Ήταν Άνοιξη του 1980 όταν ο ποιητής Γιάννης Κοντός και φίλος μου με σύστησε στον μανιώδη συλλέκτη Μάνο Χαριτάτο. Αναζητούσα μεροκάματο κι ο τελευταίος χρειαζόταν κάποιο άτομο εμπιστοσύνης που θα αναλάμβανε την καταγραφή όλων των βιβλίων του λογοτέχνη Στρατή Τσίρκα. Μόλις είχε ιδρύσει μαζί με τον ιστορικό Δημήτρη Πόρτολο το ΕΛΙΑ (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο) και το ίδιο διάστημα είχε αγοράσει την «βιβλιοθήκη» του συγγραφέα από την σύζυγο του Αντιγόνη. Ήταν ωραίος τύπος, ένας γνήσιος Αλεξανδρινός, ένας κοσμοπολίτης με πάθος στη συλλογή αρχείων σημαντικών συγγραφέων, αλλά και ιστορικών προσωπικοτήτων. Του οφείλουμε πολλά…
Ο αδόκητος θάνατος του Στρατή Τσίρκα (κατά κόσμον Γιάννη Χατζηανδρέα) στις αρχές του έτους ήταν ακόμη νωπός στην μνήμη των φίλων και των αναγνωστών του, όταν πέρασε και με πήρε ένα πρωί ο Μάνος με μια μηχανή μεγάλου κυβισμού από του Φιλοπάππου όπου διέμενα, με προορισμό το σπίτι του θανόντος. Φτάσαμε στα άνω Ιλίσια, στην οδό Ηλία Ηλιού συγκεκριμένα, ξεπεζέψαμε της μηχανής κι ανεβήκαμε στο διαμέρισμα. Μας καλοσώρισε η Αντιγόνη, μια μικροκαμωμένη γυναίκα κάποιας ηλικίας, ντυμένη στα μαύρα, γλυκύτατη και ευπροσήγορη. Με δική της απαίτηση καταργήθηκε, άμεσα και ο πληθυντικός. Από κοντά κατέφθασε και ο Κωστής, ο αφανής γιος. Από την πρώτη ματιά κατάλαβα ότι υπήρχε πρόβλημα, το παλικάρι είχε νοητική στέρηση. Παρότι κατά ένα έτος μικρότερός μου, όπως ο ίδιος φρόντισε να με πληροφορήσει, συμπεριφερόταν σαν οκτάχρονο παιδί. Ο Μάνος μου εξήγησε τι ακριβώς ήθελε να κάνω και αποχώρησε. Μείναμε οι τρεις μας. Η Αντιγόνη, ο Κωστής κι εγώ. Στο μεγάλο καθιστικό όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι από βιβλία, τα ράφια ξεκινούσαν από το πάτωμα κι έφταναν στην οροφή. Αλλά και στην τραπεζαρία, δίπλα ακριβώς το ίδιο σκηνικό πρόλαβα να δω. Είχα πολλή δουλειά να κάνω, έπρεπε να τ’ αριθμήσω και να τα καταγράψω ένα – ένα σημειώνοντας τον τίτλο, τον συγγραφέα, τον εκδοτικό οίκο και την χρονολογία έκδοσης σε «χοντρά λογιστικά βιβλία». ‘Ηταν σίγουρα πολλή δουλειά, υπεύθυνη κι ενδιαφέρουσα, μέχρις ενός σημείου, αφού θα έβλεπα από πρώτο χέρι τα βιβλία του μεγάλου συγγραφέα, τις πηγές και τα διαβάσματά του. Αλλά ήταν Άνοιξη, όπως είπαμε λίγο πριν κι εγώ, μόλις εικοσιτεσσάρων χρόνων! Ανυπόμονος και ευάλωτος στις λογής σειρήνες.
Βεβαίως δεν γνώριζα το σύνολο του έργου του εκλιπόντος, πλην όμως τα σημαντικά βιβλία του, όπως την τριλογία «Ακυβέρνητες Πολιτείες», την «Χαμένη Άνοιξη» καθώς και το δοκίμιο «Ο πολιτικός Καβάφης» είχα προλάβει να τα διαβάσω. Ήξερα επίσης πως ήταν έντονα πολιτικοποιημένος, διαγραμμένος από το ΚΚΕ και στην συνέχεια ενταγμένος στον χώρο του ΚΚΕεσ, στοιχεία πρόσθετης συμπάθειας κι εκτίμησης. Μόνο μία φορά θυμάμαι έτυχε να τον δω από κοντά, λίγο πριν τον ξαφνικό θάνατό του συγκεκριμένα, όταν παρακολούθησα καταγοητευμένος την τελευταία, ίσως ομιλία του, εκεί στον Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού με θέμα: «Στο εργαστήρι του μυθιστοριογράφου». Ήταν ένας πραγματικά συναρπαστικός ομιλητής.
Κάθε πρωί που κατέφθανα στη οικία Τσίρκα ο φίλος Κωστής μού την είχε στημένη. Ψόφαγε για κουβέντα. Με ρωτούσε συνεχώς τα ίδια και τα ίδια. Κάπνιζε αρειμανίως το ένα τσιγάρο πίσω απ’ τ’ άλλο και δεν μ’ άφηνε σε ησυχία. Όταν το παραξήλωνε η μητέρα του ανέβαζε ελαφρώς τον τόνο της φωνής της και του ζητούσε να σταματήσει. Ή φρόντιζε να τον πάρει μαζί της έξω σε διάφορες δουλειές. Υπήρχε εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου. Με αντιμετώπιζε ως άνθρωπο του σπιτιού. Συχνά μου ετοίμαζε μαζί με τον καφέ ή τον χυμό, σάντουιτς ή μου πρόσφερε ένα κομμάτι κέικ. Μου είχε ζητήσει τις διάφορες σημειώσεις ή τυχόν ανεξάρτητα χαρτιά που θα συναντούσα ανάμεσα στις σελίδες των βιβλίων να τα θέτω όλα υπ’ όψιν της, πριν τα τοποθετήσω και πάλι εκεί που τα βρήκα. Ακόμη και τα χειρόγραφα σχόλια στο περιθώριο των σελίδων, όφειλα να της τα δείχνω. Κι εγώ με συνέπεια κι αγόγγυστα μπορώ να πω, από σεβασμό σ’ εκείνην, τηρούσα τα συμφωνηθέντα.
Ώσπου ένα πρωί πέφτω επάνω σε δύο χειρόγραφα ποιήματα του Καβάφη. Έμεινα άφωνος από την συγκίνηση. Για ώρα τα κοίταζα και δεν πίστευα στα μάτια μου. Άρχισα να τα θωπεύω απαλά, με τρυφερότητα ως να επρόκειτο για σώμα αγαπημένο. Τα διάβαζα πάλι και πάλι. Μύριζα το χαρτί τους, το έφερνα στα χείλη μου. Όταν συνήλθα από την πρώτη έκσταση σκέφτηκα να τα υπεξαιρέσω, τ’ ομολογώ. Ήμουν μόνος στο σπίτι, εύκολα θα μπορούσα να τα χώσω σε μια τσέπη μου κι ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Ένιωσα ν’ ανεβαίνουν και πάλι οι σφυγμοί μου. Ήταν μεγάλη η ευκαιρία. Ζύγιασα όλα τα ενδεχόμενα. Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει αντιληπτή η κλοπή, γιατί ας μην κοροϊδευόμαστε, περί κλοπής επρόκειτο. Απ’ την άλλη, όμως, ποια σοβαρή δικαιολογία θα μπορούσε να «αθωώσει» μια τέτοια πράξη; Η αγάπη μου για τον Αλεξανδρινό, μήπως; Κουραφέξαλα! Ήμουν σίγουρος ότι ούτε ο ίδιος ο Ποιητής, παρά τον θαυμασμόν μου γι’ αυτόν θα ενέκρινε, αν με έβλεπε από ψηλά, μια τέτοια χειρονομία. Άρχισα να το ξανασκέφτομαι πιο ψύχραιμα. Υπήρχε και κάτι ακόμη, ιδιαίτερα ευαίσθητο και πολύ σημαντικό, υπήρχε η εμπιστοσύνη της Αντιγόνης. Ακόμη κι αν αδιαφορούσα για τις μέχρι τότε αρχές μου, μου ήταν αδύνατον να προσπεράσω την εμπιστοσύνη με την οποία με είχε περιβάλλει η οικοδέσποινα του σπιτιού. Αυτό όχι, θα ήταν άτιμο εκ μέρους μου, ασυγχώρητο. Για κάμποση ώρα ομολογώ, πως ναι, αμφιταλαντεύτηκα. Ήταν σπάνια η πρόκληση που κρατούσαν τα δάκτυλά μου. Και κάποια στιγμή πήρα την μεγάλη απόφαση. Ακούμπησα τα δύο κιτρινισμένα φύλλα χαρτιού με τους ακριβούς στίχους επάνω στο τραπέζι και συνέχισα ήρεμος την εργασία μου.
Σε λίγο άκουσα το κλειδί στην εξώπορτα του διαμερίσματος, είχαν επιστρέψει. Κάλεσα διακριτικά την Αντιγόνη για πολλοστή φορά να έλθει κοντά μου, λέγοντας πως είχα να της δείξω κάτι ενδιαφέρον που τυχαία ανακάλυψα, ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Η ίδια μου είχε ζητήσει να μη σηκώνομαι κάθε τρεις και λίγο που κάτι αξιοπρόσεκτο είχα επισημάνει, αντίθετα προτιμούσε να κάνει εκείνη τον κόπο. Ως συνήθως πλησίασε αδιάφορη και βαριεστημένα θέλησε να μάθει, περί τίνος επρόκειτο. Όταν της έδειξα τα δύο χειρόγραφα ποιήματα – που αν από περιέργεια με ρωτήσετε ποια ήταν, δυστυχώς τόσα χρόνια μετά δεν θυμάμαι να σας πω – άστραψε το βλέμμα της. «Α, ώστε εδώ ήταν, λοιπόν!» μου είπε όλο ενθουσιασμό. «Επιτέλους, βρέθηκαν. Αν ήξερες πόσο καιρό τα έψαχνα! Ούτε που μου πέρασε η σκέψη ότι θα μπορούσε ο Γιάννης να τα βάλει μέσα σε κάποιο βιβλίο. Γνώριζα την ύπαρξή τους, αλλά τα θεωρούσα χαμένα. Σ’ ευχαριστώ πολύ παιδί μου, να είσαι καλά!».