Το δακρύβρεχτο πουλάει. Κάθισα λίγο στα βράχια, πάνω από τον κολπίσκο, για να ξαποστάσω. Είχα σκοπό να κατηφορίσω και να βουτήξω στην θελκτική θάλασσα του απογεύματος. Αλλά κόλλησα. Δύο γυναίκες κάποια ηλικίας κολυμπούσαν μερικές δεκάδες μέτρα από το σημείο που βρισκόμουν. Τώρα, αυτό μπορεί να το έχετε προσέξει κι εσείς: ενώ η απόσταση που μας χωρίζει από κάποιον είναι μια απόσταση που υπό κανονικές συνθήκες (συνθήκες μιας μέσης ακουστικής) δεν επιτρέπει να ακούμε μια χαμηλόφωνη συνομιλία, ένας κολπίσκος με υπερυψωμένα βράχια και σχεδόν απόλυτη ησυχία χαίρει τέτοιας επιδαύριας ακουστικής, που ενίοτε δύναται να προσφέρει στον τυχάρπαστο λαθρακουστή την παρακολούθηση ενός δράματος αξιώσεων. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι εκτός από μένα, δύο ακόμα εραστές του απογευματινού μπάνιου διέπρατταν την αμαρτία της μοιχείας. Ακροβολισμένοι σε κάποιες από τις πολυάριθμες και φιλόξενες, ωσάν κερκίδες θεάτρου, εσοχές του βράχου, καθηλωμένοι σαν και την αφεντιά μου, παρακολουθούσαν τη σαπουνοπερική αφήγηση μιας εξωσυζυγικής ερωτικής ιστορίας που είχε να κάνει με τη νύφη μιας εκ των δύο ηλικιωμένων γυναικών, που ανυποψίαστη, απολάμβανε τη δύση του ήλιου μετά δακρύβρεχτου ενάλιου κοινωνικού σχολιασμού. Μπορεί να έχασα το μπάνιο μου, καθότι ο ήλιος έδυσε, αλλά κρυφάκουσα μια ιστορία που αν είχε αναρτηθεί στο φέισμπουκ θα είχε δρέψει εκατοντάδες λάικ. Το δακρύβρεχτο πουλάει.
Οι αναφορές σε προσωπικά και οικογενειακά δράματα πάσης φύσεως είναι λογικό να προσελκύουν το ενδιαφέρον του κοινού καθότι η ταύτιση έρχεται αβίαστα και αδιατάρακτα. Θα μπορούσε όμως μια ιστορία σαν αυτή που κρυφάκουσα να φέρει τη σφραγίδα της λογοτεχνίας; Η απάντηση είναι, φυσικά, «ναι». Με λίγο ταλέντο και αρκετή επιμονή ή με πολύ ταλέντο και λίγο υπομονή, όλα γίνονται. Αυτά όμως που διαβάζουμε στο φέισμπουκ ουδεμία σχέση έχουν με λογοτεχνία, όσο κι αν οι δημιουργοί τους δύνανται να τρέφουν τέτοιες αυταπάτες, που συχνά τροφοδοτούνται και θεριεύουν από τις προτροπές μιας πλειάδας ανθρώπων που σπεύδουν να τους ενθαρρύνουν στην έκδοση των πονημάτων τους. Αλλά η ουσία είναι ότι όλα αυτά δεν απαιτείται να κρίνονται ως λογοτεχνία, και τελικά δεν κρίνονται ως λογοτεχνία. Όσο κι αν εμένα με κουράζουν, σέβομαι απόλυτα την επιθυμία ή την ανάγκη των ανθρώπων που τα δημοσιοποιούν, και αρκετές φορές τα στολίζω με λάικ, καρδούλες, ή χαχανητά.
Χάριν δικηγορίας του διαβόλου όμως θα ήθελα να προσφέρω έναν απλό προβληματισμό που όχι μόνο εξιλεώνει τους πομπούς αυτών των αναρτήσεων αλλά κάνει ίσως περισσότερο διακριτή και τη διαφορά της λογοτεχνίας με τις υπόλοιπες κοπτοραπτικές κειμένων. Απλό ερώτημα: ποιος αξίζει περισσότερο; Κάποιος που βρίθει αγνών συναισθημάτων τα οποία όμως δεν έχει τη δυνατότητα να τα περάσει σε κείμενο ή, κάποιος που έχει τη δυνατότητα να προκαλεί ποταμούς δακρύων (ή καύλας, το ίδιο κάνει) ενώ είναι συναισθηματικά κενός; Η αλήθεια βέβαια δεν είναι σχεδόν ποτέ άσπρο-μαύρο αλλά αποχρώσεις του γκρίζου, το ξέρετε αυτό, αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Ο λογοτέχνης λοιπόν, όσο κι αν αυτό ακούγεται κάπως, συνήθως, εμπίπτει στη δεύτερη κατηγορία. Ο λογοτέχνης είναι φυσικά άνθρωπος, και ως τέτοιος δεν είναι συναισθηματικά κενός, αλλά η δουλειά του είναι τέτοια που σε σχέση με αυτά που πλάθει με τη φαντασία του, ο ίδιος δύναται να φαντάζει συναισθηματικά κενός. Ο λογοτέχνης είναι αρχιτέκτονας και μάγειρας (όπως υποθέτω είναι και ο λογιστής, και ίσως και ο δικηγόρος). Μπορεί να μην είναι κενός συναισθηματικά, αλλά απέχει παρασάγγας από την εικόνα που σχηματίζει αυτός που διαβάζει τα δημιουργήματά του. Και μάλιστα, είναι τέτοια η φύση του λόγου που ο αναγνώστης τείνει να προσάπτει στο υποκείμενό του, στον συγγραφέα, αυτόματες κρίσεις που έχουν να κάνουν όχι με το κείμενό του, αλλά με τα κίνητρα και τον χαρακτήρα ή τις προθέσεις τού προσώπου τού συγγραφέα. Έτσι, ένας συγγραφέας αστυνομικών είναι πιο πιθανό, θα σκεφτεί κάποιος, να είναι ένας διεστραμμένος που κρύβει απωθημένα και μύχιες επιθυμίες, από έναν συγγραφέα δακρύβρεχτων ρομάντζων. Και αυτό το τελευταίο δένει και όμορφα με τη συνήθη απογοήτευση που συνεπάγεται η γνωριμία μας με δημιουργούς που μπορεί να έχουμε κατά καιρούς αγαπήσει μέσω των έργων τους. Γνώριμο σκηνικό: όσοι έχουν παρακολουθήσει παρουσίαση βιβλίων θα έχουν παρατηρήσει ότι η πιο συνηθισμένη κατηγορία ερωτήσεων που απευθύνει το κοινό προς τον συγγραφέα αποσκοπεί στη αποκάλυψη των αυτοβιογραφικών στοιχείων που δύναται να έχουν διεισδύσει σε ένα μυθιστόρημα. Ο κόσμος, αντί να προσπαθεί να αφουγκραστεί το κείμενο αυτό καθαυτό, ψοφάει να μάθει πίσω από ποιον ή ποιους χαρακτήρες κρύβεται ο συγγραφέας. Και αυτό συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ο συγγραφέας γράφει βιωματικά με απώτερο σκοπό την αυτοψυχανάλυση, λίγο πολύ όπως γράφουν κάποιοι στο φέισμππουκ ή όπως μιλούσε η κυρία που κρυφάκουσα στη θάλασσα που ξαλάφρωνε, “δημοσίως”, από το βάρος των οικογενειακών μυστικών της.
Για να κλείσω, επανέρχομαι σε αυτό το «ποιος αξίζει περισσότερο;». Το φέισμπουκ είναι πλατφόρμα συνύπαρξης ανθρώπων που ως τέτοιοι θα γράφουν τα σώψυχά τους και θα επιθυμούν να διαβάζουν σώψυχα. Ως τέτοιο, το fb, δίνει και θα δίνει προτεραιότητα στον ακατέργαστο συναισθηματισμό. Η λογοτεχνία έχει να κάνει με κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο συγγραφέας, ενώ μέχρι στιγμής ανήκει στο είδος των ανθρώπων, συνήθως, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, δεν ασπάζεται πάντα τις αρχές του ανθρωπισμού και πολλές φορές δύναται να εμφανίζεται ως μισάνθρωπος. Δεν είναι όμως, και αυτό είναι που τον κάνει να αξίζει περισσότερο.