Η ελληνική λαϊκή μουσική -και για να συνεννοηθούμε εννοώ τα μπουζούκια στη σύγχρονή τους μορφή- με μπερδεύει πολύ. Ποιο είναι στα αλήθεια το κοινό της; Σε ποιους απευθύνεται; Ποιους θέλει να συνεπάρει με τους στίχους και τη μουσική της;
Πέρα από το κοινότυπο των συγχορδιών, που δεν χρειάζεται να έχεις μελετήσει δώδεκα χρόνια πιάνο και να ξέρεις τι σημαίνει ακόρντο, έχεις μερικούς νεαρούς με ξυρισμένα κρανία και ημι-ροκ ύφος μέσα στο επίσημο κοστούμι τους και άλλοτε στο καρό τους το πουκάμισο και τις νεαρές με κουνιστούς γοφούς κατά τα καρντασιανά πρότυπα και με τηλεοπτικές μπούκλες που κυματίζουν στους ώμους τους με μπαρόκ επιρροές να κλαίνε και να οδύρονται για τον έρωτα που χάσανε. Μέσα στο αψεγάδιαστο λουκ τους που ούτε τρίχα από το φρύδι τους δεν χάνει τον δρόμο της πονάνε τόσο πολύ αλλά διατηρούν το εγωιστικό προφίλ του ανέκφραστου προσωπείου του μεγάλου σταρ, του ανέγγιχτου αστεριού της πίστας, του πανέμορφου ανφάς της εντέλειας σε εμφάνιση και κοσμοθεωρία. Εν ολίγοις, μπερδεύομαι πολύ και σας το ξαναματαλέω. Και φαντάζομαι το κοινό που απευθύνεται το συγκεκριμένο είδος μουσικής να μπερδεύεται: να κλάψω ή θα τρέξει το ρίμελ;
Αντίστοιχα οι θεατές, μουσικολάτρεις, οπαδοί του έρωτος και κομμένων φλεβών αναρωτιούνται «Να το σιδερώσω τον γιακά ή να το αφήσω ατημέλητο για να δείξω πως ολοκληρωτικά έχω πενθήσει τα τελευταία πέντε λεπτά για τον αδικοχαμένο μου χρόνο περισσότερο και τα δύο ακυρωμένα εισιτήρια της γραμμής 1 Πειραιάς- Πατήσια εξαιτίας της ξεπέτας και της χυλόπιτας;».
Αυτή η κάστα τραγουδιστών που δεν έχουν κανένα προσωπικό στιλ, ιδιότυπο τρόπο να τραγουδούν και παράγουν σουξέ όπως η Πάλμολιβ μπουκάλια κρεμοσάπουνου έχει ένα περιορισμένο κοινό νέων των δυτικών συνοικιών που με τα 400 ευρώ μισθό θα δώσουν τα εκατό για τη διασκέδασή τους και την καψούρα τους. Συγχρόνως, υπάρχει ακόμη ένας περιορισμένος αριθμός γλεντοκόπων που είτε θέλουν να θαυμάσουν τις καλλίπυγες κορασίδες να λικνίζονται ως άλλες Σαλώμες στα ντιριντάχτα είτε να μεθοκοπήσουν δίχως αύριο και μεθαύριο (γιατί τα ποτά είναι τόσο μπόμπα που για διήμερη καταρράκωση μιλάμε έπειτα).
O μέσος τριαντάχρονος, ο μέσος σαραντάχρονος και πενηντάχρονος (και συν) και αλλοτινός θιασώτης των λαϊκών ασμάτων βρίσκει θαλπωρή και κατανόηση στο παλιό λαϊκό τραγούδι, αν παραμένει λάτρης του συγκεκριμένου είδους μουσικής, αλλιώς θα πάρει τον ομματιών του και σε άλλο είδος μουσικής. Βέβαια, είναι και εποχές άμουσες τελικά. Πολλοί δεν ακούν πια μουσική. Αυτό είναι τρομακτικό αλλά και λογικό όταν βλέπεις ένα τόσο σημαντικό είδος τέχνης να εκπέφτει ελαφριά την καρδιά στη εμπορευματοποίηση και για να βρεις να ακούσεις κάτι της προκοπής πρέπει να είσαι ο κατάσκοπος των μουσικών εξελίξεων. Όμως, καθολικά και μονοθεματικά διαφημίζεται ως το κύριο, το μόνο είδος στα τηλεοπτικά μπαλκόνια.
Σίγουρα, είμαστε μέσα στο κέντρο του βόθρου και αναμένονται αλλαγές και επαναστάσεις. Τώρα ζούμε το μαύρο αλλά έχει ο καιρός γυρίσματα.