Ενάντια στη Μέρα
25-04-2018

Είναι η ανάγνωση του Πύντσον χαμένος χρόνος; Διαβάζω, ακριβώς ένα μήνα τώρα, το Against the Day. Έχω φτάσει στη μέση, δηλαδή περίπου στη σελίδα 530. Και λέω περίπου γιατί με αυτά τα πράματα ποτέ δεν ξέρεις πού ακριβώς βρίσκεσαι. Δηλαδή ξέρεις, αλλά επειδή όλο και ξαναδιαβάζεις προηγούμενες σελίδες για να κάνεις διάφορες συνδέσεις δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πόσο έχεις προχωρήσει. Αλλά τελικά δεν διαβάζεις ξανά σελίδες (και δύο, και τρεις φορές) μόνο για να καταλάβεις κάτι που μπορεί να έχεις χάσει, διαβάζεις και επειδή το κείμενο είναι τόσο σαγηνευτικό που διαρκώς θες να ξαναπεράσεις κάποια κομμάτια για την απλή ηδονή των λέξεων και της σύνταξης. Βέβαια διαβάζοντας ξανά και ξανά, όλο και ανακαλύπτεις κάτι που είχες χάσει παντελώς με αποτέλεσμα το βιβλίο των 1085 σελίδων να διαστέλλεται και να φτάνει ίσως κάτι λιγότερο ή ίσως και περισσότερο από το διπλάσιο. Είναι όμως κάτι τρομακτικό οι περίπου 2000 σελίδες; Είναι αν έχεις τη εμμονή ότι πρέπει να διαβάσεις και κάτι άλλο. Αν συμβιβάζεσαι με την ιδέα ότι αν είναι να σε βρει το μοιραίο, καλό είναι να σε βρει στη μέση ενός Πύντσον, τότε όλα φαντάζουν ροδακινένια (i.e. peachy). Σε ρυθμό πάντως, εγώ τουλάχιστον, τον διαβάζω όπως διαβάζω Φώκνερ ή Ναμπόκοφ, που και εκεί να με βρει το μοιραίο θα το θεωρήσω κέρδος. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, ο Πύντσον, έχει κάτι πιο ανάλαφρο και από τους δυο. Και το ανάλαφρο δεν οφείλεται μόνο στο απύθμενο χιούμορ του, γιατί χιούμορ έχει και ο Ναμπόκοφ, αλλά στο ότι είναι δεινός παραμυθάς. Ίσως δεινότερος και από αυτόν τον ίδιο τον Ντίκενς ή ακόμα και από τον Μέλβιλ του Μόμπυ Ντικ. Τελικά μπορεί να διαβάζουμε βιβλία που τα διαβάζουν και χιλιάδες άλλοι αλλά επειδή δεν είμαστε εξ ορισμού σαν τους άλλους, αυτό που έχει σημασία είναι τι βγάζει σε εμάς το κάθε βιβλίο. Ας βάλω λοιπόν σε εφαρμογή την αναλογία της μοτοσυκλέτας. Όποιος έχει οδηγήσει πολύ γρήγορη μοτοσυκλέτα (και έχει διαβάσει και Πύντσον) εύκολα θα με καταλάβει. Ήδη από τις διακόσιες πρώτες σελίδες, νιώθεις, κάθε φορά που κάθεσαι με το κείμενο, αυτό το φόβο του ν’ ανοίξεις το γκάζι κι άλλο. Από τη στιγμή, βέβαια, που καβαλάς, που αποφασίζεις και καβαλάς, ξέρεις ότι θα το ανοίξεις. Και ο βασικότερος λόγος που το ανοίγεις είναι επειδή έχεις το φόβο ότι μπορεί και να είναι η τελευταία σου. Το συναίσθημα αυτό δεν πουλιέται πουθενά και δεν αγοράζεται με τίποτα. Και κάθε φορά που βγαίνεις ζωντανός από τη βόλτα, και φτάνει η επόμενη, ξανακαβαλάς μ’ ένα κλικ (μικρό κλικ) μεγαλύτερης αλαζονείας, ενώ, κατά βάθος, γνωρίζεις ότι αυτό το κλικ μπορεί και να είναι το μοιραίο, γιατί, απλά, το εργαλείο πάντα θα σε ξεπερνάει, πάντα θα έχει έναν ακόμα άσσο. Έτσι είναι και ο Πύντσον. Η μόνη περίπτωση να τη γλυτώσεις είναι να σε τρομάξει τόσο πολύ στην αρχή που θα χεστείς πάνω σου και θα τον παρατήσεις. Αν αποφασίσεις να συνεχίσεις όμως, μόνο κατά τύχη θα τη βγάλεις καθαρή. Και αν υπάρχει ένας συγγραφέας που μπορεί να σε κάνει κάγκουρα, αυτός είναι ο Πύντσον. Γιατί ο κάγκουρας, εν τέλει, είναι γραφική περσόνα. Είναι ένας μπρουτάλ aficionado που λίγα ξέρει για τις πραγματικές διαστάσεις του πάθους του. Αυτό όμως δουλεύει υπέρ του· είναι το πλεονέκτημά του. Το πλεονέκτημα του ερασιτέχνη. Και για να απαντήσω στην ερώτηση της αρχής. Φυσικά και είναι χάσιμο χρόνου η ανάγνωση του Πύντσον, και αυτό είναι κάτι υπέροχο γιατί ποτέ κανείς μέχρι στιγμής δεν κέρδισε τη μάχη με το χρόνο, όσο κι αν προσπάθησε να τον ξοδέψει με φειδώ.