Θηριωδία και Τέχνη
21-07-2018

Η ναζιστική θηριωδία βρίσκεται στον πυρήνα του τελευταίου βιβλίου της Μαρίας Γαβαλά. Το θέμα μπορεί να έχει τραβήξει την προσοχή πολλών συγγραφέων, αλλά η Γαβαλά το προσεγγίζει από μια ασυνήθιστη οπτική γωνία: από το πρόγραμμα της «δια νόμου εξόντωσης της άχρηστης ζωής». Με απόφαση του Φύρερ, το 1939, νομιμοποιείται η θανάτωση ψυχικά ασθενών, διανοητικά καθυστερημένων, επιληπτικών, αλλά και όσων για οποιοδήποτε λόγο είχαν νοσηλευτεί για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών σε κάποιο άσυλο. Μέχρι τη διακοπή του, το 1941, είχαν θανατωθεί σε θαλάμους αερίων 70.273 άνθρωποι. Η ηρωίδα της Γαβαλά, η Αριάδνη Χόπε, μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο πολυτεχνείο της Δρέσδης γράφει τη διατριβή της πάνω στην Μπέρτα Γκέρτρουντ Φλεκ. Η Φλεκ, μία ζωγράφος, θύμα του συγκεκριμένου προγράμματος, θα αποτελέσει την αφορμή για να βυθιστεί η Χόπε στον λαβύρινθο της διατριβής της με θέμα: «Η σχέση ανάμεσα στην τέχνη και στις εκφραστικές δυνατότητες ανθρώπων ψυχικά νοσούντων ». Η Αριάδνη, που τονίζει ρητά ότι το όνομά της δεν πρέπει να διαβαστεί συμβολικά, θα αναζητήσει απαντήσεις που κανένας μίτος δε θα σταθεί ικανός να την οδηγήσει σε αυτές.

Το βιβλίο, μέσα από τη διαρκή εναλλαγή πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων που κινούνται τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν θα ανακατασκευάσει το χωροχρονικό περιβάλλον τόσο της εποχής της Χόπε, όσο και της Φλεκ. Η σύγχρονη Δρέσδη, ο Μεγάλος Πόλεμος, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού, θα παρελάσουν μπροστά από τον μυθιστορηματικό φακό της συγγραφέως. Η Γαβαλά θα κινηθεί με σύνεση και μαεστρία ανάμεσα στις συμπληγάδες της επιστημονικής αντικειμενικότητας των πηγών της, και του αναβράζοντα υποκειμενισμού της ηρωίδας της. Υποκειμενισμού, που παίρνει τη μορφή ενσυναίσθησης της Χόπε (αλλά και της συγγραφέως) προς τη Φλεκ, που η νεόκοπη ερευνήτρια θα κληθεί να τιθασεύσει καθώς βαφτίζεται δια πυρός στο εργοτάξιο ανοικοδόμησης της διατριβής της. Η διατριβή συνιστά αφηγηματικό εύρημα που θα εργαλειοποιηθεί από τη Γαβαλά με εξαιρετικό τρόπο. Με πρόσχημα τον σχεδιασμό της από την Χόπε, η συγγραφέας, θα βρει τη μανιέρα για να συγκεντρώσει, και, κυρίως, να μας παρουσιάσει πληθώρα πραγματικών στοιχείων για τη Φλεκ και την εποχή που έζησε αλλά και για να συγκεράσει, αδιατάρακτα, τα στοιχεία αυτά στον μυθιστορηματικό ειρμό της.

Η Γαβαλά είναι πολύ τίμια σε αυτό. Σε μια από τις συναντήσεις τής Χόπε με τον επιβλέποντα καθηγητή της, τη βάζει να μας αποκαλύψει τις σκέψεις της. Φαντάζεται τον καθηγητή της να λέει στον εαυτό του «Στο τέλος τέλος, ή θα φέρει μια ανοησία ή ένα μυθιστόρημα, με θέμα τη συγκαλυμμένη εξόντωση ψυχοπαθών, ή καμιά εκκεντρική πραγματεία, τίγκα στις ανακρίβειες και στα αδύνατα σημεία, αλλά που ίσως έχει το ενδιαφέρον και τη γοητεία της». Έχω περάσει κι εγώ από αυτή τη διαδικασία, και χαμογέλασα στοργικά στο σημείο αυτό γιατί ένιωσα στο πετσί μου την αμηχανία της Χόπε καθώς παθιάζεται με το αντικείμενό της. Η Γαβαλά όμως δεν γράφει διατριβή αλλά μυθιστόρημα, και η πρωταγωνίστριά της, προς όφελός μας, θα βιώσει την αδυναμία της να προσεγγίσει ακλόνητες αλήθειες, όχι μόνο στο επιστημονικό πεδίο που έχει επιλέξει, αλλά και στη διάδρασή της με την οικογένειά της και τους εραστές της. Ένα μεγάλο κομμάτι προόδου στις μεταπτυχιακές σπουδές συντελείται με τη σμίλευση της ικανότητας του ερευνητή να περιορίζει το αχανές πεδίο της γνώσης, να στενεύει δηλαδή τον ερευνητικό φακό του και να συνειδητοποιεί ότι εκεί που μπορεί αρχικά να βλέπει πληθώρα απαντήσεων, τελικά, υπάρχουν μόνο περισσότερες ερωτήσεις που με κόπο πρέπει να μορφοποιήσει εκείνος. «Όσο κι αν παιδεύεσαι, όσο κι αν πιλατεύεις τους ήρωές σου για να σου φανερώσουν την αλήθεια τους, τα μυστικά τους, όσο κι αν τους στίβεις για να τους ξεζουμίσεις προς όφελός σου, το γεγονός είναι ένα: Δεν μπορούν να σου μιλήσουν. Δεν γίνεται να σου πουν λέξη. Ό,τι κι αν τους βάλεις να σκεφτούν και να ξεστομίσουν, στην ουσία θα το έχεις σκεφτεί εσύ, το λες μόνο εσύ και κανένας άλλος», μας λέει η Γαβαλά από το στόμα του Μανουέλ, του Καταλανού εραστή της Αριάδνης, και για να τονίσει τη σημασία τού συγκεκριμένου αποσπάσματος, σχεδόν, το επαναλαμβάνει μερικές σελίδες παρακάτω: «Μόνο για επινοήσεις φωνών και ιστοριών μπορούμε να μιλάμε».

Η εμμονή της Χόπε για αυθεντικότητα στη διατριβή της, η εμμονή που την κάνει να διερωτάται πώς θα γράψει «[έ]να κείμενο που θα φέρει τη δική [της] και μόνο σφραγίδα, που θα μπορούσε να το έχει γράψει η Αριάδνη Χόπε και μόνον αυτή», είναι αυτή που την κάνει να επιλέξει τη Φλεκ, με το πενιχρό έργο της, γιατί, μέσα στην αφέλεια και την αλαζονεία της ως ερευνήτρια αποζητά την πρόκληση που θα τη φέρει στο ερευνητικό (και όχι μόνο) αδιέξοδό της. Αδιέξοδο από το οποίο θα πιαστεί η Γαβαλά που θα βρει στο ίδιο πενιχρό έργο τον μυθοπλαστικό χώρο που χρειάζεται. Γιατί το πενιχρό έργο μπορεί να είναι τροχοπέδη για τον ερευνητή, αλλά είναι δώρο για τον συγγραφέα. Και εδώ ακριβώς κρύβεται η εμμονή της Γαβαλά (που είναι η εμμονή της Χόπε) για τη διάσωση της Φλεκ από την απρόσωπη αντικειμενικότητα των πηγών που τη συνθλίβουν και την εξομοιώνουν με τους υπόλοιπους 70.272 νεκρούς. Η Γαβαλά, που δεν είναι η Χόπε, και δεν γράφει διατριβή, θα αντλήσει από τις πηγές τα στοιχεία που θέλει και θα δοθεί στη μυθοπλαστική αφήγηση για να μας προσφέρει αυτά που δε θα μπορούσε ποτέ να μας προσφέρει η ηρωίδα της στο αυστηρό πλαίσιο μιας διατριβής. Με δυο λόγια: η ήττα της Χόπε είναι η νίκη της Φλεκ (και του αναγνώστη) μέσα από την πένα της Γαβαλά. Η Γαβαλά θα μας χαρίσει τις ερμηνείες των έργων της Φλεκ που παραμένουν σχεδόν ερμητικά κλειστά για την ερευνήτρια Χόπε. Η συγγραφέας όμως θα αντλήσει και από την αγάπη της για τον κινηματογράφο—Το Εργαστήριο του Δόκτορος Καλιγκάρι, του Βίνε—και θα μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα μέσα στο άσυλο Ντόζεν της Λειψίας. Θα αντλήσει και από τον Φριτζ Λάνγκ—Δρ Μαμπούζε—για να μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Όπως θα αντλήσει και από τον Έγκον Σίλε για να σκιαγραφήσει τον Μάρτιν, τον ακρωτηριασμένο ήρωα του Μεγάλου Πολέμου. Ο Κόκκινος Σταυρός οφείλει τη σχεδόν πολυαισθητηριακή εμπειρία τής ανάγνωσής του στο πάθος της Γαβαλά να εμπνέεται τόσο από εικονιστική όσο και αφηρημένη τέχνη, αλλά, παραδόξως, και στην αντίστασή της να ενσωματώσει στο κείμενο φωτογραφίες που θα είχαν τελικά το αντίθετο αποτέλεσμα από το προσδοκώμενο καθότι θα ψαλίδιζαν τη φαντασία του αναγνώστη.

Η Γαβαλά με μια κίνηση επιτυγχάνει δυο πράγματα: αντιμετωπίζει την τέχνη ως μέσο για τη διαχείριση της πραγματικότητας των ηρωίδων της, αλλά, ταυτόχρονα, γράφει και η ίδια ένα μυθιστόρημα για τη διαχείριση της δικής της στάσης απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα. Το νιτσεϊκό θέμα της χρησιμότητας της τέχνης ως ασπίδας επιβίωσης αλλά και ως μέσου κατανόησης του κόσμου, βρίσκει στο βιβλίο μια ηχηρή αντήχηση.