Γραφή ή θάνατος
28-01-2018

Γεννήθηκα έτοιμος, οργανωμένος και προγραμματισμένος για να φοβάμαι. Το μέλλον μήτε το άγγιζα. Το παρόν μου ήταν τυπικό: σε κάθε ζόρι και αναποδιά, να σφίγγω τα δόντια, τρίζοντάς τα νυχτιάτικα, με ένα κεφάλι καζάνι από τον πόνο. Τα γεγονότα της ζωής τα εκλάμβανα ως καψόνια. Για την ακρίβεια, δεν φοβόμουν: παρέλυα. Εχθρικός γύρω κόσμος, εχθρικός κάτω κόσμος, κάπως παραπάνω ζεστός λόγω καζανιών της κόλασης. Έμαθα να γράφω και να διαβάζω πριν το νηπιαγωγείο. Ήλπιζα πως μαθαίνοντας καλά, σχολικά ελληνικά, θα άνοιγε ολίγο φως στην πηγάδα μου. Ήθος απέκτησα μέσα από τα «κλασσικά εικονογραφημένα».  Αλλά από τα σαράντα και εφεξής, έμαθα να κρατάω χαλαρό το σαγόνι και ανακάλυψα την εξ αυτού σιωπή. Δεν την αλλάζω με τίποτε.

 Καμία κατήχηση και διδαχή δεν περνούσε το δέρμα, εκτός από μία συντυχία στα δεκαοχτώ: άκουσα, καθυστερημένα, στην αυλή του Πέμπτου, τον θεολόγο μας τον Δόικο να διαβάζει Ιωάννη Χρυσόστομο.

 Ει τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα. Ει τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω. Ει τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλλέτω· και γαρ ουδέν ζημειούται. Ει τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδέν ενδοιάζων. Ει τις εις μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα· φιλότιμος γαρ ων ο Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον· αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης· […]Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα· συγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον· ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον άδην ο κατελθών εις τον άδην. Επίκρανεν αυτόν, γευσάμενον της σαρκός αυτού.

 Κατά το συνήθειο που ενασκούσα, μετέφρασα τις λέξεις αυτές σε κάτι ασελγές, άσεμνο και περιπαικτικό, ταυτόχρονα με  τρελή επιθυμία να ασκητέψω, να νηστέψω, να κόψω το κρέας, να εξαϋλωθώ εν αισχρότητι. Ο λιπόσαρκος μετέφηβος των εξήντα και τριών κιλών, μεταβλήθηκα σε παχύν βούβαλο που φλέρταρε με τα εκατό κιλά έως το καλοκαίρι. Ο δαίμων της ενδεκάτης ώρας, ήτοι ο Φερντινάν του Γκοντάρ, ήμουν εγώ.

 Εδώ και πολύν καιρό, χάνω την αίσθηση του Χρόνου και βυθίζομαι σε Νιρβάνα και Απάθεια, μόνον γράφοντας. Ό,τι μου καυλώσει. Ασελγώς, άσεμνα και περιπαικτικά. Δε μ’ αρέσει τίποτε, βαριέμαι τα πάντα, παίζω, εμπαίζω και περιπαίζω ασύστολα και γράφω ως ο ζων νεκρός της μνήμης μου.

 Όχι, δεν ήξερα και δεν ξέρω πώς να ζήσω. Αυτά, και είναι ήδη πάααρα πολλά.