Σε παλαιότερες, ευτυχισμένες στιγμές: η Πλατεία Συντάγματος στη δεκαετία του 1950
Αγάπης αγώνας άγονος
24-02-2019

Ότι και να ‘ναι η Ακρόπολη, δεν υπάρχει χωρίς εμάς.

Ότι και να ‘ναι η Ακρόπολη,
να το ξέρει πως στην πλάτη μας ακουμπά.

Με όλο το δέοντα σεβασμό,
έχουμε σοβαρότερα θέματα απ’ την Ακρόπολη.

[ Κώστας Μόντης ]

 

Μεγάλη συζήτηση γίνεται τις τελευταίες μέρες στο διαδίκτυο και στον Τύπο για την κατασκευή ενός ξενοδοχείου στου Μακρυγιάννη το οποίο, σύμφωνα με τη βασική φωτογραφία που δημοσιεύεται, θα εμποδίζει την οπτική επαφή με την Ακρόπολη και πιθανώς τον Παρθενώνα.

Όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα, το ξενοδοχείο δεν παρανομεί με βάση την υπάρχουσα νομοθεσία. Αλλά οι αντιδράσεις και οι εκκλήσεις για νομοθετικές αλλαγές και παρεμβάσεις αγνοούν κάποια βασικά στοιχεία του διαλόγου: δεν προσδιορίζουμε από ποιο σημείο θέλουμε να βλέπουμε την Ακρόπολη, για να προστατεύσουμε τη θέα. Από τον Υμηττό, ή το Λυκαβηττό, λόγου χάριν, ή από τη Βουλή ή την ταράτσα της «Μεγάλης Βρεταννίας», η Ακρόπολη φαίνεται μια χαρά. Από τις στήλες/στύλους του Ολυμπίου Διός, ή από του Μακρυγιάννη ή το Κουκάκι, έχουμε χάσει το παιχνίδι εδώ και δεκαετίες.

Ας μην κολλήσουμε στο νεόδμητο ξενοδοχείο, ας προσέξουμε λίγο τα άλλα κτίρια που φαίνονται στις φωτογραφίες, που και αυτά θα μας έκοβαν τη θέα αν η οπτική μας γωνία ήταν ένα πάτωμα χαμηλότερα (πόσο μάλλον από το δρόμο), και να δούμε αν τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούμε κατά του ξενοδοχείου και οι προτεινόμενες θεραπείες (δηλ. μερική κατεδάφιση) θα μπορούσαν ευλόγως να εφαρμοστούν και σε αυτά ― ή να το πάρουμε απόφαση ότι όλα τα επιχειρήματα είναι άκυρα και θεραπεία δεν υπάρχει, ιδίως από τη στιγμή που ανεγέρθηκε το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, για το οποίο παραλίγο να κατεδαφιστούν δύο προϋπάρχοντα διατηρητέα κτίρια, με επιχείρημα τη θέα μέσα από το μουσείο.

Κάθε προσπάθεια για αισθητική εξυγίανση της περιοχής και χαμήλωμα των κτιρίων που περιβάλλουν τον Ιερό (τάχα μου) Βράχο θα έπρεπε να περιλαμβάνει και ένα γενναίο κούρεμα, αν όχι κατεδάφιση, αυτού του εκτρωματικού μουσείου. (Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, αλλά οι περισσότερες φωτογραφίες του μουσείου είναι τραβηγμένες από σχετικά κολακευτική γωνία, και σπανίως εμφανίζουν την Ακρόπολη ή τον τρόπο με τον οποίο το Μουσείο εμποδίζει τη θέα προς τον βράχο.) Όμως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, και καλά θα κάνουμε να μάθουμε να ζούμε μαζί του και με όσα αυτό συμπαρασύρει και συνεπάγεται.

«Η θέα είναι πολιτισμικό αγαθό και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μετατρέπεται σε προνόμιο ορισμένων», δήλωσε η τέως ΠΑΣΟΚ και όψιμη ΣΥΡΙΖΑ υπουργός πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά, δίχως να διευκρινίσει ποια είναι αυτή η Θέα και πώς ορίζεται, κι αν στους Ορισμένους περιλαμβάνεται και το κράτος και το μουσείο, ενώ ο υπουργός περιβάλλοντος Γιώργος Σταθάκης έκανε μια γενική πολιτική δήλωση που δεν λέει απολύτως τίποτα χρησιμοποιώντας πολλές λέξεις-κλειδιά: «Σταθερός προσανατολισμός μας είναι η αντιμετώπιση των οικιστικών στρεβλώσεων, στο πλαίσιο μιας ενιαίας χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής. Τα τελευταία χρόνια έχουμε υλοποιήσει σημαντικές θεσμικές παρεμβάσεις για την προώθηση της βιώσιμης οικιστικής ανάπτυξης. Επιμένουμε σε πρωτοβουλίες για την ποιοτική αναβάθμιση του δημόσιου χώρου, αναθεωρώντας τις κατευθύνσεις του αναπτυξιακού προτύπου, με σημείο αναφοράς την προστασία και ολοκληρωμένη διαχείριση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς».

Την επίκληση της θέας ως συστατικού στοιχείου για τη σχεδίαση ενός αρχιτεκτονήματος την είχα ακούσει προ δεκαετίας από τον Ρέντσο Πιάνο, όταν είχε έλθει στο Μέγαρο Μουσικής (Ιανουάριος 2009) για να παρουσιάσει τα σχέδιά του για το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Μεταξύ άλλων, ο αρχιτέκτων μας είπε ότι χάρηκε όταν έμαθε πως η συνοικία που ήταν δίπλα στο σημείο κατασκευής του κέντρου λέγεται Καλλιθέα, άρα το κέντρο θα είχε ωραία θέα. Όμως δεν σκέφτηκε ότι με την ανέγερση του κέντρου ακύρωνε την ονομασία της συνοικίας, που θα ήταν υποχρεωμένη να βλέπει το έργο του να της κόβει την οπτική επαφή με τη θάλασσα και αντ’ αυτής να βλέπει ένα πάρκο στεφανωμενο από ένα Ουφοδρόμιο. Η θέα είναι πολιτισμικό αγαθό, η Καλλιθέα όχι.

Μας είπε επίσης ο γενοβέζος αρχιτέκτων ότι είναι ιστιοπλόος, και ως εκ τούτου τον ενδιέφερε η από θαλάσσης προσέγγιση του έργου. Δεν φαίνεται να έλαβε ιδιαίτερα υπ’ όψιν αυτή την παράμετρο, ή πάντως της αισθητικής προσέγγισης από την πλευρά της θάλασσας (ή της παραλιακής λεωφόρου), καθώς από αυτή την οπτική γωνία το κτίσμα του είναι τόσο μονολιθικά τσιμεντένιο και απωθητικό, που δεν κατόρθωσα να βρω ούτε μία φωτογραφία αυτής της πλευράς του στο διαδίκτυο. Αφήστε δε που κόβει τη θέα των ιστιοοπλόων προς τη Ακρόπολη…

Ελπίζω να είναι σαφές ότι δεν αμφισβητώ τη χρησιμότητα και τη λειτουργικότητα των νέων μνημειακών δημοσίων κτιρίων, αλλά την αισθητική τους, ιδίως σε σχέση με τον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο, και την καθεστωτική και αυταρχική άποψη ότι η θέα μέσα από αυτά είναι σημαντικότερη από τη θέα έξω από αυτά. Το μόνο τέτοιο πρόσφατο κτίριο που θυμάμαι να σεβάστηκε κάπως τη περιβαλλοντική αισθητική είναι το νέο κτίριο του Μεγάρου Μουσικής, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι υπόγειο. Βέβαια μια τέτοια κατασκευή δεν ξεχωρίζει (ίσως να είναι ένα ζητούμενο για τα μνημειακά κτίρια) και έχει τα δικά της τεχνικά προβλήματα: η κατασκευή του οδήγησε το Μέγαρο Μουσικής στην πτώχευση και την πλήρη δήμευσή του.

Μπορούμε να παρέμβουμε για να αλλάξουμε τα νομίμως κατασκευασμένα υπάρχοντα κτίρια, τη στιγμή που δεν μπορούμε να τα κατεδαφίσουμε τα περισσότερα αυθαίρετα; Μάλλον όχι ― αφήστε δε που ο προσδιοριμός των παρεμβάσεων και των αλλαγών θα ήταν αυθαίρετος, υποκειμενικός και διάτρητος, ως συνήθως συμβαίνει στην Ελληνική Δημοκρατία. Καλύτερα να συνηθίσουμε την ύπαρξή τους, όπως συνήθισαν οι Παριζιάνοι τη βίαια επέμβαση του Πύργου του Άιφελ (μιας προσωρινής κατασκευής τoυ 1889 που μονιμοποιήθηκε) στην αισθητική της πόλης τους. Το ανέκδοτο τότε ήταν ότι το εστιατόριο του Πύργου είχε την ωραιότερη θέα του Παρισιού, γιατί ήταν το μόνο σημείο στο Παρίσι από το οποίο δεν έβλεπες τον Πύργο.