Αφεντικό είδα σημάδια σήμερα
Τα σύννεφα μαλώνανε με το φεγγάρι
Οι γάτες γάβγιζαν και τις πηδούσανε κοκκόρια
Κλείστο το ρημάδι το μαγαζί
Σε μαξιλάρι τα λεφτά σου ράψε
Μη στείλεις την κυρά και τα παιδιά στην εξοχή
Ο Σκυλογιάννης είναι τώρα στο Σδραβίκι
Και θα κοντέψει όπου νά ναι Σαλονίκη
Αφεντικό, θα μας αφήσει με βρακί
«Όπως ο ναύτης στα ξάρτια» κατέβασα από την ατμόσφαιρα ένα ποίημα που είχα παντελώς ξεχάσει. Ανήκει στα «ποιήματα της Ρωμανίας», μεταξύ 1971-1973, μερικώς δημοσιευμένα σε ένα «Τραμ» του 1976. Αλλά παραδόξως το ανακάλεσα μαζί με την μελωδία του, όπως μου την έστειλε τότε, πάνε σαράντα χρόνια, μαζί με άλλα, ένας άγνωστος φίλος, σε κασέτα. Είναι θεατράλε και υπαινικτικό. Σε τρία, κλασικά μέρη: θεοσημείες, συστάσεις, εξήγηση. Ένα καλφόπουλο, ένας μπακαλόγατος, μαθαίνει κάτι και το λέει στον αφέντη του.Ο Σκυλογιάννης είναι βέβαια ο Καλογιάννης των Βουλγάρων που όντως θα απειλήσει τη Σαλονίκη και θα πεθάνει από συμφόρηση έξω από τα τείχη της. Το 1207. Το Σδραβίκι είναι ο Δραβήσκος, στο Στρυμόνα. Τρεις—τέσσερις μέρες δρόμος μακριά, με συντεταγμένο ασκέρι. Το αφεντικό προλαβαίνει.
Και πώς προέκυψε η επιστροφή των στίχων σούμπιτη, μετά από τόσα χρόνια, από την οδό Κριεζώτου της Σαλονίκης, στο Παγκράτι του άλλου αιώνα; Πού αποθηκεύτηκαν αυτές οι λέξεις και το μέλος, και τα ξαναβρήκα ζωντανά ξυπνώντας ένα πρωινό του Μαρτίου; Τι να σημαίνει «ξέχασα», όταν αμάσητα και άπαξ, ο ξεχασιάρης δέχεται αυτήν τη φλασιά; Αποκλείεται, λέω, με τόσους νευρώνες και διαβιβαστές πλημμυρισμένους από το παρόν και την αγωνία του αδήλου μέλλοντος. Άθρωπας είμαι, και όχι κουβαλητής αναστηλωμένων κυκλωμάτων.
Κατέληξα πως έχει (όπως πάντα) δίκιο ο Μπόρχες. Είτε από θάλασσες λέξεων, είτε από αέριες μάζες του ουρανού, οι λέξεις και οι νότες, σε μεγάλα, ανυπόφορα τσουβάλια, μεταφέρονται ερήμην του χρόνου σε αεροδιαδρόμους ή σκουριασμένες σωληνώσεις ύδρευσης και αν σώζεται στην καράφλα μια παρατημένη κεραία αναλογικής τηλεόρασης, κάτι τσιμπάει, κάπως βρέχεται και νομίζεις πως διαθέτεις τεράστια μνήμη και ωχ τι καλά. Ξενιστής και ενίοτε αμφιτρύων ειμι όλων των ήχων που υποτίθεται πως θυμάμαι. Σκατά θυμάμαι- τους νοιώθω και αναιτίως κατεβαίνουν ωσάν αρχείο, από το αλλού, στο εδώ. Αν τα είχαμε μέσα μας, τότε τα νεκροταφεία θα κελαηδούσαν, τα πεδία των μαχών θα ούρλιαζαν και οι συγγραφείς, μετά των ποιητών, θα συνωστίζονταν έξω από τις κατοικίες με τις ετοιμοθάνατες καρδιές, συλλέγοντας τις εκλάμψεις και τις εμπειρίες τους. Αλλ’ αυτό δεν συμβαίνει. Ένα βαταρίζον παραλήρημα σηκώνεται, βοηθούντος και του καιρού, μεταξύ των υδάτων και του ανέμου, κι όποιος είναι τυχερός, θυμάται και πορεύεται. Αλλά τα βροντώδη ηχεία (που το πάει ο Σταυράκης, πόσους ομήρους ανακαλύπτει ο Καμμένος και ποια Ναύτεξ κατεβάζουνε στον χάρτη οι διάδικοι) δεν αφήνει πολλά περιθώρια στην φαντασία, την μητέρα πασών των εμπειριών: είδα σημάδια σήμερα, τα σύννεφα μαλώνανε με το φεγγάρι, οι γάτες γάβγιζαν και τις πηδούσανε κοκκόρια.