Μερικές μέρες δεν μπορώ να συμπάσχω με κανέναν και άλλες μέρες συμπάσχω με όλους. Είναι και τα δυο σπαραξικάρδιες ιστορίες και φυσικά εντελώς ανθρώπινες. Πρέπει να συμβαίνει σε όλους.
Είναι μέρες που δεν βγαίνει λέξη. Δηλαδή βγαίνουν κάποιες όπως ετούτες εδώ και κάποιες ακόμη, αλλά τις θεωρώ εντελώς αποκομμένες από εμένα. Σαν να μην είναι δικές μου. Όπως περίπου αισθάνεται η λεχώνα βλέποντας το παιδί της υποφέροντας από την επιλόχεια κατάθλιψη. Δεν θέλω να τις κρατήσω λίγο ακόμη. Να τις ωριμάσω, να τις προστατέψω. Δεν θέλω να τις ποτίσω με γάλα και φροντίδα για να απομακρυνθούν ελεύθερες προς βρώση και κατάποση από ξένα στόματα, αφιλόξενα, εχθρικά ή κολακευτικά –τα μυαλά.
Αλλά δεν θέλω καν να τις προασπίσω. Δεν Θέλω να τις μπερδέψω με νωχελικά μεσημέρια κρυφά από όλους. Δεν ξέρω τι θέλω να τις κάνω, κάτι το οποίο συνηθίζω. Δεν με ξέρω, δεν με ακούω. Και όταν ξέρω ακριβώς κάτι θα συμβεί και θα πονέσω πολύ και θα πω, όχι δεν χρειάζεται.
Φτάνει το ποιηματάκι.
Καιρός να βγει και να προστατευθεί μονάχο του. Ό, τι βασανιστήριο είχε προσχέδιο, το έπραξε, το τελειοποίησε μέσα μου.
Φτάνει, ποιηματάκι.
Τα λεφτά μας.
Τα λεφτά των άλλων.
Δύο διαφορετικοί άνθρωποι και κουβέντες που πιάνω. Σήμερα συμπάσχω.
Έχω πέντε ευρώ. Να πάρουμε καφέ, να αράξουμε στο παγκάκι. Θα σε δω; Πες μου ότι θα σε δω σήμερα.
Με εφτακόσια ευρώ το μήνα κάτι γίνεται.
Κάποιοι, υπόλοιποι πίνουν καφέ καθήμενοι στα συννεφιασμένα τραπεζάκια του φούρνου. Τα έχει ζαλίσει το νέφος. Τα περνάει χρώμα από τη ρίζα ως την άκρη κάθε μέρα. Σειρήνες, κόρνες, βρισιές, τα φώτα των φαναριών, τα μάτια ανοιγοκλείνουν, ο καθένας και το ριζικό του.
Τόνοι ήχων.
Και εκείνοι πίνουν καφέ και λένε λένε μεταξύ τους.
Τα ανείπωτα τα αφήνουν για τον άγραφα πίνακα.
Ζαλισμένοι σε ορθή στάση πίνουν καφέ οι άνθρωποι. Όλη η ανθρωπότητα από την μέρα που φτιάξαμε τον κόσμο μέσα σε ένα φλυτζάνι.