Συμπληρώνω σαράντα και δύο χρόνια ως συγγραφέας με μπλοκάκι. Δηλωμένος. Ζήτημα να κύλησαν ενδιαμέσως δέκα ημέρες που δεν έγραψα μήτε γραμμή.
Ήταν εύκολο, και γινόταν όλο και πιό εύκολο, με το κύλισμα του χρόνου. Πλην με ζόριζε και με τυραννούσε, ένα παλαιό γνωμικό: Η γραφή, έλεγαν, αραιώνει και ευτελίζεται, όταν την ασκείς καθημερινά. Δεν μπορείς να γράψεις πλέον τα βαθύνοα και τα σημαντικά, που θέλουν αποχή , σκέψη, αναθεώρηση, διορθώσεις, δισταγμό, στοχασμό. Τόσοι και τόσοι «δημιουργοί» χάθηκαν στο μεροκάματο, παραχωρώντας σε ευκολάκια το τάλαντο ή τα «που είσαι νιότη που έλεγες πως θα γινόμουν άλλος». Διότι, συμπλήρωναν, η υπερέκθεση βλάπτει, η δημοσιογραφία είναι κατάρα, οι ιδέες χρειάζονται την αγρανάπαυσή τους, επομένως πρέπει να κάνεις κράτει :ακόμη κι αν σε πιάνει ντελίριο, ποτέ δεν βλάπτει το συρτάρι.
«Λίγα και καλά» ήταν η συνταγή που κυκλοφορούσε. Στην ίδια συνομοταξία με τον αθλητή που εάν δεν είναι εγκρατής πριν τον αγώνα, σέρνεται στην κρίσιμη ώρα.
Τελικά, μετά από μιάμιση μυριάδα κειμένων, σεναρίων, μελετών, άρθρων και «λογοτεχνί» κειμένων, δεν κουβαλάω την ίδια φοβία.
Η γραφή, έχει ναρκωτικές ιδιότητες. Έχεις μπροστά σου μια ξυλόσκαλα να την ανέβεις. Μπορείς να περάσεις άπειρα χρόνια δίβουλος, στο πρώτο σκαλί. Ή, σαν το Σίσυφο, να την ανεβοκατεβαίνεις.
Ούτως ή άλλως η κυρά Έμπνευση, έρχεται στους πάντες συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Σπανίως. Επίσης, φεύγει, όταν λήγει το ραντεβού.Μόνιμη σχέση με την Έμπνευση, δεν ισχύει. Οι απεγνωσμένοι, που προσδοκούν αρρεβώνα ή γάμο μαζί της, ματαιοπονούν.
Όπως μάθει κανένας. Μπορεί να εκτιμώ τους ολιγογράφους, αλλά δεν τους ζηλεύω.Απεναντίας, φθονώ κάθε λουρίδα ύπνου που μου στερεί το γράψιμο, κάθε χαζολόγημα που με κρατάει μακριά από την πληκτρολόγηση.
Προτιμώ ένα ποτήρι μελάνι διότι δεν αιμορραγώ.