Περί Κριτικής Βιβλίων
31-05-2018
Μικρόν χωρίον, μεγάλη κακία. Το μίσος εμαίνετο, και μαινόμενον εβασίλευεν, εν μέσω οικογενειών και ατόμων. Εκυκλοφόρει εις όλας τας αρτηρίας, εις όλας τας φλέβας τής μικράς κοινωνίας. […] Έλεγες ότι συνέζων δια να μισώνται, ότι η τύχη τούς έβαλε συγκατοίκους της αυτής πόλεως δια να τρώγωνται.
 
― Α. Παπαδιαμάντης, Οι Ελαφροΐσκιωτοι.
 
Στην Ελλάδα, στο χώρο του βιβλίου, σπάνια βλέπεις κακή κριτική. Μικρή χώρα, μικρή αγορά. Κάθε νέα έκδοση που θα τύχει της δέουσας προσοχής του εκδότη, θα βρει τον δρόμο της προς τους κριτικούς. Το γραφικό «καλοτάξιδο», που συχνά ακούμε, δε φτουράει από μόνο του. Εκτός από τις σελίδες των παραδοσιακών ΜΜΕ, το βιβλίο, θα δεχτεί το πατ-πατ στη ράχη του και από τους εκάστοτε βιβλιόφιλους των ΜΚΔ (Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης) που με το πρόσχημα της βιβλιοφιλίας θα το εκθειάσουν. Όλα αυτά είναι θεμιτά. Όπως θεμιτό είναι να σκέφτεται κάποιος, που παρακολουθεί τα τελευταία χρόνια τα εκδοτικά δρώμενα μέσω της κοινωνικής δικτύωσης, πως ό,τι φτάνει στα βιβλιοπωλεία δεν είναι τίποτα λιγότερο από αριστούργημα. Επαναλαμβάνω: μικρή χώρα, μικρή αγορά. Με πληθώρα δημιουργών και μετρημένους αναγνώστες. Το σύστημα πρέπει να χορδιστεί έτσι ώστε να βγαίνουν τα κουκιά: να επιβιώνουν οι μεν, και να μένουν ευχαριστημένοι οι δε. Αλλά ας ανοίξω μια παρένθεση και ας προσπαθήσω να μεταφέρω λίγο τη θέα από μακριά, αποστασιοποιημένα, έτσι όπως τη βλέπει κάποιος που παρακολουθεί, άναυδος πολλές φορές, χωρίς να έχει καμία σχέση με το αντικείμενο πέρα από αυτή του αναγνώστη. Το φέισμπουκ έφερε αναμφισβήτητα τους συγγραφείς κοντά στο κοινό τους. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, οι συγγραφείς, δεν είχαν την ευκαιρία να έχουν τόσο άμεση διάδραση με τους αναγνώστες τους. Αυτό όμως δούλεψε και αντίστροφα. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχαν οι αναγνώστες την ευκαιρία να παρακολουθούν από τόσο κοντά τους συγγραφείς, και δυστυχώς, όχι μόνο ως συγγραφείς αλλά κυρίως ως ανθρώπους. Και χωρίς να το θέλουν, άρχισαν να παρακολουθούν και τον κύκλο τους. Φίλους, γκρούπις, εκδότες, εραστές, ερωμένες, μιμητές, λογοκλόπους, θανάσιμους εχθρούς. Δόξα τω Θεώ, απ’ όλα έχει ο μπαχτσές. Το πιο ενδιαφέρον, για μένα τουλάχιστον, ήταν η παρακολούθηση, ακόμη και σε ρίαλ τάιμ, των εγκλημάτων που άπτονται του κλάδου της δημιουργίας. Μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια παρακολούθησα ουκ ολίγες δολοφονίες πνευματικών πατεράδων, από τα τέκνα τους, ως πέρασμα (rite of passage) στη δημιουργική τους ενηλικίωση. Στην Ελλάδα, θα έχουν βέβαια, σε βάθος χρόνου, δολοφονηθεί τόσοι σενσέι που όχι μόνο θα συνιστούσαν (οι φόνοι) περίτρανη επιβεβαίωση κάθε φροϊδικού παραμάγαζου, αλλά θα σκανδάλιζαν ακόμη και αυτόν τον καλλιτεχνικό οίστρο ενός Κουροσάβα. Τώρα τι σχέση έχουν όλα αυτά με την κριτική; Έχουν και παραέχουν γιατί οι περισσότερες κριτικές γράφονται από συγγραφείς που γνωρίζουν καλά ότι κάθε βαριά λέξη τους θα τη βρουν μπροστά τους όταν θα φτάσει η στιγμή να κριθεί το επόμενο βιβλίο τους. Μέσα σε αυτό το διαφανές λοιπόν, χάρη στα ΜΚΔ, πια πλαίσιο, ο επιμελής αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τη σταθερή ροή διθυραμβικών κριτικών. Κριτικών που σιγά σιγά μαθαίνει να ζυγίζει και να οσμίζεται. Μαθαίνει δηλαδή ποιοι θα γράψουν για ποιούς, μαθαίνει ποιοί θα ξεχάσουν ποιούς, ποιοι θα ανταποδώσουν χάρες, ποιοι θα ξοφλήσουν, αλλά και ποιοί θα ανοίξουν λογαριασμούς. Έτσι βιώνουμε το εξής παράλογο: μόλις απομακρυνθεί λίγο ο αναγνώστης από τον προβολέα των διθυραμβικών κριτικών, και ρωτήσει, λέμε τώρα, κατ’ ιδίαν ακόμη και τον ίδιο τον κριτικό για το βιβλίο, θα ακούσει μια διαφορετική ιστορία που θα στάζει συγκαλυμμένη, ή και όχι, χολή. Η αλήθεια, εύλογα, δεν βρίσκεται ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο. Αν επομένως το βιβλίο δεν είναι αριστούργημα, αλλά δεν είναι και για πολτοποίηση, τι διάολο είναι το ρημάδι που δύναται να σου έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον, και πού θα βρεις μια άποψη πριν το αγοράσεις και το διαβάσεις; Η απάντηση βρίσκεται στις σελίδες, ή τα μπλογκ, βιβλιόφιλων που απαριθμούν μερικές εκατοντάδες φίλων (ή φόλοουερ) και που λίγο θα επηρεάσουν την πορεία κάποιου νέου πονήματος. Και εκεί, ευτυχώς, γίνεται θαυμαστή δουλειά και γράφονται ζηλευτές κριτικές που λένε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη.