Φτου και φεύγω!
22-10-2017

Πανεπιστημίου, Βιβλιοθήκη, στάση μετρό. Λευκό χρώμα, ύπουλο. Αυτοεξόριστοι στην κεντρική λεωφόρο. Αν υπάρχει κάτι λογικό στη μέρα είναι η νύχτα της. Τώρα ζούμε συνειδητοποιημένα παριστάνοντας τους ασυμβίβαστους. Τους αμφισβητίες. Τους υπερασπιστές της κουλτούρας. Διαβάζουμε για μας λίγο πριν τον ύπνο, «Δεν είμαι συγγραφέας. Είμαι ένας τύπος που γράφει» λέει ο Philippe Djian. Τα βιβλία του μιλούν για κάτι “περιθωριακά στοιχεία” που δεν βρίσκουν δουλειά, που δεν κοιμούνται και βλέπουν ασταμάτητα underground ταινίες. Εγώ τον φαντάζομαι άλουστο για μέρες, βρώμικο, με άδεια μπουκάλια πάνω στο κρεβάτι του και μπαγιάτικο καπνό στο στόμα να σκαλίζει μικρά χαρτάκια με σκέψεις, να τις βάζει επίτηδες σε λάθος σειρά και να τις στέλνει ταχυδρομικώς και ανώνυμα στον εκδότη του. Οι δικοί μου ήρωες ονειρεύονται παλιά σπίτια και άδεια εφηβικά δωμάτια . Μεγάλωσαν σε κρεματόρια σκέψεων και μια ζωή σκόνταφταν πάνω σε παλιομοδίτικα μυαλά. Φορούσαν το παλτό της μητέρας τους και διάβαζαν στα κρυφά την ατζέντα με τα τηλέφωνά της. Καμιά φορά τους ζητώ να μου το δανείσουν να δω επιτέλους πως μυρίζουν αυτά τα παλτά. Το φορώ και ύστερα κάθομαι ήσυχα μέσα μου και παγώνω. Δίπλα ακούγεται κάτι σαν βόμβες που σκάνε ή αν είμαι τυχερή τίποτα. Ο χρόνος κυλάει και ξεχάστηκα. Σου κάνω χώρο για εκείνους τους μεγάλους και έρημους αντίλαλους των γιατί που κανείς δεν αντέχει να ακούει, για τα θέλω, τα είναι και τα δεν πρόφτασα. Μεσάνυχτα κάπου, βλέμματα που συναντώ και πίνω μπύρες μαζί τους, δεν ξέρουν πως βλέπω τις γρατζουνιές στην πλάτη τους, δεν ξέρουν πως εκείνη η πρώτη φορά που οι αφηγήσεις μας διασταυρώνονται από κοντά σε μια τρελή ανταλλαγή εγκεφαλικών κυττάρων ίσως να είναι και η τελευταία, δεν ξέρουν πως καρδιοχτυπώ σαν κουτάβι γι’αυτό ψάχνω την τσέπη τους, χώνομαι εκεί και τους σφίγγω τα δάχτυλα, συνομιλώ με την παλάμη τους, τους λέω τέλος ή έστω παύση σε εκείνη την μακράς διαρκείας οικειοθελή απομόνωση. Καιρό πριν μέσα σε ένα αυτοκίνητο που έφτασε σ’ έναν τόπο στρωμένο με κρύο κατακαλόκαιρο και δεν ήταν κανείς, πήδηξα πάνω από όλα όσα μέχρι τώρα σκόνταφτα και άρχισα να χαρτογραφώ εξόδους από το μακελειό. Πάντα σκοτεινά είναι, επισκευάζομαι όμως να μη φοβάσαι τα ανακατωμένα σωθικά. Γίνομαι ατρόμητη. Φορώντας μαύρα και με μια καρδιά να στέλνει ανυπόφορα αίμα στο κεφάλι μου έρχομαι να σε ψάξω. Δεν θέλω να ξαναπαίξω φτου και φεύγω! Δεν θέλω!