Το φετινό καλοκαίρι έφερε στις κινηματογραφικές αίθουσες μια ταινία που δεν είχαμε την τύχη να δούμε στην ώρα της. Ακόμα όμως και με 9 χρόνια καθυστέρηση, έστω και μέσα στην κινηματογραφική νιρβάνα του καλοκαιριού, και μάλιστα ενός καλοκαιριού που δεν θα μείνει στην ιστορία για την ανεμελιά και την ξεγνοιασιά του, το ‘’Αναζητώντας τον Έρικ ‘’, του μεγάλου Κεν Λόουτς, δια χειρός του επί 20ετία και πλέον σεναριογράφου του Πολ Λάβερτι, κατόρθωσε και έφτασε στις κινηματογραφικές αίθουσες και στο ελληνικό κινηματογραφόφιλο κοινό.
Ίσως αυτή η καθυστέρηση να μην ήταν τυχαία. Η συγκυρία μας βρίσκει πικραμένους, όχι μόνο από τα τραγικά γεγονότα αυτού του καλοκαιριού, αλλά και από τη γεύση που μας άφησε ο ίδιος ο Λόουτς με την τελευταία του ταινία, το αριστουργηματικό και πολυβραβευμένο ‘’Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ’’. Ακόμα και άθελά του λοιπόν επανορθώνει, τραβάει λίγο τη σκέψη μας από την σκληρή πραγματικότητα, αυτή που βιώνουμε καθημερινά και αυτή που αριστοτεχνικά αποτυπώνει στα φιλμ του σχεδόν 30 χρόνια τώρα, με μια γλυκόπικρη αλλά σπαρταριστή κωμωδία, ύμνο στην ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, τη δύναμη της κοινότητας, την αγάπη και τη συντροφικότητα.
Σίγουρα δεν πρόκειται για την πιο ‘’δυνατή’’ ταινία του Λόουτς. Είναι όμως μια ταινία που ο καθένας μπορεί να σηκώσει στους ώμους του, γιατί οι ήρωες φροντίζουν να μας ξαλαφρώσουν από το βάρος, που στην ουσία δεν είναι δικό τους, αλλά δικό μας. Ο κεντρικός ήρωας, ο ‘Ερικ Μπίσοπ, ένας μεσόκοπος ταχυδρομικός υπάλληλος, είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει πια κανέναν έλεγχο στη ζωή του. Αδύναμος να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του – οικογενειακές, εργασιακές, κοινωνικές- αδύναμος ακόμα και να χαρεί μια μπύρα ή έναν αγώνα της αγαπημένης τους Manchester United με τους (συν)αδέλφους του, αντιμέτωπος με τα λάθη του παρελθόντος και τις συνέπειές τους αλλά και με τα σύνδρομα που του κληροδότησε η προηγούμενη γενιά, βρίσκει παρηγοριά και υποστήριξη στην φανταστική, κυριολεκτικά και μεταφορικά, παρέα του αγαπημένου του ήρωα, του πάλαι ποτέ ειδώλου του και συνονόματού του, Ερίκ Καντονά!
Το πρώτο μισό της ‘’συνάντησής’’ τους κινείται στα πλαίσια μιας κλασσικής βρετανικής κομεντί, που μέσα από μια σειρά ατυχών στιγμών, παρανοήσεων, φλεγματικού χιούμορ και αμήχανων καταστάσεων, με μια τρυφερή ματιά που κάνει τους πρωταγωνιστές ακόμα πιο οικείους και συμπαθείς, προσφέρει άφθονο γέλιο στον θεατή. Αυτό ίσως να φαντάζει παράδοξο για έναν δραματικό σκηνοθέτη σαν τον Κεν Λόουτς, αλλά όχι πρωτοφανές, αφού αντίστοιχα στοιχεία έχει ξαναδοκιμάσει σε ταινίες όπως ‘’The Navigators’’ ή ‘’Τhe Angel’s share’’, σε κάποιον βαθμό. Εξάλλου, η κωμωδία είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος για να αποκαλύπτεις το δράμα των ανθρώπων, φτάνει να ξέρεις να το κάνεις.
Από εκεί και πέρα η ταινία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα ειδών. Αισθηματική, δράσης, αγωνίας, ψυχολογικό δράμα, όλα δοσμένα σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιον τρόπο ώστε να φτάνουμε πάντα στο βασικό επίδικο: ο άνθρωπος δεν μπορεί να σταθεί σαν μονάδα. Και σε αυτή την ουσία, που από τη μια κρύβεται καλά, τόσο πίσω από την πλοκή, όσο και πίσω από τις τρομερές επιθέσεις χιούμορ και από την άλλη προσφέρεται απλόχερα στον θεατή μέσω του βιώματος και των συναισθημάτων που διεγείρει, βρίσκουμε τον πραγματικό Κεν Λόουτς.
Ο Ερίκ Καντονά δεν είναι αποκύημα της φαντασίας ή της μαστούρας του Έρικ. Είναι όλη η προσπάθεια των φίλων του να τον επαναφέρουν, όλη τους η φροντίδα να τον δουν ξανά ζωντανό, είναι δημιούργημα της δικής τους αλληλεγγύης. Το ίνδαλμα δεν είναι δικό του, αλλά ίνδαλμα μιας εργατικής τάξης που τώρα παραπαίει σε παλιόσπιτα, παμπ, στριμωγμένες ζωές και ξεχασμένα δικαιώματα. Είναι η ενσάρκωση των καλύτερών τους χρόνων, των ονείρων τους, της δύναμής τους. Είναι οι άλλοτε ακμάζουσες ταχυδρομικές υπηρεσίες, που κάποτε έδιναν ταυτότητα σε αυτούς τους ανθρώπους, που κραδαίνουν με λύσσα την υπερηφάνεια της λέξης ‘’ταχυδρόμος’’, την ταυτότητάς τους, για να μη χάσουν την ανθρώπινή τους υπόσταση. Ο Ερίκ έρχεται από μια εποχή που είχαν κι αυτοί δικαίωμα στο όνειρο, που η πόλη, το γήπεδο, η ομάδα ήταν δικά τους, όχι των ‘’επιτυχημένων’’ αστών που παρκάρουν εδώ και χρόνια με άνεση τα πολυτελή αμάξια τους στο ακριβοπληρωμένο πάρκινγκ του γηπέδου, ούτε των λογής λογής νεόπλουτων τραμπούκων, που οπλισμένοι με ένα όπλο στο χέρι και περίσσιο θράσος στην ψυχή κλέβουν ακόμα και το δικαίωμα στη γαλήνη και την αξιοπρέπεια, πατώντας κάτω τη ζωή όποιου βρεθεί στο δρόμο τους.
Όμως ο σκηνοθέτης δεν το βάζει κάτω, δεν αφήνει τους ανθρώπους του έτσι. Μπορεί να έχασαν τον πόλεμο, αλλά πρέπει να κερδίσουν τη μάχη. Και αυτό μπορεί να γίνει με τον μόνο τρόπο που ξέρει ο Λόουτς: με αγώνα. Μια σταυροφορία των φτωχών, ένα ξυπόλυτο τάγμα από αφελείς, ημιμαθείς, αδύναμους, υπέρβαρους, μεσόκοπους, νέους, αγαθούς, πονηρούς, αστείους, σοβαρούς, η ύστατη προσπάθεια για να ορθώσουν το ανάστημά τους, να διατρανώσουν ότι είναι ακόμα εκεί, έχουν ακόμα δικαίωμα να ξαναφτιάξουν τις κατεστραμμένες τους ζωές, να ξαναφιλήσουν τα χείλη που αγάπησαν, να χορέψουν έναν ακόμα χορό, να ξαναγκαλιαστούν αρμονικά με τα παιδιά τους, να βγάλουν μια χαρούμενη φωτογραφία, ακόμα ακμαίοι και δυνατοί και πάνω απ’ όλα χαρούμενοι. Γιατί είναι μαζί.
Εν τέλει όλη η ταινία είναι μια υπέροχη πάσα. Η πάσα του Καντονά στον Ίρβιν, η πάσα του Λάβερτι στον Λόουτς, οι πάσες των φίλων, των μελών της οικογένειας, του ζευγαριού, της κοινότητας. Γιατί όπως λέει και ο φιλόσοφος Ερίκ:
‘’Πρέπει να εμπιστεύεσαι τους συμπαίκτες σου. Πάντα. Αν όχι, είσαι χαμένος’’.