Ο Νίκολας Ερφ έχει μόλις πάρει το πτυχίο του από την Οξφόρδη. Θα βρει εύκολα μια θέση σε ένα μικρό σχολείο της ανατολικής Αγγλίας, αλλά πολύ γρήγορα θα βαρεθεί. Όπως θα βαρεθεί και τη σχέση που έχει συνάψει με την κόρη ενός από τους αρχαιότερους καθηγητές στο σχολείο, «άρχισε να με αρρωσταίνει η ιδέα ότι μία απλώς και μόνον σωματική ανάγκη απειλούσε να παραμορφώσει τη ζωή μου», θα σκεφτεί μόλις συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται στα πρόθυρα γάμου, και με συνοπτικές διαδικασίες θα αποχωρήσει για το Λονδίνο. Για τον Ερφ, που ζει πιστεύοντας ότι είναι ήρωας κάποιου υπαρξιστικού μυθιστορήματος, η ελευθερία του είναι αδιαπραγμάτευτη. Αρχίζει να εξετάζει την πιθανότητα να φύγει από την Αγγλία και να πάει στην Αμερική ή στις Αποικίες. Μέχρι όμως να αποφασίσει τι τελικά θέλει να κάνει θα γνωρίσει τυχαία την Άλισον. Η Άλισον μπορεί να είναι νέα και όμορφη, η ιδέα για μια σχέση μαζί της μπορεί να τον σκανδαλίζει, αλλά, όπως είναι αναμενόμενο, θα αρχίσει να τη βλέπει ως τροχοπέδη στα σχέδια του. Όταν λοιπόν βρίσκει μια θέση σε ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο στη Φράξο, ο πειρασμός φαντάζει πολύ μεγάλος. «Χρειαζόμουν μια καινούργια γη, μια καινούργια φυλή, μια καινούργια γλώσσα· και ενώ δεν μπορούσα να το εκφράσω με λέξεις τότε, χρειαζόμουν ένα καινούργιο μυστήριο», θα μας πει και θα αναχωρήσει.
Το ελληνικό νησί, ξεπατικωμένο από τις Σπέτσες, φαντάζει ένας παράδεισος. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και οι περιγραφές του Φώουλς φέρνουν στο νου φωτογραφίες που θα συναντούσε κάποιος σήμερα σε ένα λαογραφικό μουσείο. Η μόνη διαφορά βρίσκεται στο χρώμα: άσπρα σπίτια, ασημένιοι ελαιώνες, καταγάλανος ουρανός, γαλαζοπράσινα νερά. Το μεσογειακό τοπίο παρουσιάζεται ως ένα σκηνικό απαράμιλλης ομορφιάς αλλά και ως αλλόκοτα εχθρικό. Το ελληνικό φως, μας λέει ο Ερφ, «έμοιαζε να διαβρώνει, όχι να εξαγνίζει». Η ζωή στο νησί, ειδικά όταν έχεις εθιστεί στο Λονδίνο, φαντάζει και είναι μοναστηριακή. Ο Νίκολας, μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα θα αφήσει πίσω την ιδέα του ότι είναι ποιητής, θα διακόψει την αλληλογραφία του με την Άλισον που συνεχίζει να τρέφει ελπίδες για τη σχέση τους, και αφού κάνει μια κωμικοτραγικά αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, θα αποφασίσει να αναζητήσει τον ένα και μοναδικό κάτοικο του νησιού που, όπως έχει ακούσει από τον προκάτοχό του, υπόσχεται κάτι εντελώς διαφορετικό. Τον Μώρις Κόνχι. Έναν εκκεντρικό εκατομμυριούχο που ζει σε μια έπαυλη στο απομονωμένο κομμάτι του νησιού. Ο Ερφ, θα εντοπίσει τη βίλα με την αινιγματική ταμπέλα «αίθουσα αναμονής» στην είσοδό της, και θα χτυπήσει την πόρτα. Εκεί, ουσιαστικά, ξεκινάει και το βιβλίο.
Ο Κόνχις είναι φυσικά ο μάγος του τίτλου. Μια πληθωρική προσωπικότητα που εμπλέκει τον Ερφ σε ένα περίτεχνο ψυχολογικό παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που όχι μόνο θέτει σε δοκιμασία τον Ερφ, αλλά, δοκιμάζει, με μαεστρία, ακόμη και αυτά τα όρια της έννοιας του μυθιστορήματος. Σε μια από τις πρώτες συνάντησείς τους, ο Κόνχις, καθώς ξεναγεί τον Ερφ στη βιβλιοθήκη του θα του επιστήσει την προσοχή στο ότι δεν διαθέτει πια κανένα μυθιστόρημα. «Έκαψα όλα τα μυθιστορήματα που είχα. Ντίκενς, Θερβάντες, Ντοστογιέφσκι, Φλωμπέρ», θα του πει για να συμπληρώσει λίγο αργότερα ως δικαιολογία στην πράξη του: «Γιατί πρέπει να παλέψω με ντουζίνες κατασκευασμένες σελίδες για να βρω μια ντουζίνα μικρές αλήθειες;». Σε πλήρη αντίθεση όμως με τους ισχυρισμούς του, το παιχνίδι που θα στήσει για λογαριασμό του Ερφ, βρίθει λογοτεχνικών αναφορών και αριστοτεχνικών αφηγήσεων, με τις οποίες, τόσο ο Ερφ, όσο και ο Κόνχις, θα χρειαστεί να παλέψουν για να φτάσουν στην αλήθεια.
Στον πυρήνα του βιβλίου βρίσκεται η έννοια της κατά Σαρτρ ελευθερίας: ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Ο Κόνχις θα σύρει τον Ερφ μέχρι το κέντρο αυτής της αινιγματικής θέσης. Και η θέση είναι αινιγματική γιατί αντιπαραβάλλεται η έννοια της ελευθερίας με αυτή της καταδίκης. Και ο Κόνχις θα σύρει τον Ερφ μέχρι το κέντρο της γιατί θα τον θυματοποιήσει με τον πιο ύπουλο τρόπο: θα τον υποκινήσει να θυματοποιήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα λοιπόν σε αυτό το περίτεχνο κατασκεύασμα, που ο Ερφ ως πρωταγωνιστής, και εμείς ως αναγνώστες, θα φτάσουμε, πολλές φορές, να νιώσουμε αγανάκτηση, βρίσκεται η απάντηση στο γιατί η ελευθερία είναι καταδίκη την ποινή της οποίας εκτίουμε όλοι αφ’ ης στιγμής έχουμε γεννηθεί. «Στο τέλος μόνο αν γίνεις θύμα αποφεύγεις το τελευταίο αστείο—που είναι ακριβώς να ανακαλύψεις πως, ξεγλιστρώντας συνέχεια, ξεγλιστράς. Δεν υπάρχεις πια, δεν είσαι ελεύθερος». Ο Κόνχις θα αποπειραθεί να πείσει τον Ερφ ότι η ελευθερία, που για εκείνον μέχρι τότε φάνταζε πάντοτε αδιαπραγμάτευτη, είναι τελικά ένα ιδιότυπο πλέγμα διαρκώς προσαρμοζόμενων περιορισμών που, τις περισσότερες φορές, καλείται το ίδιο το άτομα να επιβάλλει στον εαυτό του. Η αδιαπραγμάτευτη και αχαλίνωτη ελευθερία είναι μόνο η ελευθερία τού (ξε)γλιστρήματος. Είτε απέναντι στο ταλέντο ή την όποια κλίση, είτε απέναντι σε κάθε ίχνος ευθύνης ή αγάπης.
Ο Μάγος ανήκει στην κατηγορία των βιβλίων ενηλικίωσης. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι άλλα πράγματα θα δει ένας νεαρός αναγνώστης και άλλα ένας μεσήλικας. Αυτό όμως που πετυχαίνει ο Φώουλς είναι να σε βάλει σε σκέψεις για το κατά πόσο, τελικά, ακόμη και αυτός ο μεσήλικας (που μπορεί να είσαι εσύ) έχει ενηλικιωθεί. Και αυτό το καταφέρνει όχι μόνο μέσα από την εξέλιξη του Ερφ ως χαρακτήρα, από το ηθικό τόξο που διαγράφει ο ήρωάς του, αλλά και από τα ερωτήματα που θέτει το βιβλίο για το ίδιο το μυθιστόρημα ως είδος. Μια από τις κατακλείδες του βιβλίου, παραδόξως, είναι και το ότι η εμμονή στη μυθοπλασία συνιστά έκφανση παραμονής στην περίφημη «αίθουσα αναμονής» που συμβολίζει η έπαυλη του Κόνχι. Θυμηθείτε την ταμπέλα στην είσοδο της έπαυλης. Μια από τις πρώτες κουβέντες του προκατόχου του Ερφ στο νησί είναι ακριβώς αυτή: «πρόσεχε την αίθουσα αναμονής». Γιατί, τελικά, ο Φώουλς, καταφέρνει να υπαινιχθεί ότι αίθουσα αναμονής δύναται να συνιστά όχι μόνο η εμμονή σε μια ζωή ως μυθιστόρημα, μια ζωή ξεκομμένη από κάθε αίσθηση πραγματικότητας και αυθεντικότητας, αλλά και το ίδιο το μυθιστόρημα ως ξεγλίστρημα από την πραγματικότητα, και, κατά συνέπεια, από την ελευθερία. Ο Φώουλς στέκεται διπλωματικά απέναντι στο ερώτημα της χρησιμότητας της ίδιας του της τέχνης: «μια απάντηση είναι πάντα μια μορφή θανάτου. […] Πιστεύω ότι οι ερωτήσεις είναι τρόπος ζωής», θα πει κρυπτικά από το στόμα του Κόνχι.