Οι Άγριοι Ντετέκτιβ είναι ένα βιβλίο που για να το καταλάβεις σε προκαλεί να το κατηγοριοποιήσεις. Και για να το κατηγοριοποιήσεις, μοιραία, θα σκεφτείς άλλα βιβλία και άλλους συγγραφείς. Θα σκεφτείς Κέρουακ, Μπόρχες, Μέλβιλ, Κορτάζαρ, Θερβάντες, Κόνραντ, η λίστα είναι μεγάλη κι εσύ βέβαιος ότι ο συγγραφέας τους έχει διαβάσει όλους. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί ο Μπολάνιο θα ήθελε να αντισταθούμε σε αυτόν τον πειρασμό. Ο Μπολάνιο χρησιμοποιεί αυτή την περίφημη σκάλα τού Wittgenstein, εκεί, στο τέλος τού Tractatus. Αυτή τη σκάλα που μας βοηθά να περάσουμε από ένα επίπεδο αντίληψης και κατανόησης για τον κόσμο σε ένα άλλο, και μετά, απλά, μας ζητά να την κλοτσήσουμε γιατί η μετάβαση φαντάζει, τώρα, α-νόητη. Δεν υπάρχει ούτε επιστροφή αλλά ούτε καν δόκιμη εξήγηση για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Το ιστορικό παρελθόν των Άγριων Ντετέκτιβ παραμένει α-νόητο. Όχι γιατί δεν υπάρχει, αλλά γιατί δεν έχει νόημα.
Οι Άγριοι Ντετέκτιβ τιμούν τον τίτλο τους. Είναι “Άγριοι” γιατί απεκδύονται καθετί συμβατικό και λογικό. Απεκδύονται, και εδώ κλέβω από το μανιφέστο τού Υπορεαλισμού (Infrarealismo), την κοινή λογική και στοχεύουν στο διαμελισμό αυτών των εμποδίων που καθηλώνουν σε μια μονότονη, εξημερωμένη καθημερινότητα. “Το ποίημα γίνεται το ταξίδι και ο ποιητής, ο ήρωας που αποκαλύπτει τους ήρωες”, γράφει το μανιφέστο. Ο δρόμος προς την κατεύθυνση αυτή είναι “…το πέρασμα στην περιπέτεια”, αλλά το πέρασμα, εδώ, δεν είναι ένα απλό πέρασμα. Δεν είναι κάτι απλά διαφορετικό, ένας χωροχρόνος όπου οι προϋπάρχουσες έννοιες παραμένουν σε ισχύ. Είναι ένα πέρασμα—εφάμιλλο αλλαγής παραδείγματος—τόσο όμως πρωταρχικό και βίαιο, που σε καίει.
Στο δεύτερο και μεγαλύτερο κομμάτι του βιβλίου παρακολουθούμε αποσπασματικά με τη μορφή συνεντεύξεων την περιήγηση των δύο ηρώων, του Ulises Lima και του Arturo Belano, μέσα σε αυτό τον κόσμο της πρωταρχικής Περιπέτειας (με κεφαλαίο “Π”). Το δεύτερο μέρος όμως, παραμένει αριστοτεχνικά διαποτισμένο από την πρότερη περίοδο (που έτσι παρατείνεται μέσω της μυθοπλαστικής δεινότητας τού Μπολάνιο) μόνο σε μια ημερομηνία, στον Ιανουάριο του 1976. Στην επίσκεψη των δύο πρωταγωνιστών στον Amadeo Salvatierra όπου και τίθενται ερωτήσεις για την ταυτότητα και προσωπικότητα της Cesárea Tinajero, την κινητήρια δύναμη και τον καταλύτη του έργου. Το πρώτο και το τρίτο μέρος του βιβλίου είναι η εξιστόρηση των καταιγιστικών γεγονότων που οδηγούν, τον Juan García Madero, τον Ulises Lima και τον Arturo Belano στα χνάρια τής Cesárea Tinajero. Η αναζήτηση τής Tinajero κορυφώνεται, ακριβώς, στο πέρασμα στην Περιπέτεια τού ενστικτορεαλισμού. Μια επιφανειακή ανάγνωση εύκολα μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο συμπέρασμα ότι η Περιπέτεια είναι στο πρώτο και το τρίτο μέρος. Αυτό είναι λάθος. Ο Μπολάνιο στέκεται με λεπτή ειρωνεία απέναντι σε όλα αυτά τα γεγονότα που προσδίδουν στα κεφάλαια αυτά ένα χαρακτήρα επίπλαστης περιπέτειας. Επίπλαστης, γιατί εδώ έχουμε απλώς δράση. Επιμένω σε αυτό. Η Περιπέτεια—με κεφαλαίο “Π”—είναι αλλού.
Η Περιπέτεια των ποιητών βρίσκεται στο δεύτερο και γι’ αυτό μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Η γραμμικότητα και η προσήνεια της αφήγησης του πρώτου και τρίτου μέρους, που αντικατοπτρίζουν την απλοϊκότητα πριν το πέρασμα, δίνουν τη θέση τους σε μια οργιώδη και, πολλές φορές, επίπονη αφήγηση που συνάδει με την αλλαγή παραδείγματος. Βρισκόμαστε μέσα στην Περιπέτεια (με κεφαλαίο “Π”) που αν μοιάζει απλοϊκή και τετριμμένη είναι γιατί εμείς ως αναγνώστες δεν έχουμε το θάρρος (τ’ αρχίδια, θα έλεγαν οι ενστικτορεαλιστές) να δούμε τον κόσμο με τον τρόπο που προστάζει ο ενστικτορεαλισμός. Οι κινηματογραφικοί ρυθμοί του πρώτου και τρίτου μέρους δίνουν τη θέση τους σε μια βασανιστικά αργή ανασύνθεση ενός ψηφιδωτού όπου το βάρος της έρευνας, ο ρόλος του ντετέκτιβ, πέφτει πάνω στον αναγνώστη. Σε αντιδιαστολή με τα άλλα δύο μέρη του βιβλίου όπου στεκόμαστε, άναυδοι, απέναντι στην καταιγιστική δράση της νιότης, εδώ μοιάζουν όλα μουδιασμένα. “Youth is a scam” μας λέει ο Μπολάνιο. Εδώ, μέσα από τον ισοπεδωτικό φακό της ενηλικίωσης, όλα μοιάζουν μουντά και απαιτείται κοπιώδης προσπάθεια για να αρχίσουμε να διακρίνουμε, ξανά, τη σπίθα. Οι ζωές των δύο πρωταγωνιστών μοιάζουν ανούσιες, ασεξουαλικές, ανερμάτιστες καθώς αυτοί, οι γνήσιοι κοσμοαλήτες, περιπλανώνται στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική.
Σε κάθε υποκεφάλαιο, των πάνω από 50 συνεντευξιαζόμενων, του δεύτερου μέρους, αυτό που μένει, αυτό που αποκαλύπτει την αληθινή διάσταση της Περιπέτειας είναι η επίδραση που έχουν οι δύο ποιητές στις ζωές των άλλων. Σε κάθε συνέντευξη, λάμπει, συγκαλυμμένα και ελλειπτικά, το ειδικό βάρος των επιλογών τους, που βγάζει στους ανθρώπους με τους οποίους έρχονται σε επαφή τη φλόγα της ζωής με κόστος την υπαρξιακή ανάλωση των πρωταγωνιστών. Το ειδικό βάρος που τους εξυψώνει, κατακρημνίζοντάς τους στην άβυσσο του χρόνου και της καθημερινότητας. Ο Μπολάνιο, σε αυτό το κύριο μέρος του βιβλίου, προσφέρει στον αναγνώστη τη φαινομενολογία της ίδιας της ενήλικης ζωής. Απαιτείται ασύμμετρα μεγάλη προσπάθεια για μικρά βήματα με αβέβαια αποτελέσματα, που ανατρέπονται και εξανεμίζονται μέσα από συχνά απρόβλεπτους παράγοντες πέρα από τον έλεγχο μας. Αυτή είναι η πρωταρχική Περιπέτεια. Η αβίαστη και εξόφθαλμη δράση της νιότης, εδώ, κατακάθεται και αποκρυσταλλώνεται, γίνεται υποδόρια. Η μαγεία της δεν είναι ορατή με γυμνό οφθαλμό γιατί βρίσκεται στη λεπτομέρεια, και κρύβεται πίσω από τον καθημερινό αγώνα. Αυτή είναι η πρωταρχική Περιπέτεια. Το εύπεπτο road movie για τις μάζες δίνει τη θέση του στο εκλεπτυσμένο και ιδιοσυγκρασιακό αριστούργημα του ενστικτορεαλιστή auteur, που εύκολα θα κουράσει και θα μένει απροσπέλαστο. Αλλά τι ακριβώς είναι ο ενστικτορεαλισμός; Στο βιβλίο λάμπει δια της απουσίας του. Δε βλέπουμε παρά μόνο ένα ποίημα του. Το “Sión”, της Cesárea Tinajero. Ένα ποίημα σχηματικό. Ένα ποίημα χωρίς λέξεις (η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο). Ο Amadeo Salvatierra ρωτάει τους δύο ήρωες:
Και τους ρώτησα τους νεαρούς, τους είπα, παιδιά μου, εσείς τι βγάζετε από τούτο εδώ το ποίημα; Τους είπα, παιδιά μου, εγώ έχω πάνω από σαράντα χρόνια που το κοιτάζω και ποτέ δεν κατάλαβα το παραμικρό γαμημένο πράγμα. Αυτή είναι η αλήθεια. Γιατί να σας πω ψέματα; Κι αυτοί είπαν: είναι ένα αστείο, Αμαδέο, το ποίημα είναι ένα αστείο που καλύπτει κάτι πολύ σοβαρό. [σ. 439]
Το ποίημα τής Tinajero ασκεί πίεση σε μια γνωστή θέση τού Wittgenstein: τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου. Και ό,τι άλλο έχω μέσα μου και δεν μπορώ να το εκφράσω αντικειμενικά, δεν μπορεί να υπάρξει και γι’ αυτό είναι καλύτερα να σιωπώ. Ο Ενστικτορεαλισμός όμως, δε σιωπά. Απεκδύεται τη λογική και το αντικειμενικό. Ο Ενστικτορεαλισμός (visceral realism στο αγγλικό κείμενο) απεκδύεται το διαμεσολαβημένο, το εννοιολογικά εξημερωμένο και στοχεύει στην ωμή και ισοπεδωτική δύναμη των συναισθημάτων. Συναισθημάτων όπως αυτά που νιώθει ο Madero στην αρχή του βιβλίου όταν γράφει το ποίημα “15/3”, εμπνευσμένο από τις φορές που τελείωσε η σύντροφος του κι εκείνος. Οι ενστικτορεαλιστές είναι αυτοί οι “Λίγοι”, “οι ονειροπαρμένοι της γης”, “οι προάγγελοι του χάους” (για να θυμηθώ τον Γιώργο Μακρή).
Ο ανεκπαίδευτος αναγνώστης θα μπορούσε να διαβάσει το πρώτο, το τρίτο, και τέλος, το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Χρονικά, αλλά κυρίως, σημασιολογικά, αυτή είναι η φορά του. Με τον τρόπο αυτό απαντάται, ίσως πιο εύκολα, και η απορία για το τι σημαίνει το “τέλος” του βιβλίου με τις δυο πανομοιότυπες ερωτήσεις. Ας δούμε την προτελευταία ερώτηση: “What’s outside the window?” με την απάντηση “a sheet” στη μετάφραση της Natasha Wimmer, που στη μετάφραση του Κώστα Αθανασίου, έχει αποδοθεί—πιο σωστά—ως “ένα απλωμένο σεντόνι” (στο πρωτότυπο είναι “una sábana extendida”), δίνει τον τόνο. Η τελική ερώτηση, τώρα, “What’s outside the window?” που παίρνει ως απάντηση μόνο το χαρακτηριστικό ορθογώνιο σχήμα με τις διακεκομμένες γραμμές, που δίνουν την αίσθηση χαρτιού (το “a sheet” της προηγούμενης, πανομοιότυπης, ερώτησης τείνει προς το “a sheet” of paper (ένα παιχνίδι, άραγε, τής Wimmer;)). Μια λευκή σελίδα. Η λευκή σελίδα του ποιητή-συγγραφέα. Η σκηνή του δράματος. Ο Μπολάνιο μας ωθεί να βγούμε από το βιβλίο-παράθυρο στον κόσμο της αληθινής Περιπέτειας. Και οι διακεκομμένες γραμμές, της τελικής απάντησης, σηματοδοτούν την εξαΰλωση της έννοιας ως έννοια. Την αλλαγή παραδείγματος. Το πέρασμα στην κυριαρχία του ενστικτορεαλισμού. Το πέρασμα στην πρωταρχική Περιπέτεια. Ο Μπολάνιο μάς σπρώχνει προς τη ζωή και όχι στο βιβλίο, και έτσι, μετουσιώνεται το κίνημα των Ενστικτορεαλιστών, παραδόξως, μέσα από το βιβλίο. Πραγματοποιώντας αυτό τον ελιγμό, κερδίζει, όχι μόνο σε επίπεδο μυθοπλασίας (περιεχομένου), αλλά και σε επίπεδο φόρμας. Βάζει ακριβώς στο τέλος, αυτό που είναι στην αρχή, και έτσι, μας αναγκάζει να διαβάσουμε το βιβλίο, ενώ ταυτοχρόνως μας σπρώχνει να μην το διαβάσουμε, γιατί η ζωή, διατείνεται, είναι έξω από το “παράθυρο” που, ως έννοια, εξαϋλώνεται.
Ο Μπολάνιο κατανοεί ότι οι λέξεις πρέπει να αναφλέγονται, κατανοεί ότι το βιβλίο πρέπει να είναι το (Καφκικό) τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας. Και επειδή τα κατανοεί όλα αυτά, μας ρωτά: τι είναι έξω από το παράθυρο; Ο Μπολάνιο είναι ο Quexana του Θερβάντες. Ο άνθρωπος που διάβασε τόσο πολύ, ώστε στο τέλος, αποφάσισε να γίνει ο ίδιος ιππότης, και η Περιπέτεια να μην έχει τέλος. Ο Madero όμως, είναι και ο Marlow ενώ ο Belano είναι ο Kurtz τού Κόνραντ. Είναι και οι δύο ο Μπολάνιο. Ο συγγραφέας έχει βάλει τον εαυτό του σε δύο ήρωες (από δυο διαφορετικές περιόδους της ζωής του) και έχει το θράσος, και τη δεινότητα, να μας τους βάζει να αλληλεπιδρούν καθώς η ανάμνηση της νεότητας του συνδιαλέγεται με τον εαυτό του, που, ειρωνικά, διδάσκει αεί γηρασκόμενος. Και έτσι πορεύονται οι δυο τους—που είναι ένας—προς την καρδιά τού σκότους που θα τους κάψει.
Ο αυθεντικός αναγνώστης κάποια στιγμή, νομοτελειακά, θα ρωτήσει τον εαυτό του: «Τι θα μπορούσε να είχε γίνει αν το είχα διαβάσει νεότερος;» Απάντηση, φυσικά, δεν υπάρχει. Η απάντηση βρίσκεται στην παρήγορη σκέψη ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα. Θα μπορούσε, πάντα, να το είχε διαβάσει μεγαλύτερος.
*Ευχαριστώ την Έφη Γιαννοπούλου και τον Αχιλλέα Κυριακίδη για τη βοήθεια τους με το πρωτότυπο κείμενο.