Ως προστατευόμενοι μάρτυρες
10-02-2018

«τα αυτοφυή διαμάντια που λέγονταν δειλές, όμορφες μαθήτριες» (ΠΘ 1966)

H προς ΒΔ πορεία κοριτσιών με ποδιές στη Βασιλίσσης Όλγας της Σαλονίκης γινόταν Δευτέρα-Σαββάτο μεσημέρι. Σχόλαγαν τα λύκεια. Το Δεύτερο Θηλέων, το Καλαμαρί, η Σχινά. Πολλά, πολλά, δεν τα αναφέρω όλα. Ο μπλε ποταμός συνοδεύονταν από λυτρωτικές πράξεις των κοριτσιών. Άνοιγαν τον γιακά, λευτέρωναν διπλώνοντας τις λευκές μανσέτες, οι πιο προχώ είχανε τρόπο και σήκωναν πέντε πόντους τον ποδόγυρο πάνω από το γόνατο. Και τα μαλλάκια-όσες είχανε κορδέλα, τηνε βγάζανε και τα κινούσαν με τρόπο, να κυματίζουνε. Τσάντες στα χρόνια μου τις είχαν καταργήσει οι πολλές- τα βιβλία και τα τετράδια δεμένα αγκαλιά στα καμπτόμενα χεράκια τους. Σπανιότατα μοναχικές, συνήθως σε παρέες ολιγομελείς, κι όλο να γελάνε, να κοιτάνε, να κομψεύονται. Δεν ήταν όλες πεζοπόρες-το πίσω παράθυρο των λεωφορείων του ΟΑΣΘ μπλέδιζε από τις πυκνές ποδιές καθώς στέκονταν στον εισπράκτορα δείχνοντας το πάσο.

Παράλληλα, ποτέ συντροφικά, ξαμολιόνταν τα αγόρια των λυκείων αλλά όχι σε πορεία. Στημένα σε γωνιές και στάσεις, ή πίσω από τις μπλε παρέες, φλέρταραν, κολλούσαν, έρριχναν κραυγές, τάχα ποπ και εφφετζίδικες, κι αν προέκυπτε χαμόγελο χαμηλοβλεπούσας, σημάδευαν τα χαρακτηριστικά της και στην επόμενη έξοδο την καρτερούσαν, για καμιά κουβέντα, πρόσκληση σε πάρτι, τέτοια. Σε λογική απόσταση μισού χιλιομέτρου από τις αυλές των λυκείων, περίμεναν σε παράδρομους Κοσμά Αιτωλού ή Μιαούλη οι ρηγάδες των σκλαβήνων που είχαν αμάξι, δικό τους ή του μπαμπά. Αν περίμεναν «τη σχέση» η κοπέλα χάνονταν αριστοτεχνικά από την λεωφόρο, κάτι σαν ανάληψη και έμπαινε  δίπλα του. Υπήρχαν και οι κυνηγοί, που αργοδιάβαιναν παράλληλα με τις παρέες των κοριτσιών και προσκαλούσαν σε βόλτα. Ήταν σαν ψάρεμα με κουταλάκι –με το κούνα κούνα τη λαμπερή πλατύφυλλη αγκίστρω, στη δεύτερη-τρίτη φορά, και κατόπιν συσκέψεως μεταξύ τους, κάποια θα εξηγούσε στις άλλες «είναι γλυκούλης, θα πάω» και χάνονταν.

Υπήρχε και δειλινή πορεία, όταν σχόλαγαν τα εσπερινά ωράρια. Αλλά τότε, το αμάξι  έστριβε στα μπλόκια ή σε τσαϊράδες, και προχωρούσε το φλέρτι, ως τροχήλατο ντέρτι. Τα ντεκολτέ άνοιγαν, οι ρώγες, ενίοτε μία, αγγίζονταν, κι άρχιζαν τα «μας βλέπουν» και τα «μη φιλάς εκεί». Και οι μηροί, έκθετοι και ριγηλοί, άφηναν άνοιγμα μεταξύ γονάτου και λεκάνης, υπόσχεση πως κάποτε θα γινότανε ο μπατανάς. Τα πεζοπόρα τμήματα  έπρατταν τα ίδια σε απόσκια και σκοτεινά μέρη.

Ναι, λειτουργούσαν τα κορίτσια ως προστατευόμενοι μάρτυρες, παρεκτός και τους τύχαινε αληταράς που τις εκάρφωνε, συχνά με δόσεις υπερβολής, στην μονίμως καυλωμένη αγορίστικη παρέα του.

Κοτζάμ διήγημα σοφίστηκα, νοσταλγί, εκστατικό για να σας μπάσω σε μια ήδη μαραμένη δικογραφία που της βάζουν χέρι ο αναβάσταγος, ο αλητάμπουρας και ο ασελγής, ενώ ο συμμαζεμένος, ο στοχαστικός και ο αληθώς ερωτευμένος, γυρνούσαν σπίτια τους,βέβαιοι πως δεν θα γαμήσουνε ποτέ των ποτών.