The Killing of a Sacred Deer
06-11-2017

Για την τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου θα διαβάσετε πολλά. Θα διαβάσετε για Κιούμπρικ, Χάνεκε, Πολάνσκι, Ιφιγένειες, μύθους, τραγωδίες. Θα διαβάσετε για καλοστημένα κάδρα, μαύρο χιούμορ, μομφές κατά του δυτικού τρόπου ζωής. Θα προτείνω κάτι διαφορετικό. Η συνταγή είναι απλή. Παίρνει ένας ανερχόμενος σκηνοθέτης γνωστούς ηθοποιούς του Χόλιγουντ. Ηθοποιούς που έχουν πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες εμπορικές επιτυχίες, και τους βάζει να παίξουν σε μια ταινία που στον πυρήνα της έχει μια τυπική και τετριμμένη ιστορία εκδίκησης που σίγουρα έχουμε ξαναδεί. Κάποιος από αμέλεια σκοτώνει κάποιον αλλά λόγω αμφιβολιών καταφέρνει να το σκεπάσει. Ο γιος του θανόντα το συνειδητοποιεί και στήνει ένα ευφάνταστο (έμφαση σε αυτό) σχέδιο εκδίκησης. Θα μπορούσε κάλλιστα όλο αυτό να είναι ένα υπέροχο μπλοκμπαστεροειδές θρίλερ με καταδιώξεις, απαγωγές, βία, και σεξ. Θα μπορούσε να έχει χορταστικά stunts που θα ικανοποιούσαν το φιλοθεάμον κοινό. Κανένας δε θα σκεφτόταν ότι κάτι απ’ όλα αυτά που θα έβλεπε στο πανί έχει κάποια σχέση με την πραγματικότητα. Και θα ήταν αναμενόμενο αυτό. Όταν βλέπεις τέτοιες ταινίες δεν τις βλέπεις με τα μάτια του καθηγητή φυσικής (ή λογικής). Η αναστολή της δυσπιστίας (suspension of disbelief) λειτουργεί στο μάξιμουμ. Οι θεατές παραμερίζουν τις αμφιβολίες τους σχετικά με ζητήματα αληθοφάνειας, και ενώ γνωρίζουν ότι η κοινή λογική (και φυσική) υπαγορεύει άλλα, επιλέγουν να πάνε με τη ροή της αφήγησης. Όσο ακραία κι αν είναι αυτή. Αλλά στην ταινία του Λάνθιμου, με το που εισάγεται ξαφνικά ένα μεταφυσικό στοιχείο, ο μηχανισμός αυτός παύει να λειτουργεί. Η αναστολή της δυσπιστίας, αναστέλλεται, και γυρίζουμε πάλι σε μια εμμονή στην αληθοφάνεια. Τα μεταφυσικά στοιχεία που εισάγει ο δημιουργός μάς κάθονται βαριά, μας ξενίζουν. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ο Λάνθιμος το επιθυμεί αυτό. Δεν περιμένει να καθίσουμε ήρεμοι να μασουλίσουμε το ποπ κορν μας. Δεν έχουμε έρθει κινηματογράφο για να περάσει ευχάριστα (τουλάχιστον με ένα στενό ορισμό του “ευχάριστα”) η ώρα.

Ο Λάνθιμος στήνει ένα κόσμο απάθειας. Έναν κόσμο κενό συναισθήματος. Στο πρώτο κάδρο της ταινίας εμφανίζεται μια ανοιχτή καρδιά που πάλλεται πάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Η καρδιά αυτή θέτει σε κίνηση τη βασική μεταφορά του έργου. Η ταινία θα επικεντρωθεί σε θέματα που άπτονται της καρδιάς: αγάπη, απώλεια, ψυχικός πόνος, μίσος. Συναισθήματα που δεν υπακούν σε κανόνες λογικής (ή φυσικής). Οι πρωταγωνιστές είναι και οι δυο γιατροί, και όταν έρθουν αντιμέτωποι με τη νέμεσή τους (μια νόσο) θα προσπαθήσουν να την αντιμετωπίσουν ως επιστήμονες. Αφού πρώτα αποκλείσουν, μεθοδικά, οργανικά αίτια, θα δεχτούν να εξετάσουν και ψυχοσωματικά. Η ιατρική εξάλλου τα δέχεται και αυτά γιατί παραμένουν ακόμα μέσα στη σφαίρα της επιστήμης. Αλλά το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι πρωταγωνιστές, δεν επιδέχεται τέτοιου είδους λύσεις. Δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση γι’ αυτό το οποίο έχει συμβεί. Και αυτό είναι ιδιαιτέρως βαρύ για ανθρώπους ταγμένους στο στρατόπεδο του ορθολογισμού. Ο Λάνθιμος θέλει να κλοτσήσουμε απέναντι σε αυτό. Θέλει να παλέψουμε μέσα μας να απορρίψουμε την πρότασή του. Ποια είναι αυτή; Μια λογική αλληλουχία γεγονότων που έχει οδηγήσει στην απάθεια, τελικά, μπορεί να σπάσει και ίσως και να αντιστραφεί μόνο μέσα από κάτι μεταφυσικό και παράλογο. Ο μόνος τρόπος για να αισθανθούμε καλύτερα, για να αισθανθούμε ανακούφιση από το άλγος της ύπαρξής μας, είναι να πράξουμε πάνω μας αυτό που έχουμε επανειλημμένα πράξει πάνω στους άλλους με καταστροφικά αποτελέσματα

Η ταινία προσφέρει ως απάντηση απέναντι στην απάθεια, μια γερή δόση πάθους, που με τη σειρά του θα λειτουργήσει ως απινιδωτής για να αρχίσει και πάλι (μεταφορικά) να πάλλεται η καρδιά.

Παραμένει απολαυστική ακόμα και με ποπ κορν.