Αποδόμηση
08-07-2018

“Therefore,” I said, a little distracted, “we must eat from the tree of knowledge again and fall back into a state of innocence.” “By all means,” he replied, “that is the last chapter in the history of the world.”

― Heinrich von Kleist, On the Marionette Theater.

Το Nyos – Η Τελετή της Αθωότητας, είναι ένα απατηλά απλό μυθιστόρημα. Μπορεί να διαβάζεται απνευστί, αλλά μετά σου αφήνει μια επίγευση απορίας (με τη σωκρατική έννοια). Ο Ρότζερ Μπέικον, βιολόγος στην Γκλόμπαλ Μπαϊόνικς, μια πολυεθνική με έδρα το Λονδίνο, καταφτάνει στο Καμερούν για να μελετήσει τη λίμνη Nyos. Τη λίμνη που μια νύχτα του 1986, απελευθερώνοντας μια τεράστια ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που βρισκόταν εγκλωβισμένο στον βυθό της, σκότωσε περίπου δύο χιλιάδες ανθρώπους και αρκετές χιλιάδες ζωντανά που έτυχε να κατοικούν στα περίχωρά της. Η έρευνα του Ρότζερ έχει σαν στόχο να φέρει στην επιφάνεια, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στοιχεία που θα δώσουν πιθανές λύσεις στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ο Ρότζερ είναι παντρεμένος και έχει δυο παιδιά, αλλά στο Λονδίνο, αυτό που τον πονάει περισσότερο είναι ότι έχει αφήσει την ερωμένη του, την Τζέσικα. Η Τζέσικα είναι εικαστικός, επίσης παντρεμένη, επίσης με παιδί.

Η έλευση, και ειδικά η παραμονή του Ρότζερ στο Καμερούν συνιστά αρχικά ένα αίνιγμα. Τι είναι αυτό που κάνει τον Ρότζερ να αφήσει οικογένεια και ερωμένη—δηλώνει παράφορα ερωτευμένος με την Τζέσικα—και με την πρόφαση της έρευνας να καταδυθεί σε ένα περίεργο ταξίδι αυτογνωσίας; Ο Δρόλιας, μέσα από τους χαρακτήρες τού Ρότζερ και της Τζέσικας θα διερευνήσει ένα βασικό δίπολο: τη σχέση μεταξύ επιστήμης και τέχνης. Ο Ρότζερ είναι ο κατεξοχήν άνθρωπος της επιστήμης. Ένας άνθρωπος που έχει μάθει σε όλη του τη ζωή να ζει με γνώμονα τη λογική και τους κανόνες της επιστήμης. «Για χρόνια προσπαθούσα να ζήσω τη ζωή μου σαν να επρόκειτο για μαθηματική εξίσωση», μας λέει. Ένας ιδιότυπος Δον Κιχώτης, που με όπλο την επιστήμη του προσπαθεί να σώσει τον κόσμο. Η Τζέσικα είναι μια ταλαντούχα και καταξιωμένη εικαστικός με εμμονή στην αρχαιολογία καθημερινών αντικειμένων: «Τα κρατούσε στα χέρια της ένα ένα, και φανταζόταν, σαν άλλος Άμλετ με το κρανίο του Γιόρικ, τις άπειρες ευτυχίες που γνώρισε η ψυχή τους». Η Τζέσικα κατασκευάζει μεγάλου μεγέθους συνθέσεις από ετερόκλητα αντικείμενα. Συνθέσεις που δεν είναι όμως στατικές. Με τις κινήσεις που μηχανικά τους ενσταλάζει προσομοιώνει αφηγηματικές γραμμές που εστιάζουν στις έννοιες της σύνθεσης και αποσύνθεσης, της τάξης και του χάους. Ο επιμελητής τής τελευταίας της έκθεσης θαυμάζει τη συνοχή και αυθεντικότητα των έργων της: «[…] ο εσωτερικός τους χαρακτήρας είναι τόσο ξεχωριστός που δε θα μπορούσε να σε μιμηθεί κάποιος εύκολα», της λέει, και για να υπογραμμίσει τη θέση του φέρνει ως παράδειγμα μια κλασική περίπτωση από την ιστορία της τέχνης. Αναφέρει τον Han van Meegeren, τον διάσημο πλαστογράφο του Βερμέερ ο οποίος κατάφερε να δημιουργήσει «πλαστά αυθεντικά έργα». Και αυτό το πέτυχε, όχι φυσικά αντιγράφοντας απλώς τα έργα, αλλά προσομοιώνοντας το συναίσθημα της εποχής τους ως άλλος Πιέρ Μενάρ. Η εμμονή της Τζέσικας με το συναίσθημα της εποχής—της κάθε εποχής—που βρίσκεται στον γενεσιουργό πυρήνα κάθε μεγάλου έργου τέχνης είναι ο κρίκος που ενώνει, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο βιβλίο, την τέχνη με την επιστήμη. Το αχρονικό στοιχείο της επιστήμης είναι αυτό που εφάπτεται πάνω στο συναίσθημα της κάθε εποχής που δύναται να εξιτάρει η (και τη) μεγάλη τέχνη. Όπως η επιστήμη αποσκοπεί στην καταγραφή των νόμων εκείνων που επιτρέπουν την κατανόηση και πρόβλεψη του φυσικού κόσμου, την επιβολή, έστω και μερικώς, μεθοδολογικής τάξης στο χάος, έτσι, και η μεγάλη τέχνη αποπειράται τη διαφέντευση και ταξινόμηση του χάους μέσω της αποτύπωσης του παράδοξου και αχρονικού εκείνου στοιχείου της πραγματικότητας που δύναται σε κάθε εποχή να εξιτάρει το συναίσθημα, όσο διαφορετικό κι αν είναι αυτό τελικά με το πέρασμα του χρόνου.

Ο Δρόλιας πραγματοποιεί στο βιβλίο μια θεαματική αντιστροφή της βασικής προκείμενης του διηγήματος του Μπόρχες, «Πιέρ Μενάρ, ο Συγγραφέας του Δον Κιχώτη». Ο Μενάρ, σύμφωνα με τον Μπόρχες, «[…] δεν ήθελε να συγγράψει έναν άλλο Δον Κιχώτη, που δεν είναι δύσκολο, αλλά τον Δον Κιχώτη. Είναι περιττό να πω ότι αυτό που είχε στο νου του δεν ήταν μια μηχανική μεταγραφή του πρωτοτύπου· ο σκοπός του δεν ήταν να αντιγράψει. Η αξιοθαύμαστη φιλοδοξία του ήταν να γεννήσει μερικές σελίδες που θα συνέπιπταν—λέξη προς λέξη, γραμμή προς γραμμή—με εκείνες του Μιγκέλ Θερβάντες». Ο Δρόλιας ξεκινάει από το έτοιμο προϊόν της μετακαπιταλιστικής δύσης, μια προσωπικότητα συγκροτημένη με τον πιο κοπιώδη και μεθοδικό τρόπο, την προσωπικότητα ενός επιστήμονα, και σταδιακά την αποδομεί εις τα εξ ων συνετέθη. Ο βιολόγος Ρότζερ Μπέικον θα βιώσει βήμα βήμα τις συνθήκες εκείνες που θα καταλύσουν τις ακλόνητες επιστημονικές του αλήθειες. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συμβαίνει στην Αφρική, στην ήπειρο από την οποία ξεκίνησε η ζωή, όπως δεν είναι τυχαίο ότι ο καταλύτης για την αποσύνθεση του Ρότζερ είναι ένας κάτοικος της περιοχής ονόματι Σαγιάπ. Ο Σαγιάπ, το στόμα του οποίου έχει σαπίσει από την υπερβολική κατανάλωση κόκα κόλας—ένας υπέροχος συμβολισμός για την υλική και θεωρητική σκευή της Δύσης—είναι αυτός που εκστομίζει, μεταξύ άλλων, τις θεωρίες συνωμοσίας που φέρνουν τελικά τον Ρότζερ στην πλήρη συνειδητοποίηση της κενότητας της κοσμοθεωρίας του. Ο Δρόλιας δίνει μεγάλη σημασία στην κατασκευή της κοσμοθεωρίας στην οποία μας έχει εθίσει η επιστήμη: «Τα πάντα γύρω μας λειτουργούν με έναν άμεσα ντετερμινιστικό και αιτιατό τρόπο που πολλές φορές δεν σκεφτόμαστε την λειτουργία του. […] αλλά αυτός ο ντετερμινισμός έχει παρεισφρήσει στην ψυχοσύνθεσή μας κάνοντάς μας να πιστεύουμε πως μπορούμε να προβλέψουμε και να οργανώσουμε τα πάντα στη ζωή μας». Ο συγγραφέας ανατέμνει αυτό τον τρόπο σκέψης και τον παραλληλίζει με τις συνθέσεις, και ειδικά τις αποσυνθέσεις, των έργων της Τζέσικας. Όπως όμως η σύλληψη του Μπόρχες για την περίπτωση του Πιέρ Μενάρ συνιστά μια ποιητική εικασία του φανταστικού, έτσι και η αντιστροφή της διαδικασίας αυτής, στο πρόσωπο του Ρότζερ Μπέικον, συνιστά μια ποιητική εικασία που μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με την τελετή της αθωότητας του τίτλου τού βιβλίου. Μια τελετή που προσομοιάζει την επανείσοδο στην Εδέμ, την αθωότητα, αφού δαγκώσουμε και πάλι τον καρπό της γνώσης, όπως γράφει ο Κλάιστ στην αρχή του παρόντος κειμένου.