Δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια. Tο λίγο που κοιμάμαι μοιάζει με αιματηρό κινηματογραφικό αριστούργημα . Μπαρ στο Μετς. Ερωτικές φωτογραφίες σε φυσικό μέγεθος με μακριά νύχια και κολιέ από αυθεντικές πέρλες. Στην τηλεόραση μαθήματα της ελληνικής. Την πόρτα ή τη πόρτα; Ελάχιστα με αφορά. Περισσότερο δίνω βάση στις πόρτες. Ειδικά σε αυτές που δεν ανοίγουν. Οι συναισθηματικές εκρήξεις όλων όσων με περιβάλλουν είναι τόσο σουρεαλιστικές που θα τις ζήλευε ακόμα και ο Λιντς. Τα πρωινά φορούν τόσο βαριά ρούχα που κυρτώνουν οι ώμοι τους και μετά τις οχτώ το βράδυ ή θα πίνουν καφέδες ή θα φιλιούνται. Αυτός ο θόρυβος κρατάει μέρες. Μη! Μην αγγίζεις εκεί λέει το Κατερινάκι. Εκεί θα κολλήσω αυτό το ραδιενεργό που εκπέμπεις λέω εγώ. Στο κέντρο ετοιμάζουν προβολές μέχρι τις πέντε το πρωί. Στη Μαβίλη σερβίρουν λάθος ποτά. Το μέλλον μου ανήκει, χωρίς εκείνο να έχει τίποτα δικό μου. Αυτό εξ’αρχής καθιστά την σχέση μας μη ισορροπημένη.
Ακούω soundτracks, καπνίζω και βλέπω το The Shawshank Redemption τρίτη συνεχόμενη φoρά ( Andy: Ξέρεις τι λένε οι Μεξικάνοι για τον Ειρηνικό; Red: Όχι .Andy: Λένε ότι δεν έχει μνήμη. Εκεί θέλω να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου. Σ’ ένα ζεστό μέρος χωρίς μνήμη). Ταλαντεύομαι μεταξύ cult ρομαντισμού και κυνισμού. Όταν αποφασίσω να τους θέσω σε λειτουργία αποτελούν την επιτομή του όρου. Θέλω να με πάρει ο ύπνος σε ένα λεωφορείο και χωρίς να το μάθω ποτέ, κάποιος να μου χαιδέψει τα μαλλιά.
Οι μέρες που δεν έχω τίποτα να γράψω αρχίζουν και γίνονται επικίνδυνες. Σχεδιάζουν ταξίδια με τρένα, και όταν εξατμίζονται μυρίζουν κάτι ελάχιστο από υποχωρήσεις, παραχωρήσεις και ανακωχές .
Θέλω να έρθεις ξαφνικά, χωρίς να το έχω ζητήσει. Ξενυχτισμένοι , διαολεμένες επιθυμίες να χτυπάνε με φόρα στον τοίχο, να ρίχνουν πράγματα κάτω, να δαγκώνουν λαιμούς λόγια, απέθαντα. Προχωρημένη νύχτα. Στήθος γυμνό, χωρίς ενοχές.
Κάποτε φορούσα ένα μπλουζάκι με μια νυχτερίδα και περίμενα τον μπάτμαν να έρθει να με σώσει γιατί κάποτε είχα imaginary friends.Στην ενήλικη εκδοχή μου, έχω imaginary enemies.