Συχνά ακούμε ένα ξένο τραγούδι και αγνοοούμε την προηγούμενη ζωή του και τη σημειολογική του φόρτιση (άρα και τι προσπαθεί να πετύχει ο καλλιτέχνης που το επανεκτελεί), επειδή δεν συμμετέχουμε στην καθημερινότητα και στην κουλτούρα της ξένης χώρας, όσο κι αν προσποιούμαστε. Τα τραγούδια πάντα γράφονται σε ένα συγκεκριμένο τόπο και ένα συγκεκριμένο χρόνο και τους σχολιάζουν με τον τρόπο τους. Αν καταφέρουν να πετύχουν μια κάποια διαχρονικότητα είναι άλλο θέμα, εντελώς.
Αφορμή γι αυτές τις σκέψεις ήταν μια έμμεση αναφορά στη φαντασία του καθενός μας ως ακροατή, αλλά και του μουσικού. Και η καλύτερη μουσική επίκληση στη φαντασία που θυμάμαι δεν είναι αυτή η πασίγνωστη γλυκερή του Τζον Λένον (1971), αλλά η γλυκειά των Τεμπτέισιονς (1971) που οι περισσότεροι τη γνωρίσαμε από τη διασκευή/επανεκτέλεση των λευκών-που-ήθελαν-να -είναι-μαύροι Ρόλινγκ Στόουνς (1978) που του αλλάξανε τα φώτα.
Ο Σερ Μιχαλάκης δεν μπορεί φυσικά (φυσικότατα!) να συναγωνιστεί φωνητικά τον μελίρρυτο Έντι Κέντρικς, τραγουδιστή των Τεμπτέισιονς. Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι μάλλον το δημοφιλέστερο του συγκροτήματος, αλλά αυτή ήταν η τελευταία εμφάνιση του Κέντρικς μαζί τους ― τους εγκατέλειψε πάραυτα και ακολούθησε σόλο καριέρα με περιορισμένη εμπορική επιτυχία (αν και εγώ θυμάμαι ένα σουξέ του από το 1973, που είχα βρει σε μια συλλογή που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα).
Θα με ρωτήσετε ίσως γιατί με αφορμή τη φαντασία σκέφτηκα τους Ρόλινγκ Στόουνς και το imagination, και όχι κάποιον άλλον καλλιτέχνη, ή έστω την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου που επίσης το 1971 έδωσε στον Απόστολο Καλδάρα τους στίχους για τη «Φαντασία». Χαίρομαι που μου κάνατε αυτή την ερώτηση. Πρώτον, η αναφορά ήταν στα αγγλικά, και δεύτερον, δεν μπορώ να αγνοήσω ο γεγονός ότι οι Στόουνς είχαν γράψει αυτούς τους στίχους στο πρώτο τους τραγούδι:
When I’m drivin’ in my car
And that man comes on the radio
And he’s tellin’ me more and more
About some useless information
Supposed to fire my imagination
Πάντα επίκαιροι.