Μάρτιν Τζόνσον Χιντ (19ος αι.), Άνθη μαγνόλιας γιγανθούς σε μπλε βελούδο.
Ασωτία εσωτερικού χώρου
19-06-2018

Αντί ν’ αναφωνήσει γεμάτος ντροπή «πόσο λίγο ξέρω τον τόπο μου» —εύχεται ισόποση άγνοια στους νεότερους. Αντί να αναλάβει την μέριμνα φωτισμού των νεοτέρων του, υποκλίνεται στην ανάγκη συσκότισής τους. Και συμβιβάζεται βιαστικά με το άτεχνο έως βαρβαρικό πρότυπο του αυτάρεσκου πενηντάχρονου σημερινού Έλληνα πολίτη, πολιτευτή της δεξιάς, έρμαιου απερίσκεπτης, μα σκόπιμης πατριδολατρίας και άμοιρου πατριδογνωσίας, που το χαρακτηριστικότερο αναγνωριστικό του αντίσημο  είναι η μουμιοποιημένη στειρότητα και μιζέρια του εσωτερικού του χώρου.  Και, φυσικά, αυτοακυρώνεται σαν συνειδητός πολιτικός. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σχολιαστής της απόπειρας να λιντσαριστεί ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης και της γενεαλογίας του θεσσαλονικιώτικου τραμπουκισμού. Εύλογα υποθέτει κανείς πως αγνοώντας καταστατικά την αξία της ιστορίας, αγνοεί και την αξία της βιβλιογραφίας ως εργαλειακής πραγματογνωσίας, ανθρώπων και πραγμάτων, όχι μόνο για τον επιστήμονα ιστορικό, αλλά και για τον μέσο πολίτη. Και για τα σχολειά που θα ποιμάνουν τον πολίτη αυτόν. Όμως η βιβλιογραφική μαρτυρία διαθέτει έναν συντριπτικό μηχανισμό αλήθειας και μια δαψίλεια ζωής που τίποτα δεν μπορεί να τα εκμηδενίσει. Ξεμυτίζει στο φως της μη «εξηντλημένης στήλης» της όλη η πλούσια ιδιομορφία του δύσβατου, μα όχι άπορου, δρόμου μέσα στον χρόνο και τον τόπο που καλούμαστε να ζήσουμε και να διαβούμε. Δεν πρόκειται να παραθέσω την βιβλιογραφία της υπόθεσης Λαμπράκη. Είναι προσιτή στον καλοπροαίρετο, μη κυνικό, ερευνητικό αναγνώστη περισσότερο από κάθε άλλη φορά—υπήρξε άλλωστε εξαρχής η «υπόθεση Γρηγόρη Λαμπράκη»  περίλαμπρη εξαίρεση στην, ειδησεογραφική, «κάλυψη» υπόθεσης από δημοσιογράφους, που συνήθως, και όλο και περισσότερο, «καλύπτουν» χωρίς να «ανακαλύπτουν» και να «αποκαλύπτουν»· η τελευταία αυτή λογοπαικτική επισήμανση ανήκει στον Σπύρο Ασδραχά. Αναφέρεται στον δημοσιογράφο της «Αυγής» Γιάννη Βούλτεψη (μέλος μαζί με τους Γιώργο Ρωμαίο και Γιώργο Μπέρτσο, του δημοσιογραφικού τρίκυκλου που έφερε στο φως τον παρακρατικό υπόνομο της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, και συγγραφέα της εμπεριστατωμένης, δίτομης «Υπόθεσης Λαμπράκη», Αλκυών, Αθήνα 1988), ο Ασδραχάς, μιλώντας  στην Αθήνα, το 2009, σε τιμητική  εκδήλωση για τον δικαστή Παύλο Δελαπόρτα, τον εισαγγελέα στη δίκη Λαμπράκη.

Ο Ασδραχάς σε αυτό το εντελώς περιεκτικό και ριζοτόμο στα όρια του ποιητικού, κείμενο ομιλίας του,  τιτλοφορημένο «Παύλος Γ. Δελαπόρτας (Ληξούρι 1905-Αθήνα 1980): ευφυής και δίκαιος» (δημοσιεύτηκε στο τχ. 5, Ιούνιος-Ιούλιος 2009, του λευκαδίτικου περιοδικού «Προκυμαία» που διέκοψε την κυκλοφορία του, κατόπιν στην «Αυγή» και βρίσκεται τώρα μόνο στο διαδίκτυο:  https://www.kefalonitikanea.gr/2013/10/1905-1980.html) μνημονεύει τη «συγγραφική μαρτυρία» του Παύλου Δελαπόρτα, δηλαδή τα δυο βιβλία του «Το σημειωματάριο ενός Πιλάτου» (Θεμέλιο, Αθήνα 1978) και το «Λιθάρι του Σισύφου» (Θεμέλιο, Αθήνα 1981), εξαντλημένα και τα δυο από καιρό: «[…] είναι για τον συγγραφέα τους καταθέσεις για την ιστορία κατά πρώτιστο λόγο, αλλά και δοκιμές γραφής· γι’ αυτές τις τελευταίες εξέφερε μόνο ένα λόγο υπαινικτικό. […] Στα βιβλία αυτά, μέσω της αναφοράς σε συγκεκριμένα παραδείγματα, τεκμηριώνεται το νομικό ήθος και η δικαιική συνείδηση του συγγραφέα τους: είναι μια διανοητική και συγχρόνως πραγματολογική αυτοβιογραφία, που επέχει θέση ιστορικής πηγής για τη μεταπολεμική Ελλάδα: εικονογραφούν πριν απ’ όλα μια διχοτομία, όπως εξειδικεύεται στο πεδίο της πρακτικής εφαρμογής του δικαίου, μια εφαρμογή χρησιμοθηρική που αναιρεί το ίδιο το δίκαιο, και μια εφαρμογή ανταποκρινόμενη στη λογική του δικαίου και συνακόλουθα στη λογική που υπαγορεύεται από την ανάγκη της διατήρησης των κοινωνικών συνοχών, που δεν είναι άλλες από τις συνοχές του δημοκρατικού πολιτεύματος».

Έχω μπροστά μου στο τραπέζι τα δυο βιβλία και μολονότι τα διάβασα, εξακολουθώ να τα κοιτάζω βουλιμικά με εκείνη την αχόρταγη όρεξη που επιστρέφει κανείς μνημονικά σε ανεξάντλητες περασμένες στιγμές της ζωής του—ο χρόνος τους τυπικά έληξε, μα ένας άλλος μυστήριος χωροχρόνος που τους ανήκει ολοκληρωτικά παραμένει σε ετοιμότητα, εξακολουθεί να εκτυλίσσεται ως βιωμένη εμπειρία που συντονίζεται, κυριολεκτικά, με το παρόν. Τα αναζήτησα σε παλαιοβιβλιοπωλεία γιατί δυστυχώς δεν ανήκα στους «περισσότερους  που τα είχαν διαβάσει», όπως γράφει  ο Ασδραχάς, για να ευχηθεί στη συνέχεια να τα διαβάσουν και οι νεότεροι. Και από μια άποψη δεν λυπάμαι γι’ αυτήν την αναγνωστική χρονική υστέρηση—καλύτερα να έρχεται κάτι την ώρα που είναι εξασφαλισμένη η ώριμη υποδοχή του. Τα κοιτάζω λοιπόν και πρώτα απ’ όλα τα θαυμάζω σαν δυο  αντικείμενα που ο τυπογραφικός σχεδιασμός τους (1978 και 1981—άρα, λίγο πολύ, μιλάμε ακόμα για τυπογραφία), αγωνιστικά συνεπής ασκητικός αισθητικός μοντερνισμός, κάνει μία και  μοναδική υποχώρηση στην  εικόνα: ένα ασπρόμαυρο αποκαλυπτικό φωτογραφικό πορτρέτο του συγγραφέα  ανά τόμο, ωραία τυπωμένο βοηθούμενο από διαφορετικό λείο και γυαλιστερό χαρτί μα διόλου εκτός κειμένου: στον πρώτο τόμο, ο Δελαπόρτας επί το έργον, στην εισαγγελική έδρα  του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης κατά την «δίκη φόνου Λαμπράκη—φθινόπωρο 1966», σκυφτός, βυθισμένος στο δάσος των χαρτιών που κρατάει στο αριστερό του χέρι, προσπαθεί μέσα από τον μεγεθυντικό φακό που κρατάει στο δεξί να ανασύρει από το σκότος της λασποβριθούς μαρτυρίας τα τερατώδη αναμφισβήτητα γεγονότα. Στο κάτω λευκό περιθώριο της σελίδας, διαγώνια, η υπογραφή του: γραφική σύνοψη μιας προσωπικότητας με σπάνια προσήλωση επιδιώξεων και ταυτόχρονα γοητευτικά παλιομοδίτικη παραπομπή σε αλλοτινές αυτόγραφες αφιερώσεις. Το σύνολο στέργει την ποίηση χάριν της μαρτυρίας. Στον άλλο τόμο, «Το λιθάρι του Σισύφου», πάλι στην αρχή, πάλι σε διαφορετικό, κατάλληλο χαρτί, το δεύτερο φωτογραφικό πορτρέτο, τραβηγμένο με όλους τους συμβατικούς κανόνες του επαγγελματία φωτογράφου στα τέλη της δεκαετίας του 1970, και πάλι υπογεγραμμένο στο κάτω περιθώριο (επί τούτο: η υπογραφή δεν αναπαράχτηκε από την προηγούμενη, έχει τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά, αλλά έχει απαλλαχτεί από τον νευρικό δυναμισμό, ηρεμεί κατασταλαγμένη): το πυκνό δράμα του  τρίγωνου ματιών-μύτης-στόματος περιορίζεται από τον ήρεμο ορίζοντα του  ανέφελου μετώπου ως για να επιβεβαιώσει την συστατική της συγγραφής εισαγωγή στο αυτί του οπισθόφυλλου του πρώτου τόμου:

«…Με αυτά τα ψυχικά μου σουσούμια, αναγνώριζα και αναγνωρίζω σε όλους τους ανθρώπους και σε δεξιούς και σε αριστερούς και στους εγκληματίες και στην ταπεινότερη ανθρώπινη ύπαρξη και στο αθλιέστερο ανθρώπινο εξουθένωμα, πως τους χρωστώ και πρέπει να τους πληρώνω το βασικό, το «πάγιο» τέλος, καθώς το λένε στον ΟΤΕ και στη ΔΕΗ και το βάνουν στους λογαριασμούς που στέλνουν, έστω κι αν δεν κάμει ο πελάτης κανένα τηλεφώνημα ή δεν κάψει ηλεκτρικό ρεύμα.

Το «πάγιο» εδώ είναι η πληρωμή δικαιωμάτων σεβασμού προς την ίδια την ανθρώπινη φύση, στο να της συμπεριφερθώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ανθρωπινότερα και φιλάλληλα. Μετά το «πάγιο» κι από κει κι απάνω, μπορείς να τιμήσεις τον κάθε άνθρωπο σε αγάπη, σε υπόληψη σε ό, τι άλλο ανάλογα με την προσωπική του αξία. Αλλά το «πάγιο» δεν θα το στερήσεις από κανέναν».

Και τα δυο βιβλία υιοθετούν, με πρωτοποριακό αποτέλεσμα, λευκά χαρτονένια εξώφυλλα, με αρκετά ευρύχωρα αυτιά, φροντισμένα, όπως δηλώνεται στο οπισθόφυλλο, από τον Γιώργο Βακιρτζή, που είχε την ιδιοφυή επίνοια να τα κοσμήσει  στο κέντρο με ένα καλογραμμένο οριζόντιο ηλιακό ρολόι, σχεδιασμένο με τον ωραίο δραστικό εξπρεσιονισμό που εμψυχώνει και την  τελευταία πινελιά  του Βακιρτζή, πάνω στο πρότυπο του ρολογιού του Εθνικού Κήπου της Αθήνας: οι πλούσιοι συμβολισμοί του αστρονομικού γνώμονα  που μετράει ενώ μετριέται με τον ήλιο της δικαιοσύνης είναι αποστομωτικοί.  Ο τίτλος «Το σημειωματάριο ενός πιλάτου», με σκούρα μαβιά, άτεχνα, «γράμματα γραφομηχανής» με «μουστάκια» (=ασταθή περιγράμματα), και το πι του «πιλάτου» πεζό και χωρίς αρχικό κεφαλαίο (ωστόσο πολυτονικός) προσθέτουν ένα ξάφνιασμα , μια δημοσιογραφική σπιρτάδα του είδους που κάνει μοναδικές τις κινηματογραφικές γιγαντοαφίσες του Βακιρτζή—υπόσχονται να αρτύσουν  με ασφαλές  θρίλερ, σισπάνς και αμεσότητα την αναγνωστική ρέμβη. Στο «Λιθάρι του Σισύφου» η βασική σύνθεση του εξώφυλλου επαναλαμβάνεται με συνέπεια, με αλλαγή των πεζών του τίτλου σε εξίσου «ασταθή» και «μυστακοφόρα» κεφαλαία, ανοιχτοπράσινα αυτή τη φορά, με ανοιχτοπράσινο φόντο στο ηλιακό ρολόι, για να ταιριάξει.  Στο εσωτερικό αυτί του εξωφύλλου, και στα δυο βιβλία, τυπωμένο σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα, και είναι κρίμα που από το 1978 του «πιλάτου» μέχρι το 1981 του «Σισύφου», ο εκδοτικός επιμελητής θεώρησε πως επιβάλλεται φραστικός και εκφραστικός «εκσυγχρονισμός» και «συμμάζεμα»  και έκανε κάποιες «εύλογες» αλλαγές (δεν θα τις πω διορθώσεις) που αφαιρούν ζωντάνια, προσωπικό ύφος, ακριβολογία, αυθορμησία και εν τέλει ιστορικότητα από το κείμενο. Έγραφε στο πρώτο αυτοβιογραφικό ο Δελαπόρτας: «Μετά τη θητεία μου στο ναυτικό, έκαμα ένα φεγγάρι δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας». Αλλάζει ο επιμελητής στο αυτοβιογραφικό του «Σισύφου»: «Μετά τη θητεία μου στο Ναυτικό, δικηγόρησα ένα σύντομο διάστημα στο Πρωτοδικείο Κεφαλλονιάς». Θα παραθέσω το πρώτο χρονικά αυτοβιογραφικό από τον «πιλάτο», γιατί είναι αναντικατάστατο πορτρέτο του συγγραφέα:

«Ήρθα στον κόσμο πριν 73 χρόνια, το Γενάρη του 1905, στο μικρό χωριό Κουβαλάτα, περιοχής Ληξουριού της Κεφαλλονιάς, από το γάμο του Γιώργη Δελαπόρτα, δασκάλου στο ίδιο χωριό, απ’ όπου ήταν η καταγωγή του, και της Κατερίνης Α. Γρηγοράτου από το χωριουδάκι Λουκάτα της Πυλάρου της Κεφαλλονιάς. Δημοτικό Σχολείο και Σχολαρχείο (αντίστοιχο με τις δυο πρώτες γυμνασιακές τάξεις), πέρασα στο πλησίον χωριό Αγία Θέκλη. Γυμνάσιο φοίτησα και τελείωσα στο Ληξούρι και το 1921-1925 σπούδασα και τελείωσα τη Νομική Σχολή στην Αθήνα. Μετά τη θητεία μου στο ναυτικό, έκαμα ένα φεγγάρι δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Από το Φλεβάρη του 1931 μπήκα στον δικαστικό κλάδο  που ήταν η μεγάλη μου έλξη. Στην αρχή Γραμματέας Ειρηνοδικείου Ζίτσης, ύστερα Ειρηνοδίκης Παπάδου, συνέχεια κατόπιν εξετάσεων από το 1938 Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών, Εισαγγελεύς Πρωτοδικών σε διάφορα μέρη και τέλος Αντεισαγγελεύς Εφετών στη Θεσσαλονίκη (1961-1968) όταν η χούντα με απόλυσε στον μεγάλο δικαστικό διωγμό. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, με επανέφερε η υπηρεσία και με προβίβασε στο βαθμό του Επίτιμου Εισαγγελέα Εφετών, συνταξιούχο πλέον λόγω ορίου ηλικίας.  Είμαι παντρεμένος με δυο παιδιά, αγόρι, κορίτσι, επιστήμονες τώρα και ζω στην Αθήνα».

Και τα δυο βιβλία είναι αφιερωμένα: το πρώτο «Στους Άγιους Ίσκιους / των γονέων μου / ΓΙΩΡΓΗ και ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ / Δελαπόρτα / ΙΕΡΟΝ». Το δεύτερο: «Αφιερώνεται / στα παιδιά μου / ΓΙΩΡΓΗ και ΚΑΤΕΡΙΝΗ». Πλαγία παραπομπή γίνεται εδώ στην πολύπτυχη παρατήρηση του Ασδραχά πως «[…] θα ήθελα να επισημάνω το παραδοσιακό ήθος που έχει σημαδέψει τον ψυχισμό του συγγραφέα [ενν. του Δελαπόρτα] και πρωτίστως του δικαστικού λειτουργού: πρόκειται για την πρόσληψη της οικογένειας, για το ήθος των γεννητόρων, καλοσύνη και θυσία, και η μια και η άλλη υποκείμενες σε μια πειθαρχία που από οικογενειακή είναι δυνατολογικώς και κοινωνική. Θα έλεγα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια υπερχρονική συνάντηση με τον Ανδρέα Λασκαράτο». Αναλόγως συντονισμένα, και τα δυο βιβλία διαδηλώνουν με μια κλασική γνωμικήν επίστεψη το  αλάθητο σήμα των πηγών τους: στο «Σημειωματάριο ενός πιλάτου» αναγράφεται ως μότο: «Τα πάντα ειπείν / και μηδέν απολιπείν» (Ωριγένης)». Και στον «Σίσυφο»: «Εκ καρπού δικαιοσύνης / φύεται δένδρον Ζωής» (Σοφός Σολομών Παροιμ. 11-30)».

Τόσο ο «πιλάτος» όσο και ο «Σίσυφος» σπονδυλώνονται σε πολλά λιγοσέλιδα κεφάλαια (51 και 265 σελίδες, 26 και 180 σελίδες αντίστοιχα)  με έναν σύντομο πρόλογο που εισάγει εναρκτήρια στα αίτια και στο χαρακτήρα καθενός—ο «πιλάτος» θα είναι μια επιστημονική αυτοβιογραφία, ο «Σίσυφος», ένα είδος δικαστικών αναμνήσεων χωρίς όμως και το παραμικρό ίχνος άνευρης αυταρέσκειας ή υποχώρησης στην ανιαρή γραφικότητα.  Αντιγράφω από τον Πρόλογο του «πιλάτου»:

«Κατάφερε όμως και νίκησε όλους αυτούς τους δισταγμούς και τους φόβους [ενν. για τη συγγραφή και έκδοση του βιβλίου], μόνο η σκέψη πως υπάρχει και μια άλλη επιτακτική υποχρέωση απέναντι στην ιστορία, που πρέπει να εκπληρωθεί. Και μια που όλο το βιβλίο περιέχει ιστορικό υλικό, αποφάσισα εισακούοντας και τις συστάσεις των φίλων, να το εκδώσω, σαν εισφορά στη μικρή ιστορία που είναι πάντα η τροφός και της μεγάλης ιστορίας. […] Η αφήγηση σε μικρά κεφάλαια αρχίζει με ένα επεισοδιάκι της μικρής μου ηλικίας, με βιογραφικές πληροφορίες και εξομολογήσεις, με επεξήγηση γιατί προτίμησα τον τίτλο που έχει το βιβλίο και προπορεύεται με τη διαδρομή της σχεδόν 40χρονης δικαστικής μου υπηρεσίας (1931-1968), αντίστοιχα με τους βαθμούς που υπηρέτησα τη Δικαιοσύνη, σαν γραμματεύς ειρηνοδικείου, ειρηνοδίκης και εισαγγελικός λειτουργός. […] Το κύριο σώμα των αφηγήσεων, που ανάγεται στην περίοδο της εχθρικής κατοχής (1941-1944) και στην πρώτη μεταπελευθερωτική δεκαετία (1945-1955), το αποτελούν αποκλειστικά προσωπικές μου εντυπώσεις από διάφορες δικαστικές υποθέσεις, που έλαβα ο ίδιος μέρος, ως Εισαγγελεύς, και από προσωπική αντίληψη της κατάστασης που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια στη Δικαιοσύνη και στη Διοίκηση, σε συνδυασμό με την κόλαση της δράσης του παρακράτους. […] Συνεκτικός ιστός σε όλες τις αφηγήσεις (με τις τιμητικές και φωτεινές εξαιρέσεις) είναι μια εκτροπή της Δικαιοσύνης που σημειώθηκε συχνά από την απόλυτα ευθεία γραμμή που οφείλει πάντα να ακολουθεί, με συνέπεια τη μερική ή ολική απώλεια κάθε αμεροληψίας και αντικειμενικότητας εις βάρος των αριστερών κατηγορουμένων και εις όφελος των δοσιλόγων που μετουσιώθηκαν αιφνιδίως σε εθνικόφρονες.  Με την ευμενή στάση της απέναντι στους εξτρεμιστές της δεξιάς και τους δοσίλογους, ενθάρρυνε την ανάπτυξη της δράσης του παρακράτους».

Μέσα στο πλαίσιο αυτό έρχεται να σχολιάσει ο Ασδραχάς: «Με τον Παύλο Δελαπόρτα δεν είχα την τύχη να γνωριστώ προσωπικά. Τον αισθάνομαι για ένα πολύ οικείο μου πρόσωπο, κι αυτό όχι γιατί έχω γνωρίσει την απογονή του ούτε γιατί οι εφτανησιώτικες ρίζες μας με κάνουν να φαντάζομαι ότι ανήκουμε σε ένα πολιτισμικό σύνολο απόλυτα καταφατικό στην εξιδανίκευσή του: πρόκειται για κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο, για τη συνείδηση δηλαδή ότι ο νόμος και οι τεχνικές του μπορεί να συνυπάρξουν και, ακόμη περισσότερο, να ταυτίζονται με το δίκαιο, με την ανάγκη απονομής δικαιοσύνης». Συμβάλλοντας με την κατάθεσή του «στην κατανόηση της προσωπικότητας του Δελαπόρτα με έναν άλλον τρόπο, γιατί αποτελεί [η κατάθεση αυτή] μια απειροελάχιστη συμβολή στη συγχρονική πρόσληψη της προσωπικότητας αυτής, συγχρονική και συνάμα συλλογική» καθώς αντανακλά και την αντίληψη άλλων, «φυλακισμένων, υπερασπιστών, συγγενών φίλων και ομοϊδεατών».

Διερευνώντας  την νομική, δικαστική, ηθική, πολιτική προσωπικότητα του Παύλου Δελαπόρτα, όπως εικονογραφείται στην συγγραφική του κατάθεση για την δικαστική και νομική του πρακτική, ο Ασδραχάς καταγράφει «ένα δικαιικό ήθος»  που αναδεικνύει τον αντεισαγγελέα εφετών της δίκης Λαμπράκη σε «εκπρόσωπο του νομικού ανθρωπισμού»:

«Το μάθημα ήταν απλό, και ίσως απλουστευτικό: οι νόμοι υπόκεινται σε χρησιμοποίηση και μπορούν να γίνουν εργαλεία απόδοσης δικαιοσύνης ή θεσμοθέτησης της αδικίας. Για μας τους αριστερούς, η νομοτεχνική πρακτική που τότε εφαρμοζόταν συνηγορούσε υπέρ της δεύτερης εκδοχής. Οι άνθρωποι της αντίπερα όχθης διατείνονταν ότι, σε τελευταία ανάλυση, η χειραγώγηση των νόμων εξυπηρετούσε ένα μείζον, τότε, αγαθό, την εξουθένωση του κομμουνισμού, χωρίς ωστόσο να ομολογούν ότι η χειραγώγηση αυτή συνεπαγόταν την ανατροπή ενός συστήματος αξιών που υποτίθεται ήταν γενικώς αποδεκτό. Για τους αριστερούς, η συνείδηση του δικαίου που υπαγόρευε τη δικαστική συμπεριφορά του Παύλου Δελαπόρτα ήταν εξ αντιθέτου απόδειξη ότι η απονομή δικαιοσύνης ήταν εν ταυτώ χρησιμοθηρική και ταξική. Απομένει να κατανοήσουμε τι ο ίδιος ο Παύλος Δελαπόρτας νόμιζε για όλα αυτά: μας έχει αφήσει την κατάθεσή του σε δυο επίπεδα, εκείνο της δικαστικής πράξης και εκείνο της ψύχραιμης αλλά βαθιάς εξομολόγησης. Και οι δύο έχουν ως επίκεντρο μια στοιχειώδη και αμετάτρεπτη αρχή του δικαίου, ότι δηλαδή πρέπει να ελέγχεται η αντικειμενικότητα του κατηγορητηρίου. Καθώς οι άνθρωποι που σύρονταν στα δικαστήρια ήταν αριστεροί και κομμουνιστές, όσοι ενσυνειδήτως χρησιμοποιούσαν τον νόμο όχι αποκλειστικώς για να καταδικάσουν εγκλήματα, αλλά για να εξουδετερώσουν κατά κύριο λόγο τους φορείς μιας ιδεολογίας, κατηγόρησαν τον Δελαπόρτα ότι ήταν κομμουνιστής ή συνοδοιπόρος, και ότι αυτή του η ιδιότητα υπαγόρευε τη δικαστική του πρακτική. Αυτός ο ίδιος το θεώρησε ως συκοφαντία. Η ένσταση και η διαμαρτυρία του θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένσταση και διαμαρτυρία για τον χαρακτηρισμό του ως κομμουνιστή και συνοδοιπόρου. Δεν νομίζω ότι μπορεί να ευσταθεί αυτή η επιφανειακή ερμηνεία,  αντιθέτως νομίζω (δηλαδή είμαι βέβαιος) ότι για τον Παύλο Δελαπόρτα η συκοφαντία συνίστατο στο ότι απέδιδαν τη δικαστική του πρακτική στις ιδεολογικές του προτιμήσεις, και όχι στην τήρηση του νόμου όπως την επιβάλλει η συνείδηση του δικαίου».

Ένα τελευταίο παράθεμα από τον Ασδραχά, δεξιοτεχνική κόντα  στην διεισδυτική του ανίχνευση, εποπτεία και περιγραφική δεινότητα της ιστορικής επιφάνειας ετεροτήτων που επιβεβαιώνουν έναν ανυποψίαστο έως ότου τον αναδείξει η δική του ματιά, πλούτο, κάποτε ακόμα και με μιαν ευρηματική ποιητική γοητεία, συγκλίσεων:

«[…] η ανθρωπολογική ματιά του συγγραφέα [του Δελαπόρτα] δεν συνοψίζεται  μόνο στα παρατηρήματα που θα έκανε ένας ανθρωπολόγος επισημαίνοντας, για παράδειγμα, τα λείψανα του μητρικού δικαίου στη Λέσβο, ούτε στην ψυχολογία των κρατουμένων στις φυλακές. Θα επεσήμαινα την πολιτισμική ετερότητα που αναδύεται από τις αφηγήσεις του, μια ετερότητα που, στη θετική της εκδοχή, αναδεικνύεται στο πεδίο των ηττημένων, δηλαδή των ανθρώπων της Αριστεράς· μια ετερότητα επίσης με γεωγραφική συνδήλωση, με ιδανικό δείγμα τη Ζάκυνθο, τον αντίποδα του Γυθείου. Η ανάδυση αυτής της ετερότητας συνοδεύεται από ψυχογραφικού ενδιαφέροντος εκφραστικές απελευθερώσεις—είναι οι μυρουδιές της Ζακύνθου και τα χρώματά της που αποτελούν το πάρισο του πολιτικού και ανθρωπιστικού της ήθους».

Δεν θα μπορούσα να επιθυμήσω πιο ταιριαστό σκηνικό, που να προσφέρεται περισσότερο στην στοχαστική αναπόληση αυτών των δυο συγκλονιστικών βιβλίων και των πλούσιων αντανακλάσεών τους στην παντεπόπτρια  ιστορική σκέψη του Ασδραχά: ένα ξαφνικό επεισόδιο σκοτεινής κακοκαιρίας με πολεμόχαρα αστραπόβροντα μια ανάσα από το φωτεινότερο σημείο του καλοκαιριού,  σαν για να απελευθερώσει τον δυναμισμό και τη συμπληρωματικότητα των ανατροπών κάθε είδους, συνάρπασε μαζί με τους ρύπους των πεζοδρομίων και την μπόχα της απερίγραπτης μακεδονοφρένειας που μετέτρεψε την Πλατεία Συντάγματος, σήμερα Σάββατο 16 Ιουνίου, 114η επέτειο της Μέρας του Μπλουμ, σε εθνικόφρονα καμπινέ. Λέω να κλείσω κάπως ανάλαφρα αυτήν την αναφορά σε δυο αξιοσύστατα βιβλία που είναι κρίμα κι άδικο να μην κυκλοφορούν, όχι με κάποιο από τα κομμουνιστοφαγικά συμβάντα κατά τη θητεία του Δελαπόρτα-Εισαγγελέα Πρωτοδικών Γυθείου («…θυμήθηκα τις καθεβραδινές προφητείες του νεαρού εκείνου, που έλεγε στο πέρασμά μου: “όλα τα κουκουέδια θα πεθάνουνε”» κτλ.κτλ.) αλλά με μια κατσίκα και μια μανόλια – δυο αποσπάσματα από το “Λιθάρι του Σισύφου” που δίνουν και μιαν  ιδέα του αφηγηματικού χαρίσματος του Δελαπόρτα που κάποτε επιβάλλεται σαν πρώτης τάξεως—κατασυκοφαντημένη, η καημένη, αλλά δε βαριέσαι—λογοτεχνία.

 

«Η “τιμή”  της ελληνίδας…κατσίκας»

Εκεί στις πυκνές καταπράσινες και όμορφες αμπελοφυτείες έξω από την Πάτρα μια πολύ ζεστή μέρα του Ιουλίου του 1939, κάθονταν στον ίσκιο ενός δέντρου ο νοικοκύρης του αμπελιού με δυο τρεις γειτόνους και ο αγροφύλακας της περιφέρειας που σταμάτησε για λίγο την περιοδεία του, για να καπνίσει ένα τσιγάρο με την παρέα αυτή.

Η ζέστη ήταν αφόρητη, δεν φυσούσε καθόλου και με την απόλυτη άπνοια και το αμπέλι και τα δέντρα ήταν σε πλήρη ακινησία. Σε μια στιγμή σε ένα σημείο του αμπελιού, εκεί που τα γύρω και όλη η φύση ήταν ακίνητα, είδαν οι παραπάνω τα κλήματα μιας συστάδας του αμπελιού να ταράζονται και να κουνιόνται γρήγορα. Κατάλαβαν πως κάτι έκτακτο έπρεπε να συμβαίνει  κι έτρεξαν όλοι με τον αγροφύλακα μπροστά προς το σημείο εκείνο.

Όταν φτάσανε εκεί είδαν πως την αναταραχή και τον σάλαγο των κλαδιών του αμπελιού την προκαλούσαν οι βίαιες κινήσεις ενός νέου 18-20 χρονών, που ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα επάνω σε μια γίδα και κτηνοβατούσε επάνω της. Αντίθετα από τη συνήθεια των κτηνοβατών, που όταν εκδηλώνουν τη διαστροφή τους, παίρνουν την ίδια στάση που παίρνει το αρσενικό ζώο, όταν επιβαίνει του θηλυκού, ο νέος εκείνος είχε ρίξει στο έδαφος την κατσίκα ανάσκελα σε γυναικολογική στάση, την αγκάλιασε και έτσι προσπαθούσε να ικανοποιήσει την ακολασία του (ο σοφός ακαδημαϊκός μακαρίτης Ανδρέας Ξυγγόπουλος, που του ανάφερα αυτή την ιστορία μου είπε πως δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα να δίνει ο κτηνοβάτης γυναικολογική στάση στο ζώο που κτηνοβατεί. Στο Μουσείο της Νεαπόλεως και στον τρίτο όροφο υπάρχει αίθουσα που λέγεται Cabinetto secreto, που εκεί φυλάσσονται αγάλματα, συμπλέγματα κτλ. με άσεμνες αναπαραστάσεις. Εκεί υπάρχει και το είδε ο μακαρίτης Ξυγγόπουλος ορειχάλκινο σύμπλεγμα ανθρώπου που κτηνοβατεί με κατσίκα και την έχει αγκαλιά ύπτια σε γυναικολογική στάση. Ακριβώς όπως ο νεαρός κτηνοβάτης αυτής της ιστορίας). Μόλις πήγαν εκεί οι άνθρωποι και τους αντιλήφθηκε ο νέος, σηκώθηκε και παράτησε τη γίδα, έκοψε μερικά φασουλόφυλλα από κάτι φασουλιές που φύτρωναν εκεί και προσπάθησε να σκουπίσει από πάνω του τις δικές του ακαθαρσίες και τις ακαθαρσίες της γίδας που είχε συμπαρασύρει, κι έφυγε τρέχοντας και καταντροπιασμένος, χωρίς να βγάλει μιλιά.

Η κακομοίρα η γίδα, δεν μπορώ βέβαια να την πω ξεδιάντροπη, αλλά δεν έδειξε και κανένα σημείο ταραχής ή ντροπής, παρά μόνο ανακούφισης που λευτερώθηκε από το βάρος του κτηνοβάτη που είχε επάνω της κι αμέσως με το ανέκφραστο βλέμμα της επιδόθηκε να μασουλάει αμπελόφυλλα που είναι ο προσφιλής της μεζές.

Ο νέος ήταν γνωστός, και ανάφερε την πράξη του ο αγροφύλακας στον Αστυνόμο, που εσχημάτισε αμέσως δικογραφία, γνωστός ήταν και ο νοικοκύρης της γίδας και του την αποδώσανε.

Ήρθε και η μέρα της δίκης εναντίον του νέου με την κατηγορία της κτηνοβασίας στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Πάτρας. Αρχίζοντας η δίκη συνέβη το πιο πρωτοφανές και απρόοπτο στα δικαστικά χρονικά. Ο κύριος της κατσίκας επαρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με δικηγόρο που εδήλωσε πως παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων και για αποζημίωση 1000 δραχμών, όση η αξία της γίδας και για …ψυχική οδύνη! Ο Πρόεδρος του δικαστηρίου απορημένος ζήτησε διασαφήσεις:

—Γιατί η αποζημίωση;

—Γιατί τη σκότωσα τη γίδα κύριε Πρόεδρε. Την γκρέμισα από ένα βράχο. Τι, έπρεπε να την αφήσω ζωντανή αφού μου ατίμασε το σπίτι μου!

Δεν επρόκειτο πως η περί οικογενειακής τιμής αντίληψη του νοικοκύρη της γίδας έπαιρνε προέκταση μέχρι και τα κατοικίδια ζώα του σπιτιού, αλλά το επίσης σπουδαίο ήταν πως απέδιδε και…υπευθυνότητα στη γίδα. Του φαινόταν πως η κατσίκα υπέστη την κτηνοβασία με τη συγκατάθεσή της, σάμπως να είχε κάμει σχετική πρόταση και του «ρίχτηκε» του κτηνοβάτη. Και γι’ αυτό την θανάτωσε για να αποπλύνει την ατιμία που έκαμε στην οικογένειά του η γίδα!!!  «Καλά και γιατί δεν την πουλούσες στο χασάπη; τον ξαναρώτησε ο Πρόεδρος.  «Αστειεύεσαι κύριε Πρόεδρε! Θα ‘ταν μεγάλη αμαρτία να πάρουν οι χριστιανοί και να φάνε κρέας από την κατσίκα αυτή που «μαγαρίστηκε» με τη δουλειά που έκανε με άνθρωπο».

Η πολιτική αγωγή απορρίφτηκε. Ο κτηνοβάτης κηρύχτηκε ένοχος και καταδικάστηκε. Κι εμείς αναρωτιόμαστε πόσα να ήταν τα ζώα. Δυο ή τρία. Η γίδα, ο κτηνοβάτης ή και ο κύριος της γίδας; Οπωσδήποτε λιγότερο ζώο από τους άλλους ήταν…η γίδα!

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

«Στο παλιό αρχοντικό της οικογενείας Παπαλεονάρδου, στη συνοικία των Αγίων Σαράντα της προσεισμικής Ζακύνθου, στεγαζόνταν μαζί με το Πρωτοδικείο και η Εισαγγελία. Μεγάλες αίθουσες, ψηλά κι ευρυχωρότατα γραφεία, κήποι, μαρμαρόσκαλες, γενικά ασωτία χώρου, όπως εσυνηθιζότανε τότε, ιδίως στα παλιά αρχοντικά. Εκτός από άλλα άνθη και οπωροφόρα δέντρα, στο κέντρο του κήπου, ορθωνόταν επιβλητικότατο ένα ανθοφόρο δέντρο που το λένε μαγνόλια. Τα τεράστια κλαδιά και το άφθονο πυκνότατό του φύλλωμα πρέπει να ‘φθαναν σε ύψος 30-40 ή περισσότερων μέτρων και έκρυβαν τον ήλιο από όλα τα γραφεία, που βρίσκονταν το καλοκαίρι μέσα σ’ ένα δροσερό υποπράσινο ίσκιο και εισπνέαμε αέρα δυνατά αρωματισμένο από τα 700-800 μεγάλα σαν αυγά χήνας, ταυτόχρονα ανοιγμένα άνθη της, που το μεθυστικό τους άρωμα άλλωστε ήτανε αισθητό και από πολύ μακρινή απόσταση. Η μαγνόλια της εισαγγελίας εδικαίωνε περισσότερο από κάθε άλλο τον τίτλο του νησιού ως Φιόρο του Λεβάντε. Γράφουν τα λεξικά πως αυτό το δέντρο ήταν η μεγαλύτερη μαγνόλια της Ελλάδας…»