Φοβάμαι τους ανθρώπους. Πολύ. Φοβάμαι όταν περπατάνε από πίσω μου, ακουμπώντας την πλάτη μου με την σκιά του. Τους φοβάμαι όταν θέλουν να γίνουν φίλοι μου περισσότερο από εχθρούς μου. Ο ξένος που γνωρίζει όλα τα μυστικά μου και τις πιο σπουδαίες στιγμές μου, αυτές της ρουτίνας.
Και τις δεύτερες σκέψεις τους, και την μυρωδιά τους την ανθρώπινη που την κρύβουν κάτω από αρώματα. Τις φοβάμαι.
Μου αρέσει η μυρωδιά του δέρματος όπως αυτή ανεκμετάλλευτη υπάρχει μέσα στις χούφτες και ανάμεσα στα στήθη. Εκεί νιώθω ότι δεν μπορεί να με αγγίξει καμία δύσκολη αντίδραση. Δεν χρειάζεται αντανακλαστικά ούτε ξυπνητήρια ούτε έτοιμα αμυντικά λογύδρια εκεί.
Οι άνθρωποι φθονούν πικρά και μοιάζουν διορατικοί μέσα στην ψευδαίσθηση που σου δημιουργεί αυτό το ρεπό από τη λογική. Αυτόν που ζηλεύει και αναμασά ό, τι μοχθηρό έχει ένα συκώτι ταλαιπωρημένο από οινόπνευμα, ομίχλη και χαπάκια αδυνατίσματος, ευφορίας, ηρεμιστικών, τον εκλιπαρείς προς την επιφάνεια και εκείνος δέρνει τον αέρα.
Τους φοβάμαι τους ανθρώπους. Μοιάζουν φυλακισμένοι των κοσμητικών επιθέτων, των ουσιαστικών που έχουν πέλος και το χαϊδεύουν φιλήδονα σαν βασιλιάδες στο θρόνο. Αυτάρεσκοι ομιλητές κακοποιούν την γλώσσα για να εκτοξεύσουν γροθιές, ομφάλιους λώρους που σε δένουν προς το ματαιόδοξο σχέδιο της ανωτερότητας.
Φοβάμαι και εμένα. Τόσο αλαζονική και νεκρή, να παίζω με τα μπαλόνια μου και να θεωρώ πως δεν με αγγίζει ούτε το οξυγόνο. Που θεωρώ ότι επειδή με έχω περάσει με αντισκωριακό και τα δόντια μου φέρνουν με τις ατσάλινες λαβίδες χειρούργων, μπορώ να αναπνεύσω μέσα σε κάτι που σίγουρα που δεν μοιάζει με ερωτική ουτοπία ούτε με τον Καιάδα. Κάπου ανάμεσα, ταλαιπωρούμαστε τόσο με την ανθρώπινη ύπαρξη.
Να σας αρωματίσω;