Στο μικρό νησί, όπου με έρριξε πάνω στη φρίκη της υψηλής σεζόν μια βλάβη του θεσμικού σκυλοπνίχτη, οπότε δεν θα ήμουνα παρών στη συνάντηση με τα τσακάλια της παρέας στον Γροίκο να χαζεύουμε την Καλλικατσού και διαλέγοντας βότσαλα, στο ταβερνάκι είδα έναν σαυρομάτη.
Υπάρχουν παντού στο Αιγαίο. Εννοώ τους μελαψούς επιχώριους που ζαλώνονται στο στήθος χαϊμαλιά, έχουν προφανώς ενδιαφέρον σώμα, λείο και αρμυρισμένο, και το μάτι τους είναι σκληρό και κίτρινο σαν της χελώνας. Πήγα να φάω και από τα τέσσερα τραπέζια μόνον στο δικό του είχε θέση να καθίσω. Με κάλεσε.
«Ευχαριστώ, είμαι ο Πετεφρής» του λέω. Συστήθηκε ως Κορνήλιος. Φορούσε και σταυρό. Βαπτισμένο στην οργόνη. «Ήρθες με τον σκυλοπνίχτη; Αύριο θα φύγεις και παίζεται. Βρήκες να μείνεις;»
«Όχι»
«Θα σου βρω εγώ. Τζάμπα.» Έδειξε ένα εκκλησάκι. «Μάλλον θα συνταξιδέψουμε. Δεν έχω τι να κάνω. Τρία στρέμματα έμειναν»
«Τρία;»
«Ναι. Τις έχω γαμήσει όλες» Έδειξε πέρα και πίσω του. «Εκτός από τρία στρέμματα, στα δεξιά»
«’Ολες;»
«Όλες. Με το κόλπο του Κορνήλιου».
«Τι κόλπο είναι αυτό;»
«Και να σου το πω, δεν θα το πιστέψεις» Καιγόταν να μου το πεί.
«Μήτε φλερτ, μήτε γκομενιλίκια. Αγγίζω τους κροτάφους των». Έμοιαζα να χάσκω. «Τα μηνίγγια τους»
Είχε δίκιο.