To ξύλινο βαλιτσάκι όπου φυλάω τα πρώτα κείμενα, έως το 1965, βαρια-βαριά, σπανίως το ανοίγω. Μια φορά τον χρόνο και πολλά λέω. Το αρχαιότερο είναι του 1954 και είναι κόμικ. Εκεί πάντως βρίσκεται ένα όνομα που με παίδευε τον Ιούνιο του 1963 και έμενε ανερμήνευτο: Μαρία.
Μαρίες άργησα να γνωρίσω, δεν ξέρω γιατί. Ίσως διότι παρέμεναν χαμένες σε υποκοριστικά. Ωστόσο, το όνομά της υπήρχε, δεκαπέντε μέρες πριν γενεί πρωθυπουργός ο Πιπινέλης, για να λάβετε μία ιδέα. Με κόκκινο μπικ. Μαρία. Ανερμήνευτο και αινιγματικό, επί δεκαετίες. Ώσπου τις προάλλες, την θυμήθηκα.
Σε μία κυριακατικη βόλτα, εκεί όπου αργότερα άνθισε η καφετέρια του Κουτούδη. Ήταν με άλλες δύο φιληνάδες. Στο μέσον.
Ήταν κοντούλα, με δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι. Δεν ευτύχησα ποτέ να ιδώ τα δόντια της, διότι μονίμως την εκάτεχε ένα μειδίαμα.Δεν παρέπεμπε σε κάτι αρχαϊκό, αλλά έσταζε ειρωνεία. Και δεν χαμήλωνε το βλέμμα, κατά τα τρέχοντα της εποχής. Κοίταζε κατάματα, σχεδόν με θράσος.
Την είδα και ξεράθηκα. Κοκκίνισα και ξεροκατάπινα. Οι κυρικάτικες βόλτες στα Γιαννιτσά, οι εφηβικές, κρατούσαν τουλάχιστον ένα δύωρο. Από τον Χαζνέ, στο φουρνάρικο του Πλατίδη, πριν την κατηφόρα προς το τζαμί που ήταν εκκοκιστήριο. Πήγαινε- έλα. Εκκρεμές. Για να υπάρξει η στιγμή της μιας και μόνης φευγαλέας ματιάς. Ανά ημίωρο.
Κράτησε τρεις ημέρες. Σε κάποια απ’ όλες, άκουσα πως την έλεγαν Μαρία. Δεν της μίλησα ποτέ. Δεν μου μίλησε ποτέ. Μετά, μου πέρασε. Δεν θυμάμαι γιατί. Αλλά πύρωνε ανόσιο καλοκαίρι, και πλησίαζε η εποχή που συνάντησα στον βίο τον πρώτο τόμο του Καβάφη, σέπια εξώφυλλο, σέπια τα τυπογραφικά στοιχεία, δεν υπήρχε Μαρία και Μάριος και Τιτίκα και Υβ Μονταν στην «Τιτίνα»
μήτε ανένδοτος αγώνας και τα δοκίμια στις «Εποχές» έμοιαζαν ακατόρθωτοι βράχοι.