Ενάντια στη Μέρα
16-06-2018

Lucifer is the chap who brings false light…
I’m shrouding them in the darkness of truth.
— Imre Lakatos to Paul Feyerabend

Ο Πύντσον δε θα σε μάθει τίποτα που δεν γνωρίζεις ήδη. Ή πιο σωστά, δε θα σε μάθει τίποτα που θα μπορούσες απλά να το γκουγκλάρεις ή να ανοίξεις ένα βιβλίο για να το διαβάσεις. Ο Πύντσον, ενώ απεχθάνεται τη στείρα γνώση, λατρεύει τη χειραγώγηση και ενορχήστρωσή της για την εξυπηρέτηση των σκοπών του. Το Ενάντια στη Μέρα παρότι βρίθει επιστημονικών, ιστορικών, θεολογικών, και ιστορικών αναφορών δε θα σε κάνει, ποτέ, να νιώσεις ότι έχεις πέσει θύμα διδακτισμού. Αυτή όμως είναι και μια από τις βασικές δυσκολίες του. Ο συγγραφέας δε θα σου χαριστεί ποτέ. Δυστυχώς θα πρέπει να διαβάσεις πέραν του δέοντος για να καταφέρεις να τον παρακολουθήσεις με αξιώσεις. Οι δυσκολίες όμως έχουν και συνέχεια. Ο Πύντσον αποφεύγει τα στερεότυπα. Είτε αυτά είναι στερεότυπα φόρμας, είτε στερεότυπα περιεχομένου. Θα σου πει τα πιο απλά πράγματα με τον πιο περίπλοκο τρόπο. Για παράδειγμα, το ότι πυροβολήθηκε κάποιος στο χέρι, ο Πύντσον, θα το διατυπώσει, «διεκόπη η ομαλή ροή του αίματος προς την καρδιά». Ο συγγραφέας αντιστέκεται σθεναρά στη χρήση απλών προτάσεων ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι γνωρίζει τη δοκιμασία που υποβάλλει τον αναγνώστη του. Η χρήση απλών προτάσεων στη γραφή γεννά συχνά ένα συναίσθημα προσήνειας του κειμένου προς τον τρόπο σκέψης του αναγνώστη. Η χρήση δηλαδή καθομιλουμένης ανοίγει έναν πρώτο δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη, ακόμη και αν αυτός ο δίαυλος παραμένει στο επίπεδο φόρμας. Η δυσκολία στην ανάγνωση του Πύντσον συνίσταται στην εσκεμμένη αδιαφορία του για το γνωστικό και γνωσιακό οπλοστάσιο των αναγνωστών του. Είμαι βέβαιος ότι ο αναγνώστης θετικής κατεύθυνσης θα αναφωνήσει αυτό το «α χα!» της κατανόησης σε διαφορετικά σημεία από τον αναγνώστη της θεωρητικής, αλλά αυτό δεν φαίνεται να τον απασχολεί καθόλου. Πολλές φορές διαβάζουμε κείμενα που μας κάνουν να αισθανόμαστε άνετα γιατί μασκαρεύουν την ηλιθίοτητά μας. Η περίπτωση Πύντσον όμως είναι ξεχωριστή γιατί ενώ συναισθάνεσαι ουκ ολίγες φορές το έλλειμά σου απέναντι στις δεινές συγγραφικές του ικανότητες, παραμένεις κάτω από την επήρεια της γοητείας του. Και παραμένεις γιατί σου προσφέρει την πρόκληση και την ηδονή της κατανόησης. Πολλές, μα πάρα πολλές, σελίδες του βιβλίου ξεκλειδώνουν, με cognitive snaps, μετά από δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις. Η μαεστρία του είναι τέτοια που συχνά σε κάνει να νιώθεις ότι έχεις τετραγωνίσει τον κύκλο επειδή τελικά κατάλαβες ποιος πηδάει ποιον.

Ο Πύντσον λοιπόν δεν απεκδύεται μόνο την προσήνεια φόρμας, αλλά αφήνει πίσω του και την προσήνεια περιεχομένου. Και αυτό το πραγματοποιεί με έναν παράδοξο τρόπο. Το Ενάντια στη Μέρα αν το απογυμνώσεις από τα ψιμύθια του θα παρατηρήσεις ότι εξιστορεί μια κατ’ εξοχήν στερεοτυπική ιστορία εκδίκησης. Αυτό όμως που τελικά αντιμετωπίζει ο αναγνώστης μοιάζει περισσότερο με το ισοδύναμο σε γραφή κάποιου έργου του Έσερ, παρά με κείμενο. Το Ενάντια στη Μέρα είναι μια πολυεπίπεδη οπτική ψευδαίσθηση που καλείσαι όμως να την αποκωδικοποιήσεις και να την αντιληφθείς με το μάτι του νου. Αν δεν καταφέρεις να φτάσεις εκεί, είναι μόνο λογικό να πιστέψεις ότι έχεις πέσει θύμα κάποιας απάτης και να πετάξεις το βιβλίο στον τοίχο. Όσο λοιπόν εσύ προσπαθείς να διαβάσεις τη μια λέξη μετά την άλλη, ο Πύντσον θα σε πετάει έξω. Θα σου υπογραμμίζει ξανά και ξανά ότι έτσι δεν θα πας μακριά. Για να μπεις στο κείμενό του, θα πρέπει να σταθείς απ’ έξω. Θα πρέπει να κοιτάξεις τον κόσμο (του) από ψηλά, ίσως με τον τρόπο που τον κοιτάζουν κάποιοι από τους ήρωες του που περιδιαβαίνουν με το αερόπλοιό τους όχι μόνο τους ουρανούς αλλά ακόμη κι αυτό το ίδιο το χωροχρονικό συνεχές. Γιατί το Ενάντια στη Μέρα συνιστά μια μομφή απέναντι σε καθετί γραμμικό και εύλογο. Ας φέρω ένα παράδειγμα που σχετίζεται με μια βασική έννοια που διαχέεται μέσα στο βιβλίο, και τελικά και μέσα από το βιβλίο: το φως. Συναντάμε αμέτρητες αναφορές στο φως. Αναφορές που ξεκινούν με την υπόσταση του φωτός όπως θα την αντιμετώπιζε ένας φυσικός, αναφορές για το φως της ημέρας, αναφορές για το ηλεκτρικό φως της νύχτας, λογοπαίγνια με το φως, αναφορές για το φως που στέκεται ως πρωτόλεια και αξεπέραστη μεταφορά για την κατανόηση και την αντίληψη. Ο Πύντσον εκμεταλλεύεται τον δυισμό του φωτός—το ό,τι το φως συμπεριφέρεται άλλοτε σαν κύμα και άλλοτε σαν σωματίδιο—και οικοδομεί αναλογίες για τη διττή (και όχι μόνο) υπόσταση τόσο των πραγμάτων (φαινόμενα) όσο και των εννοιών (νοούμενα) που περιστοιχίζουν και απασχολούν τους ήρωές του. Μπορεί κάποιος να είναι ζωντανός και νεκρός; Μπορεί κάποιος να είναι άνδρας και γυναίκα; Μπορεί κάποιος να έχει αδικηθεί αλλά και να έχει δικαιωθεί; Αυτό το τελευταίο ειδικά, συνιστά εμμονή του Πύντσον. Οι αποσυνάγωγοι, τα ρεμάλια, και οι αδικημένοι είναι η μεγάλη αδυναμία του. Για τον Πύντσον, αν υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να σωθείς, πρέπει να έχεις βρεθεί σε μειονεκτική θέση, πρέπει να έχεις αδικηθεί. Απώτερος στόχος του, σε πολλές εκφάνσεις του έργου του, είναι η επίθεση στον νόμο της αποκλεισμένης μέσης (law of excluded middle). Ως αποτέλεσμα αυτής της επίθεσης, πολλές φορές, θα αναφωνήσεις από απορία γιατί κάποιες πράξεις των πρωταγωνιστών δεν θα βγάζουν νόημα. Πολλές φορές θα χτυπήσεις το κεφάλι σου πάνω στον τοίχο μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσεις ότι η λύση δεν ήταν άλλη από το να περάσεις τελικά μέσα από τον τοίχο. Το «σκέφτομαι έξω από τα κουτιά» (thinking outside the box) είναι για τον Πύντσον ψωμοτύρι. Σε κάθε ένστασή σου, σε κάθε ξίνισμά σου, σε κάθε σημείο που θα λυγίζει ή θα παρακάμπτει τους φυσικούς νόμους, ο Πύντσον, θα σου ψιθυρίζει ανάμεσα από τις γραμμές: «υπάρχουν περισσότερα πράγματα σε ουρανό και γη, (Οράτιε), από όσα έχει ονειρευτεί η φιλοσοφία σου». Μπορεί, για παράδειγμα, να είναι κάποιος παρών ταυτοχρόνως σε δυο σημεία; Ο Πύντσον θα χτίσει όλο το βιβλίο πάνω σε ένα τέτοιο αδιέξοδο. Όχι μόνο σχεδόν όλοι οι ήρωες του έχουν έναν δίδυμο, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι ακόμη και αυτοί οι δίδυμοι δεν ζουν σε περισσότερες από μια πραγματικότητες.

Το Ενάντια στη Μέρα είναι όμως και μια υπερπαραγωγή, ένα μπλοκμπάστερ αν θέλετε, φτιαγμένο από έναν μεγάλο auteur. Μηχανές για ταξίδι στον χρόνο, μεταχειρισμένες μηχανές για ταξίδι στον χρόνο, σιδηρόδρομοι, υπόγειοι σιδηρόδρομοι που ταξιδεύουν κάτω από την έρημο, μυθικές πόλεις, αερόπλοια, ταξίδια μέσα στην κοίλη γη, ταξίδια στον πυθαγόρειο Αντίχθωνα. Περιπλανήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες του τέλους του 19ου αιώνα, ταξίδια στην Ευρώπη των αρχών του 20ου., Ιταλία, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ανατολική Ρωμυλία, Αλβανία, ένα πέρασμα από τη Θεσσαλονίκη όπου άναυδοι βυθιζόμαστε στην ατμόσφαιρα του τεκέ «Μαύρη Γάτα» και ακούμε το «θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ‘πες», μια στάση στην Κέρκυρα για κοτόπουλο στιφάδο, γιαπράκια, και τσιγαρέλι (μέχρι και στην Ελλάδα με νίκησε ο μπαγάσας και αναγκάστηκα να γκουγκλάρω), ένα walkabout στη Σιβηρία όπου το πρωινό της 30ης Ιουνίου του 1908 ζούμε το Tunguska event και διαβάζουμε τις πυντσονικές εξηγήσεις του. Καμέο περάσματα εφευρετών και επιστημόνων όπως του Νίκολα Τέσλα και του Μπέρναρντ Ρίμαν, βόλτες με τον Φραντς Φέρντιναντ στο νυχτερινό Σικάγο, αναφορές στον Καρλ Μαρξ αλλά και στον Γκράουτσο Μαρξ, μέχρι και σκύλο που διαβάζει Χένρι Τζέιμς θα συναντήσουμε. Και φυσικά, όλα αυτά, σερβίρονται ενδεδυμένα στην πένα: υφολογικές εναλλαγές ή μάλλον βίαιες μεταπτώσεις ανάμεσα στο βικτωριανό μυθιστόρημα του Ντίκενς, του Λάβκραφτ, στο χαρντμπόιλντ νουάρ της δεκαετίας του ’50, στα έργα των εξερευνητών όπως του Στάνλει, στη λογοτεχνία του φανταστικού, στο παιδικό μυθιστόρημα. Και όλα αυτά, διανθισμένα με τις χαρακτηριστικές εμμονές του Πύντσον: χιούμορ και σεξ, τις περισσότερες φορές αναμεμιγμένα με τόση μαεστρία που δεν ξέρεις αν πρέπει να καυλώσεις ή να γελάσεις. Απόπειρες πεολειχίας με σκύλους (σελ. 666!) όπου προσφέρεται μια νέα, διασταλτική ερμηνεία τού lap dog, σεξ στα τέσσερα όπου θα πεις «σιγά τα ωά» μέχρι να δεις ότι τα τέσσερα δεν είναι άλλο από το Four Corners Monument, το σημείο όπου διασταυρώνονται η Αριζόνα, το Κολοράντο, το Νέο Μεξικό, και η Γιούτα, και το κάθε άκρο στήνεται σε διαφορετική πολιτεία. Το βιβλίο είναι μπλαζέ proof και θα ικανοποιήσει, αν το διαβάσει, και τον πιο δύσκολο αναγνώστη.

Αλλά τελικά σε τι αναφέρεται αυτό το Ενάντια στη Μέρα του τίτλου; Για κάποιον που έχει μπει στον κόπο να ασπαστεί το φως στις τόσες εκφάνσεις του φαίνεται κάπως παράδοξο να εναντιώνεται σε αυτό. Αλλά, και για να δέσω τη φράση του Λάκατος από την αρχή του κειμένου, η μέρα, το φως, για τον Πύντσον και τους ήρωές του δεν είναι παρά ο ίδιος ο Σατανάς (Lucifer). Γράφει στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου: «Lucifer, son of the morning, bearer of light…Prince of Evil», και εξηγεί ότι οι αστρονόμοι της αρχαιότητας περιέπλεξαν τα πράγματα ακόμη περισσότερο με το να ονομάσουν Lucifer τον πλανήτη Αφροδίτη, το τελευταίο ορατό αστέρι στον ουρανό της αυγής. Η εναντίωση στη μέρα λοιπόν είναι η εναντίωση στην καθημερινότητα, η εναντίωση στο επαναλαμβανόμενο, στη ρουτίνα, στην πεπατημένη, στο τετριμμένο, στο στερεότυπο, στο προκατασκευασμένο, αλλά είναι και η εναντίωση στη μέρα που θα φέρει την απομάγευση, είτε αυτή έρθει με τη μορφή της ημέρας που ξημερώνει τον θάνατο σε ατομικό επίπεδο, είτε της ημέρας που φέρνει τον μαζικό θάνατο. Σε όλο το βιβλίο ζούμε την αντίστροφη μέτρηση προς την έναρξη του Πρώτου Πολέμου. Μέσα από οράματα, φαντασιώσεις, φαντάσματα, όνειρα, αινιγματικές επισκέψεις από και προς το μέλλον, που εμφανίζονται σε τακτά διαστήματα βιώνουμε το ψυχανέμισμα, τη σκιά του Πολέμου που απλώνεται και βάζει οριστικό τέλος στα χρόνια της αθωότητας. Και μαζί με την επιστημονική και καπιταλιστική πρόοδο που επελαύνει έρχεται και η συνειδητοποίηση ότι η μέρα άγεται και υποφέρεται μόνο λόγω της προσμονής μιας αμφίβολης πια νύχτας. Και η νύχτα γίνεται αμφίβολη γιατί ακόμη και αυτή η δήθεν αθώα χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος για φωτισμό σηματοδοτεί την έναρξη της νυχτερινής βάρδιας, που για τον Πύντσον σημαίνει ένα και μόνο πράγμα: «sweat, misery, and early graves».