Μπαίνω σε ξένα χωράφια. Του Old Boy, ας πούμε. Ως παλιός Πανιώνιος (και δη «μπασκετικός»), όμως, το τολμώ. Και διερωτώμαι, «Αμερικανέ παικταρά, τι δουλειά είχες στα Τρίκαλα, εσύ ένας Νεοσμυρνιώτης;»
Σύντομο ιστορικό: ο Πανιώνιος στο μπάσκετ έπρεπε να κερδίσει δύο από τους τρεις τελευταίους αγώνες του, για να μην πέσει κατηγορία. Έχασε και τους τρεις. Και όμως διασώθηκε. Πώς; Τα Τρίκαλα, ήδη υποβιβασμένα, με επτά παίκτες μετά βίας, κέρδισαν εκτός έδρας τον Κόροιβο Αμαλιάδας (και τον παρέσυραν μαζί τους στην Α2), που τον έφαγε το άγχος ή η υπεροψία ή αμφότερα.
Και ο πρόεδρος της ομάδας μπάσκετ του Πανιωνίου δήλωσε προς τους Νεοσμυρνιώτες ότι τους έκανε «υπερήφανους» (!).
Δεν αμφισβητώ ότι η ομάδα, που ξεκίνησε τη σεζόν «σκόρπια», πάλεψε. Ούτε ότι ο πρόεδρος – μέτοχος συνέβαλε. Ωστόσο, ο ίδιος παραδέχτηκε ότι ήταν λάθος του που άλλαξε προπονητή, ενώ απέμεναν τρεις αγώνες για τη σωτηρία. Τρεις αγώνες που ο Πανιώνιος τους έχασε όλους. Δεν σώθηκε. Τον έσωσε το φιλότιμο των παικτών των Τρικάλων, μεταξύ των οποίων δύο Αμερικανοί, που βρέθηκαν σε κρεσέντο. Πώς, άραγε, ο πρόεδρος έκανε υπερήφανους τους συντοπίτες του;
Ενδεχομένως μετά την υπερήφανη διαπραγμάτευση Τσίπρα-Βαρουφάκη η περηφάνια έχει αυτονομηθεί από τις πράξεις του καθενός. Μπορείς να είσαι υπερήφανος και με ξένα κόλλυβα. Όχι περήφανος για τους άλλους, που κάτι πέτυχαν ή σου έδωσαν. Περήφανος για τον εαυτό σου, που ευνοήθηκε από την ξένη προσπάθεια.