρτη αμείβεται με ένα κάθισμα στον προθάλαμο της υβριδικής ΕΟΚ.
Παράλληλα, οργανώνει σύστημα παρακολούθησης υπόπτων «συνοδοιπόρων». Γεννιέται ένα παρακράτος που οφείλει περισσότερα στην Αυλή, παρά στο Σερραϊκόν του ήθος. Το Κέντρο ενώνεται, τον θεωρούν τσιγγούνη, έποικο των «Βραχωδών ορέων», εργολαβομανή, φέρνει ταινίες να γυριστούν, φτιάχνει τα «Ξενία», φτιάχνει υποδομές, ώσπου, στις εκλογές του 1961, ξεσπάει η «βία και νοθεία» με την σχετική ταυτόχρονη τραγικότητα και μυθοπλασία.
Ωστόσο, το 1961, η ΕΡΕ υπερέβη το 50% και κέρδισε πάνω από 700 χιλιάδες νέους ψηφοφόρους. Τίποτε από αυτά δεν ίσχυσε. Έως το 1963, χτυπημένος από απεργίες, τη δολοφονία Λαμπράκη και τη διαφωνία με το Στέμμα, δυνάμωσε το Κέντρο, και καταμεσής της πρώτης τραγωδίας της Κύπρου, χάθηκε από την πολιτική σκηνή, παρά τα «έ-έ-έρχεται» των οπαδών του. Έκτοτε, η Δεξιά που ξέραμε από παιδιά, χάθηκε από τον ορίζοντα, κι αυτό ολοκληρώθηκε με την Χούντα που ακολούθησε και χρεώθηκε, φυσικά, ολόκληρη στην Δεξιά.
O Καραμανλής επέζησε πολιτικά με τις γνωστές μεταπολιτευτικές του υπερβάσεις (νομιμοποίηση του ΚΚΕ, δημοψήφισμα για την Βασιλεία, συντριπτική πλειοψηφία στις εκλογές του 1974) αλλά ως κεντροδεξιός ηγέτης, ελαφρώς ακατανόητος για τους πιστούς οπαδούς του και βέβαια για τον εσμό των καθαρόαιμων δεξιών στελεχών. Δοκίμασε την κρατικοποίηση των επιχειρήσεων Ανδρεάδη, κατέπνιξε «το κίνημα των σταγονιδίων» και χωρίς να επιχειρήσει κάτι ακραιφνώς κεντρώο, ετοίμασε το πέρασμα του προς την προεδρία της Δημοκρατίας, με την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ, ολοένα και περισσότερο έχοντας στην πλάτη του τον διαρκή, ορμητικό αναδιπλασιασμό του Ανδρέα, του οποίου την διαδρομή ποτέ δεν προσπάθησε να ανακόψει. Θεωρούμενος αν όχι αριστερός, αλλά τουλάχιστον σοσιαλμανής, ενσωμάτωσε παλαιούς αποστάτες και κεντρώους στο κόμμα του, που ήδη δέχτηκε την προσωρινή έξοδο βασιλοφρόνων και ακροδεξιών το 1977, και μετά, μετέφερε στον Γεώργιο Ράλλη τα βάρη της διαχείρισης, δεχόμενος την εισαγωγή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην «Νέα Δημοκρατία».Είναι ο μόνος πολιτικός, μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που μερικοί αποκαλούν «Εθνάρχη»
Η σημερινή διανομή ρόλων
Ο Κώστας Καραμανλής εκπροσωπεί ένα πνεύμα δεξιάς σταθερότητας που παρουσιάζει μεγάλες περιόδους σιωπής. Δεν το διαδίδει, αλλά οι οπαδοί του, σε στελεχικό επίπεδο, είναι οργανωμένοι. Στην μακρά περίοδο όπου οι πάντες κλωθογυρίζουν γύρω από νέα γλωσσικά εργαλεία, η δική του οικογένεια παρίσταται σε όλες τις ενοποιητικές εκδηλώσεις, αλλά δεν είναι μυστικό πως είναι ο μόνος δεξιός που η σιωπή του ηχεί εκκωφαντικά. Του αποδίδουν ρόλους ή ρολάκια στο μέλλον, για την ώρα ανεπιτυχώς. Θα παραμείνει αινιγματικός ώσπου να απαντηθούν από άλλες Σφίγγες ,όλοι οι διαθέσιμοι και αναπάντητοι γρίφοι.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναδείχτηκε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας από την αρχή του 2016, δημοσκοπικών ευημερεί, αλλά οι διαδόσεις περί του αντιθέτου, οι σπερμολογίες και οι αρβυλιές που έχει δεχτεί, έχουν δημιουργήσει ένα no man’s land στον πληθωρισμένο χώρο του.Ο τρόπος που εξελέγη, τριπλάροντας έκκεντρες δεξιές πτυχές, εγγράφοντας στελέχη του ΛΑΟΣ και βοηθούμενος από τον Τζιτζικώστα, του δημιουργεί, ακόμη και σήμερα προβλήματα. Ενώ φυσιογνωμικά και κατά παράδοση, θα του ταίριαζε ένας κεντροδεξιός ρόλος, χωρίς «πυγμή ηγέτη» αλλά με «αποτελεσματικότητα αφανούς τυράννου», φαινόμενο στο οποίο η Δεξιά λυώνει από πόθο, διέπραξε και διαπράττει έναν ανήκεστο παράπτωμα: συνδιαλέγεται άνευ λόγου με την κυβέρνηση. Η μουτρωμένη αντιπολίτευση, παράλληλα με μια δικαιοπρακτική σαφήνεια, είναι ο αληθής μονόδρομος που θα έπρεπε να διαλέξει. Δεν πείθει ως κεννεντικός πενηντάρης. Δεν είναι για μπαλκόνια και οι κειμενογράφοι του έχουν διαλέξει αλώνι όχι μαρμαρένιο, αλλά από κινούμενη άμμο. Οι διαδόσεις εναντίον του προσώπου του, είναι τέτοιες, ώστε καταντούν κωμικές, αλλά δυστυχώς και πιστευτές. Δεν έχει τολμήσει να περιγράψει πειστικά πως η κυβέρνηση προστατεύεται από «συμμάχους», κοροϊδεύει τον κόσμο που την θεωρεί αριστερή και επινοεί τους αντιπάλους της, διαλέγοντας από τα καλάθια αποκλειστικά αριστερών κασκόλ. Ακόμη κι αν νικήσει, κατά τας γραφάς, δύσκολα θα κυβερνήσει ,καθώς έχει εμπιστευθεί τα πάντα σε κάποια οραματική απόλυτη πλειοψηφία.
Το σύστημα «Σαμάρα πατριωτίκ» ίσως επειδή είναι ο πρώτος πολιτικός που διαχειρίστηκε εξουσία, όχι πάνω στους εκλογείς της εσωτερικής ψηφοφορίας που τον ανέδειξε, αλλά στην βάση της «πολιτικής άνοιξης», ενός κομματικού υβριδίου που σήκωσε σκόνη στα ζόρικα χρόνια μετά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και ελάχιστοι πίστευαν πως θα επικρατήσει σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του επιφάνεια, υπήρξε πρωθυπουργός καθαρόαιμα δεξιός. Δέχτηκε τα περισσότερα πυρά από το ολιστικό, στα όρια του παράδοξου, κίνημα του Σύριζα και κατηγορήθηκε για πλείστα όσα ζητήματα. Τελευταία,ανέβασε τους πόντους του, κι ας παραμένει λιγόλογος και σαρκαστικός, στις λίγες σχετικά εμφανίσεις του.
Ο Πάνος Καμμένος απεναντίας, ενεργοποιήθηκε αυτοτελώς στους πρώτους ζόρικους μήνες του 2012 και η σαφώς επιθετική τακτική του, συνυπηρετώντας με τον Σύριζα, μπορεί να μικραίνει το απίστευτα υψηλό ποσοστό που έλαβε στις εκλογές εκείνης της χρονιάς, αλλά κυβέρνησε τα πόστα που του παραχώρησαν (ή ζήτησε) επεξεργαζόμενος μια χειροποίητη πολιτική. Παραμένει ένα καθαρόαιμο στέλεχος της Δεξιάς, κι ας προφητεύουν οι Κασσάνδρες ότι εντέλει θα απομείνει ξυλάρμενος. Βλέπετε, η μοναξιά ενός δεξιού στελέχους ποτέ δεν τον εξαφανίζει. Το φυτό αυτό εύκολα καίγεται, αλλά λειτουργεί και με αφανείς καταβολάδες.
Για την ώρα, τα ως άνω τέσσερα ονόματα που μοιράζονται, περισσότερο ή λιγότερο, το Δεξιό Φάσμα, ανασκάπτουν το Μνημείο της αλλά έως σήμερα, αναδεύουν την άμμο της ερήμου. Η εποχή, θυμίζει αχνά το 1958, αλλά ως νεφέλωμα. Μικρή, αλλά υπαινικτική σχέση υπάρχει και με σπαράγματα του 1948, τουλάχιστον στην αμερικανική επιρροή. Οι φυλές της Δεξιάς, στις ημέρες μας, έχουν μεγάλη ανάγκη τον Σύριζα, καθώς το παράξενο αυτό κίνημα έχει λειτουργήσει ως χαμσίν σε παραδοσιακούς συντηρητικούς χώρους που έδειχναν απρόσβλητοι και ενάντιοι σε κάθε νεωτερισμό ή αναθεωρητισμό.