Διαβάζω ακατάσχετα, χωρίς ειρμό. Είτε πρόκειται για κατάλογο προϊόντων, είτε για Άλεκ Σχινά, ευεργετούμαι το ίδιο. Κι επειδή κατά κανόνα βαριέμαι αφόρητα και μου αρέσουν ελάχιστα πράγματα, δεν θεωρώ ανάγνωση που δεν τη βαριέμαι, πολύτιμο και ποθοπλάνταχτο αγαθό.
Τελευταία, είμαι κεντρωμένος σε ένα ερώτημα, άλυτο, εδώ και λίγες ώρες. Πως μετατρέπαμε το κόμμι της ροδακινιάς σε εύγευστη τσίχλα; Όταν πρωτόβγαινε, ήταν ωσάν μπαλόνι γεμάτο υγρό. Κάποια στιγμή έπηζε κάπως και μπορούσες να το μασήσεις.
Αυτό το κατάντημα (για πολλούς) οφείλεται σε δύο κακοτυχίες αναγνωστικές της παιδικότητας.
Είχα διαβάσει, σε μια όψιμη «Διάπλαση των Παίδων» το πρώτο μου αστυνομικό σε συνέχειες. Ένας κοτσονάτος ηλικιωμένος Άγγλος αστυνομικός, ακούει φωνές από ένα σπίτι και ψάχνοντας, βρίσκει ένα πτώμα. Ανακρίνει ολόκληρο το χωριό, ακόμη και τις κάργιες του, ανεπιτυχώς. Στο τέλος, είναι αυτός ο δολοφόνος. Και ήταν εγγαστρίμυθος.
Έκτοτε έκοψα τα αστυνομικά, που ουδέποτε με ξάφνιασαν.
Ακολούθησε ένα βιβλίο καμωμένο από σιδηρόβεργες, το «Παραμύθια και άλλα»( ή μπορεί το «Για την πατρίδα») της Πηνελόπης Δέλτα. Εκεί είναι ένα μικρό βασίλειο που παθαίνει διάφορα, ώσπου το πριγκηπόπουλο, πείθει τον πατέρα του να εμπιστευτεί στα χέρια του ένα φουσάτο, να νικησει τους κακούς. Αλλά το φουσάτο, εξηγεί η συγγραφέας, ήταν μικρό, οι πολέμιοι πολλοί, και χάθηκε. Και το πριγκηπόπουλο και το φουσάτο. That’s all , folks.
Τέρμα και η λατρεία της αφήγησης, πως κλείνει γοητευτικά μια ιστορία.Μόνη αξία πλέον, τι περιέχει αυτό το κουρδιστό παιχνίδι. Για να το βρεις, το ξεκοιλιάζεις. Να ιδείς τι έχει μέσα.
Η ανάγνωση, ως εβδόμη αίσθησις, (ή έκτη μου είναι άγνωστη) βαθαίνει έλικες του εγκεφάλου, όχι λόγω βελτίωσης της ευφυίας, αλλά με τον τρόπο του τσαγκάρη που φτιάχνει καλαπόδια. Από μια λεία μωρουδιακή φούσκα όπως το κόμμι της ροδακινιάς, τελειώνεις τον βίο με ένα γηρασμένο, δαιδαλώδες εξάρτημα να μοιάζει με στεγνωμένο καρύδι λαβυρινθώδες, που αποθηκεύει έναν σκασμό καλαμπαλίκι. Χώρια η μούχλα.
Και τα υπόλοιπα; η χαρά της ζωής, οι διακυμάνσεις των χρωμάτων, η έστω ατελής εντύπωση πως δεν χάθηκαν όλα;
Α, εκεί κρύβεται ο Λίνο Βεντούρα ξεψυχώντας με το όνομα της Μανούς, στην «Δεύτερη πνοή» του Μελβίλ, ο Ζαν Πιερ Λεό να πετάει στον αέρα μια τσουγάρα αρπώντας την μετά με τα χείλη, ο γαλάζιος Φερντινάν, μπανταρισμένος δυναμιτάκια και πάσχοντας να βρει να κόψει τα καλώδια, το ασάρωτο διαστημόπλοιο στο Σολάρις, το νίτρο στα πρόσωπα του Liquid Sky, o Mπουσέμι στο Fargo και ο κυβερνήτης Πέτομεϊν.
Μάλλον στεγνώναμε δαμάκιν το κόμμι της ροδακινιάς στον ήλιο και μετά το μασούσαμε.